είναι «να μεταρρυθμίσει την γραφειοκρατία του δημοσίου, το οποίο παραμένει αδιαφανές, ανεπαρκές και πελατειακό για δεκαετίες».
Με αυτά τα λόγια ο Christian Odendahl, επικεφαλής οικονομολόγος του –σημαντικότερου ίσως‒ think tank στην Ευρώπη, Center for European Reform (CER), δηλώνει πως ασχέτως της συμφωνίας που μπορεί να υπάρξει μεταξύ Ελλάδας και εταίρων, η χώρα μας πρέπει πρωτίστως να εργαστεί πάνω στο δημόσιο και την γραφειοκρατική του δομή. Δηλαδή, να δοθεί βαρύτητα στην εξυγίανση του δημοσίου τομέα.
Γι’ αυτό ακριβώς και προσθέτει: «Οι διαδοχικές προσπάθειες μεταρρύθμισης έχουν σε μεγάλο βαθμό αποτύχει και η ελληνική γραφειοκρατία εξακολουθεί να υπόκειται σε βαθιά πολιτική επιρροή». Τονίζει, δηλαδή, την βαθιά εμπλοκή των κομματικών μηχανισμών στον δημόσιο τομέα, ζητώντας την άμεση άρση αυτών των εμποδίων.
Καθόλου τυχαία, κατά τη γνώμη του αναλυτή, «από την έναρξη της κρίσης, η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο, για παράδειγμα στην καταπολέμηση της διαφθοράς, αλλά το momentum για αλλαγή είχε ξεθωριάσει, ακόμη και πριν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία». Για να τονίσει: «Το πρόβλημα είναι ότι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να συμβούν χωρίς την ευρεία υποστήριξη από την ελληνική κοινωνία, τους πολιτικούς και τους ίδιους τους γραφειοκράτες -και ακόμη και τότε, δεν θα συμβεί εύκολα, και θα χρειαστεί χρόνος».
Άρα, σύμφωνα με το CER επιζητείται μια ευρεία συμφωνία μεταξύ των πολιτικών φορέων και του (γραφειοκρατικού) δημόσιου τομέα, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Προφανώς, χωρίς να τους κατονομάζει, ο εν λόγω αναλυτής θέτει ως κρίσιμο ζήτημα τον ανεπτυγμένο συνδικαλιστικό γραφειοκρατισμό, ο οποίος «φρενάρει» τις όποιες προσπάθειες μεταρρύθμισης.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο ζητάει διακομματική συνεννόηση – όπως τονίζει σε άλλο σημείο του άρθρου του.
Όπως το Τσαντ και το… Πακιστάν!
«Δεύτερον», συνεχίζει ο ίδιος αναλυτής, «η Ελλάδα έχει ανάγκη από αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις του δικαστικού της συστήματος».
Και τονίζει: «Ένα λειτουργικό νομικό σύστημα βρίσκεται στην καρδιά μιας οικονομίας αγοράς. Ωφελεί τους επιχειρηματίες, τους επενδυτές, τους εξαγωγείς και μειώνει την ανισότητα. Αυτή τη στιγμή χρειάζονται 1.580 ημέρες για να εκτελεστεί μια σύμβαση στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας για την “ευκολία στο επιχειρείν” (ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ διαμορφώνεται στις 540 ημέρες). Αυτό τοποθετεί την Ελλάδα στην 155η θέση από τις 189 χώρες παγκοσμίως, ακριβώς μαζί με το Τσαντ, το Πακιστάν και την Ιταλία».
Για να συμπληρώσει: «Ο ευρύτερος δείκτης του νόμου δικαίου του World Justice Project τοποθετεί την Ελλάδα στο κατώτερο επίπεδο των χωρών με υψηλό εισόδημα, ακριβώς επάνω από τη Ρωσία. Η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης συνήθως διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, και ως εκ τούτου χρειάζεται ευρεία πολιτική και λαϊκή στήριξη για να είναι βιώσιμη».
Όχι άλλη «κρατική οικονομία»
Ο τρίτος τομέας μεταρρύθμισης πρέπει να είναι «η συμμετοχή του κράτους στις αγορές προϊόντων». Όπως τονίζει κάτι τέτοιο «καταπνίγει τον ανταγωνισμό» και ως εκ τούτου «επηρεάζονται οι φορείς χάραξης πολιτικής ώστε να διαμορφώνουν το ρυθμιστικό περιβάλλον προς όφελός τους. Ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας, ενώ είναι χρήσιμος σε ορισμένους τομείς, πρέπει να είναι περιορισμένος για τον ίδιο λόγο: οι έλεγχοι των τιμών και οι κρατικές επιχειρήσεις είναι δυνητικά έδαφος που τροφοδοτεί τις πελατειακές σχέσεις».
Διακομματική συνεννόηση
Ο αναλυτής τονίζει πως τα παραπάνω μπορούν να γίνουν μόνο μέσα από μια διακομματική συνεννόηση: «Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων θα χρειαστεί ελληνικές ιδέες, ελληνική αποφασιστικότητα, ελληνική επιμονή, και όχι εξωτερική πίεση. Η υποστήριξη για μεταρρυθμίσεις πάντα θα είναι απρόθυμη εάν γίνεται με την κάννη ενός όπλου. Η ελληνική αστική κοινωνία και ένας ευρύς συνασπισμός πολιτικών κομμάτων πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συμφωνήσουν σε ένα πακέτο αλλαγής αυτών των θεσμικών οργάνων, τέτοιας που να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων των μελλοντικών εκλογών».
Πηγή