Πρακτικά, αυτό τον κατατάσσει σε μια άλλη κατηγορία, αυτή των αμυλούχων λαχανικών, στην οποία συγκαταλέγονται επίσης τα φρέσκα φασολάκια και το καλαμπόκι. Ανεξάρτητα όμως από την κατηγορία στην οποία ανήκει ο αρακάς, το διατροφικό του προφίλ σίγουρα αξίζει την προσοχή μας.
Ο αρακάς αποτελεί φυτική πηγή πρωτεϊνών, οι οποίες όμως δεν έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε όλα τα απαραίτητα αμινοξέα. Ωστόσο, ο συνδυασμός του με άλλα τρόφιμα φυτικής προέλευσης που περιέχουν πρωτεΐνη, όπως για παράδειγμα το ρύζι ή τα προϊόντα δημητριακών, βελτιώνει τη βιολογική αξία της προσλαμβανόμενης πρωτεΐνης.
Παράλληλα, ο αρακάς είναι πλούσιος σε φυτικές ίνες. Ενδεικτικά, ένα φλιτζάνι βρασμένου αρακά περιέχει 8-9 γραμμάρια φυτικών ινών, ποσότητα που καλύπτει περίπου το 1/3 των ημερήσιων αναγκών ενός ενήλικα. Μάλιστα, περιέχει τόσο αδιάλυτες φυτικές ίνες, οι οποίες βοηθούν στην καλή λειτουργία του εντέρου, όσο και διαλυτές, που έχει φανεί ότι ασκούν καρδιο-προστατευτική δράση, μειώνοντας τα επίπεδα LDL («κακής») χοληστερόλης.
Όσον αφορά στην περιεκτικότητά του σε μικροθρεπτικά συστατικά, ο αρακάς αποτελεί πολύ καλή πηγή φυλλικού οξέος, βιταμίνης Κ και βιταμίνης Α, συστατικών που είναι απαραίτητα –μεταξύ άλλων- για τη σύνθεση του DNA, τη διαδικασία πήξης του αίματος και τη φυσιολογική λειτουργία των ματιών, αντίστοιχα. Είναι επίσης καλή πηγή μετάλλων και ιχνοστοιχείων, όπως το μαγνήσιο, ο φώσφορος, ο ψευδάργυρος και το κάλιο, ενώ παρέχει και σημαντικές ποσότητες βιταμίνης C και άλλων βιταμινών του συμπλέγματος Β.
Τέλος, από τον αρακά δε θα μπορούσε φυσικά να λείπει και πλήθος φυτοχημικών συστατικών, όπως για παράδειγμα πολυφαινόλες, που ασκούν ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, αλλά και άλλες ενώσεις, που σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, ενδεχομένως να ασκούν υπολιπιδαιμική και αντικαρκινική δράση.