Η ουκρανική κρίση ξεκίνησε στα μέσα του περασμένου Νοεμβρίου, καθώς ο τότε Ουκρανός πρόεδρος Βίκτωρ Γιανουκόβιτς αποφάσισε να ακολουθήσει τον ...
ρωσικό δρόμο έναντι του ευρωπαϊκού. Η κορύφωσή της, ωστόσο, σημειώθηκε τον φετινό Φεβρουάριο και Μάρτιο, κατά τη διάρκεια δηλαδή της ελληνικής προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πολλοί αναρωτιούνται, λοιπόν, αν η Αθήνα θα μπορούσε και μπορεί ακόμα να λάβει περισσότερες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της φωνής της Ευρώπης και την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η απάντηση που δίνεται είναι μάλλον αρνητική, καθώς μετά τη συνθήκη της Λισαβόνας οι αρμοδιότητες αυτές αφορούν, κατά μείζονα λόγο την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης και όχι τη χώρα που αναλαμβάνει ανά εξάμηνο την προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ύπατη Εκπρόσωπος Κάθριν Άστον και η διπλωματική της ομάδας εγγυώνται – θεωρητικά τουλάχιστον – την συνέχεια στην εξωτερική πολιτική των Βρυξελλών ανεξάρτητα από τα εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών.
Παράλληλα, μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα πολύ δύσκολα μπορεί να παίξει ρόλο για την σφυρηλάτηση κοινής εξωτερικής πολιτικής στην Ευρώπη από τη στιγμή, μάλιστα, που πολλά κράτη-μέλη διαφωνούν για την επιβολή σοβαρών κυρώσεων στη Ρωσία. Η Βρετανία, για παράδειγμα, επιθυμεί την εξαίρεση του City του Λονδίνου ώστε να μην επηρεαστεί η διάθεση επενδύσεων από Ρώσους επιχειρηματίες στη χώρα. Επίσης, η εξάρτηση σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών από το ρωσικό φυσικό αέριο πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Για την ακρίβεια, το 66% του ρωσικού φυσικού αερίου, το οποίο κατευθύνεται στις ευρωπαϊκές αγορές, περνάει μέσα από την Ουκρανία. Όσον αφορά τις πιο σημαντικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα επί μέρους ποσοστά είναι 36% για τη Γερμανία, 23% για τη Γαλλία και 27% για την Ιταλία. Ταυτόχρονα, πολλά ευρωπαϊκά κράτη, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, δε βλέπουν με καλό μάτι την πιθανή μελλοντική επιδείνωση των σχέσεων τους με τη Μόσχα λόγω της υιοθέτησης έντονα αντιρωσικής γραμμής στο ζήτημα της Ουκρανίας.
Όπως διαμορφώνονται τα δεδομένα μέχρι στιγμής, βασική προτεραιότητα για την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η διατήρηση της σταθερότητας στην Ουκρανία. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, άλλωστε, υπάρχουν φόβοι για αντίστοιχες εξελίξεις στο ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας, όπου η πλειονότητα των κατοίκων βλέπει με φιλική διάθεση τη Μόσχα. Η σταθερότητα αποτελεί βασική επιθυμία για τις πολυάριθμες ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ουκρανία αλλά και για τις εταιρείες που εξάγουν προϊόντα στη χώρα αυτή αλλά και στη Ρωσία. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων σημαντικά προβλήματα αναμένεται να προκύψουν λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, αφού το 41% - περίπου 200 εκατ. ευρώ ετησίως - των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία αφορά αγροτικά προϊόντα, ενώ φόβοι εκφράζονται και για τις εξαγωγές γούνας, που αντιστοιχούν στο 23% των συνολικών εξαγωγών προς τη Ρωσία. Επιπροσθέτως, οι προοπτικές για τον τουρισμό δημιουργούν προβληματισμό, καθώς η χώρα μας ενδέχεται να δεχθεί πλήγμα από περιορισμένες αφίξεις Ουκρανών πολιτών αλλά και από μελλοντική οδηγία που πιθανώς θα λάβει από την Ευρωπαϊκή Ένωση για καθυστέρηση ή απαγόρευση της έκδοσης θεωρήσεων για Ρώσους τουρίστες.
Τέλος, η προσοχή πρέπει να στραφεί προς το ζήτημα της ενέργειας. Θεωρητικά, η ουκρανική κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την Ελλάδα ώστε να επιχειρηματολογήσει υπέρ της επαναπροώθησης του σχεδίου South Stream. Με δεδομένο, δηλαδή, ότι ο ουκρανικός διάδρομος εμφανίζει υψηλό ρίσκο, καθώς Δύση και Ρωσία συνεχίζουν να διαφωνούν, ίσως υπάρχει περιθώριο συζήτησης περί μελλοντικής υλοποίησης εναλλακτικών προτάσεων. Η δυσκολία είναι μεγάλη, καθώς βασικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το 2013, πάντως, οι εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη αυξήθηκαν για πρώτη φορά από το 2009. Παρόλα αυτά, η υλοποίηση του Τρίτου Πακέτου Ενέργειας και η περίπτωση αντιμονωπολιακής νομοθεσίας κατά της Gazprom αντικατοπτρίζουν την πρόθεση των Βρυξελλών. Έτσι, εκτός από την Ελλάδα, και άλλες χώρες όπως η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Ιταλία, η Κροατία, η Ουγγαρία και η Σλοβενία έχουν ήδη δεχθεί κριτική από τον Ευρωπαίο Επίτροπο Ενέργειας Γκίντερ Έτινγκερ για την υπογραφή συμφωνιών με τη Ρωσία μέσα στο πλαίσιο του South Stream.
ecozen.gr