Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στη Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να λέω πως είμαι Ελβετός.
Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες.
Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου πέρασα την θρυλική κρητική φιλοξενία.
Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο, έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες.
Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα.
Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα.
Την πλησίασα και..τη ρώτησα:
- Είστε από εδώ;
- Μάλιστα.
- Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς.
Και γράφει ο Κέστνερ:
«Η απάντηση αυτή, μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί».
Απαντά λοιπόν η γυναίκα:
- Παιδί μου, από τη προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ΄41 με ΄44. ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με το μονάκριβο γιο μου.
Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Σαξενχάουζεν.
Δεν ξέρω που είναι θαμμένο το παιδί μου.
Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα.
Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να' ρθουν εδώ κάτω.
Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου...
Πηγή