σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) Taxing wages.
Από τα στοιχεία της έκθεσης προκύπτει ότι το φορολογικό βάρος —που περιλαμβάνει τον φόρο εισοδήματος και τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών— για τον ανύπαντρο εργαζόμενο χωρίς παιδιά με μέσο εισόδημα μειώθηκε κατά 1,35 εκατοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε στο 41,6% του κόστους εργασίας. Πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μετά την Ολλανδία.
Την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στη συγκεκριμένη κατηγορία μεταξύ των εργαζομένων του ΟΟΣΑ είχε το Βέλγιο (55,8%), ακολουθούμενο από τη Γερμανία, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 11η θέση και η μέση επιβάρυνση στις χώρες του Οργανισμού ανήλθε στο 35,9%.
Το φορολογικό βάρος για την οικογένεια με ένα εργαζόμενο και δύο παιδιά και μέσο μισθό ωστόσο αυξήθηκε κατά 0,6 εκατοστιαίες μονάδες και έφθασε στο 44,5% του κόστους εργασίας. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στη συγκεκριμένη κατηγορία μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ στη δεύτερη θέση κατατάσσεται η Γαλλία με 41,6% και τη μέση επιβάρυνση στις χώρες του Οργανισμού να ανέρχεται στο 26,4%.
Οι πραγματικοί μισθοί πριν από τη φορολογία μειώθηκαν σε έναν αριθμό χωρών του ΟΟΣΑ και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου υποχώρησαν κατά 6,7%, σύμφωνα με δημοσίευμα του πρακτορείου ειδήσεων Ρόιτερς. Συνολικά, η φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών αυξήθηκε πέρυσι σε 25 από τις 34 χώρες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού, καθώς οι χώρες περιόρισαν τις φορολογικές απαλλαγές και τις μειώσεις του φόρου και φορολόγησαν μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων.
Η αύξηση του φορολογικού βάρους ήταν μεγαλύτερη στην Πορτογαλία (λόγω των υψηλότερων συμβατικών συντελεστών), τη Σλοβακία (λόγω των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών) και στις ΗΠΑ (λόγω της λήξης προηγούμενων μειώσεων των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων). Ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι η αύξηση του φορολογικού βάρους αποτελεί αντικίνητρο για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.