tromaktiko: Τι προβλέπει η πράξη νομοθετικού περιεχομένου και ποια η συνταγματική της δέσμευση;

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Τι προβλέπει η πράξη νομοθετικού περιεχομένου και ποια η συνταγματική της δέσμευση;



Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών
Οι Φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτοί προσδιορίζονται από το ισχύον «Μητρώο... Φορέων Γενικής Κυβέρνησης» που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, υποχρεούνται να καταθέτουν τα ταμειακά τους διαθέσιμα και να μεταφέρουν τα κεφάλαια προθεσμιακών τους καταθέσεων σε λογαριασμούς ταμειακής διαχείρισης που τηρούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης ή διαδικασίας. 

Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα κεφάλαια που απαιτούνται για την κάλυψη των ταμειακών τους αναγκών για το επόμενο δεκαπενθήμερο, καθώς και τα κεφάλαια που έχουν κατατεθεί από τους ανωτέρω φορείς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Εξαιρούνται επίσης οι Δημόσιες Επιχειρήσεις κατά την έννοια της παραγράφου 5, οι Δημόσιοι Οργανισμοί κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν.3429/2005 (Α' 314) καθώς και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δύνανται να μεταφέρουν τα ως άνω αναφερόμενα κεφάλαια στην Τράπεζα της Ελλάδος για τον ίδιο σκοπό (ΦΕΚ Α 41/20.04.2015).

Με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου ορίζεται απλώς η υποχρέωση των φορέων να καταθέτουν τα ταμειακά διαθέσιμά τους, αλλά δεν επέρχεται άμεση μεταβίβασή τους. Στην ΠΝΠ δεν προβλέπεται έννομη συνέπεια για την παραβίαση της ως άνω υποχρεώσεως. Αρα,όσοι δεν πειθαρχήσουν μπορούν να διωχθούν πιθανώς μόνο για παράβαση καθήκοντος (Π.Κ. 259), ενώ βέβαια υπάρχει η συνταγματική κατοχύρωση (άρθρα 16 και 102), που θα αποτελέσει σοβαρό υπερασπιστικό επιχείρημα υπέρ αυτών που δεν θα πειθαρχήσουν.

Η ΠΝΠ τελεί σε προφανή αναντιστοιχία με τη συνταγματική τάξη, καθώς δεν μνημονεύεται ούτε στο σώμα της ούτε στην αιτιολογία της κανένας λόγος ή εξαιρετική ή απρόβλεπτη περίσταση που οδήγησε στη θέσπισή της. Αντίθετα, η οικονομική αναγκαιότητα της οποίας γίνεται επίκληση μόνον άγνωστη και μόνο αιφνίδια δεν είναι. Παράλληλα, παρεμβαίνει στην οικονομική διαχείριση των πόρων αυτοδιοικούμενων νομικών προσώπων, όπως οι ΟΤΑ και τα ΑΕΙ, κατά παράβαση των συνταγματικών προβλέψεων για οικονομική αυτοτέλειά τους (άρθρο 102 παρ. 2, 16 παρ. 5).Από άποψη ουσίας, η ρύθμιση περιορίζεται σε μία αόριστη, γενικόλογη αναφορά σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.

Οι φορείς μπορεί να μη συμμορφωθούν. Η χρηματοδοτική ανάγκη της Ελλάδας όμως είναι άμεση και επιτακτική, και άρα δεν αποκλείεται η έκδοση νέας ΠΝΠ,διότι η νυν ΠΝΠ καλύπτει τους «πρόθυμους» διοικητές .

Η χρήση της νομοθετικής καταφυγής στις ΠΝΠ πρέπει να επιλέγεται όλως εξαιρετικώς και όταν τούτο επιβάλλεται από επείγοντες λόγους και απρόβλεπτα περιστατικά σύμφωνα με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 44 του Συντάγματος.

Η «Εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη» πρέπει να μνημονεύεται με συγκεκριμένο τρόπο, έστω και περιληπτικά, στο σώμα της ΠΝΠ.Δεν είναι ούτε νόμιμο ούτε ορθό να αντιμετωπίζονται αδιακρίτως και να εντάσσονται στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης νομικά πρόσωπα ή οντότητες, που οι πόροι τους δεν προέρχονται από κρατικές ενισχύσεις ή πόρους αλλά από ιδιωτικά μέσα και πηγές. Ούτε είναι νόμω και ουσία επιτρεπτό να αυξομειώνεται το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης ανάλογα με την εκάστοτε βούληση της εκτελεστικής εξουσίας χωρίς σαφή και ρητή νομοθετική πρόβλεψη, αλλά και χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία. Επί των συγκεκριμένων νομικών προσώπων, το Σύνταγμα επιφυλάσσει αυτοτελή και αυτόνομη διοίκηση.




Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 44 του Συντάγματος 1975/1986/2001,σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης[6] ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 § 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες, ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής. Το άρθρο 44 § 1 προβλέπει την παροχή εξουσιοδότησης στη διοίκηση για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Πρόκειται για συνταγματική (άμεση) και ευρεία, ως προς το περιεχόμενο, εξουσιοδότηση που παρέχεται από το συντακτικό νομοθέτη (εξουσιοδοτούν όργανο) σ΄ ένα σύνθετο όργανο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το υπουργικό συμβούλιο (εξουσιοδοτούμενο όργανο). Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και στοχεύουν στην αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών στο πλαίσιο ομαλών συνταγματικοπολιτικών συνθηκών.

Η κανονιστική εξουσιοδότηση αποκλίνει από την ομαλή ή φυσική λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς το μόνο αρμόδιο όργανο για την έκδοση κανόνων δικαίου αποτελεί το νομοθετικό όργανο, δηλαδή η Βουλή. Συνεπώς, έχει εξαιρετικό χαρακτήρα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την γραμματολογική -και όχι μόνο- ερμηνεία του άρθρου 44 § 1 εδ. α΄ ο συντακτικός νομοθέτης, θέλοντας να αποτρέψει τυχόν αυθαιρεσίες της διοίκησης μέσω της παροχής προς αυτήν υπερεξουσιών, αναφέρει ότι ο εκδιδόμενος κανόνας δικαίου έχει τη μορφή της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, δηλαδή περιέχει μεν νομοθετικές ρυθμίσεις (ρυθμίσεις που εισάγουν, «θέτουν», κανόνες δικαίου), αλλά αυτές δεν παύουν να εντάσσονται στις κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, κατηγορία κανόνων δικαίου που ιεραρχικά έπεται των νόμων.

Μετά την δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αρχίζει το στάδιο της διαδικασίας για την κύρωσή της από τη Βουλή. Η κύρωση υλοποιεί τη σύμπραξη του κοινοβουλίου η οποία, σε αντίθεση με την τακτική εξουσιοδότηση, έπεται της σύμπραξης της διοίκησης. Μετά την έκδοση , δημοσίευση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να καταρτίσει σχετικό νομοσχέδιο και να το καταθέσει στη Βουλή. Η υποβολή του νομοσχεδίου στη Βουλή προς κύρωση, γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 § 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή, ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της βουλής σε σύνοδο.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!