Στο Βέλγιο έχει ξημερώσει... Πριν η μικρή φτάσει στον προορισμό της δύο άντρες τής επιτίθενται στη μέση του δρόμου, την ναρκώνουν και τη μεταφέρουν με το αυτοκίνητό τους σε ένα σπίτι.
Εκεί τη βιάζουν διαδοχικά και κατ’ εξακολούθηση κι ύστερα τη δένουν από το λαιμό στο κρεβάτι με μια αλυσίδα. Την επισκέπτονται καθημερινά συνεχίζοντας την εγκληματική δράση τους σε βάρος της και μερικές μέρες αργότερα τη μεταφέρουν σε ένα άλλο σπίτι και την κλειδώνουν στο υπόγειο.
Οι βιασμοί κι η γενικότερη κακοποίηση γίνονται ρουτίνα επί 80 ημέρες και στις απεγνωσμένες επανειλημμένες ερωτήσεις της μικρής ο ένας άντρας, ο ιθύνων νους όπως αποδείχθηκε αργότερα, απαντά από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι είναι ο σωτήρας της, ότι δήθεν της έχει σώσει τη ζωή. Επενέβη, της είπε, την ώρα που θα την απήγαγε η μαφία κι η οικογένειά της δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να διαθέσει τα απαιτούμενα λύτρα για την ελευθέρωσή της. Και την κρατούσε κρυμμένη από τη μαφία.
Την έβαζε ακόμα και να γράφει γράμματα στη μητέρα της, που βέβαια ποτέ δεν βγήκαν έξω από το σπίτι. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει στο υπόγειο. Η μικρή Σαμπίν, όταν δεν θυματοποιείται, διαβάζει τα μαθήματά της, αφού η απαγωγή της έγινε τόσο γρήγορα που η σχολική τσάντα παρέμεινε στην πλάτη της κι έτσι έχει τα βιβλία μαζί της κι άλλες φορές παίζει για ώρες με ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι τσέπης.
Την αναγκάζουν, όποτε τη βγάζουν από το υπόγειο να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να βλέπει πορνογραφικές ταινίες. Εκτός από τους δύο άντρες στην «παρέα» έχει προστεθεί κι η νοικοκυρά του νέου σπιτιού, σύζυγος του ενός από αυτούς. Το κορίτσι τελικά σώζεται - σχεδόν τυχαία - ύστερα από επιχείρηση της αστυνομίας και μαθαίνει το όνομα του βιαστή και βασανιστή της.