προϊόντα και υπηρεσίες αναμένεται να φέρουν οι προτεινόμενες αλλαγές στους συντελεστές του ΦΠΑ επιφέροντας βαρύ πλήγμα στην αγοραστική δύναμη των πολιτών.
Αυτά συμπεραίνει ανάλυση της ΕΣΕΕ (Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας) σχετικά με τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία από τις αλλαγές στον ΦΠΑ.
Τα συμπεράσματα της ΕΣΕΕ που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα έχουν ως εξής:
-Οι δύο προτάσεις αναμόρφωσης του υφιστάμενου καθεστώτος ΦΠΑ, εκείνη της ελληνικής κυβέρνησης από τη μία, η οποία προβλέπει τη διαμόρφωση τριών συντελεστών ΦΠΑ 6%, 11% και 23%,αλλά και εκείνη των δανειστών μας από την άλλη με 2 μόνο συντελεστές 11% και 23%, αναμένεται να προκαλέσουν κύμα ανατιμήσεων στις τιμές προϊόντων και παρεχόμενων υπηρεσιών. Ειδικότερα,στον κλάδο του Εμπορίου και σε αντίθεση με τα προηγούμενα σενάρια μετάταξης των συντελεστών ΦΠΑ, τα οποία διακρίνονταν για τον ελαστικότερο χαρακτήρα τους, θα καταγραφούν σημαντικές αυξήσεις σε κατηγορίες προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. Σύμφωνα με την ελληνική πρόταση, τα οφέλη που προκύπτουν από τις ανεπαίσθητες μειώσεις των τιμών σε κάποια βασικά είδη διατροφής (από το 13% στο 11%) όπως και η πρόβλεψη διατήρησης ενός μειωμένου συντελεστή 6%, εκτιμάται πως θα εξανεμιστούν πλήρως από τη μετάταξη όλων των τυποποιημένων και συσκευασμένων προϊόντων (κυρίως σε Supermarkets) στον υψηλό συντελεστή 23%, επιβαρύνοντας οριζόντια το καταναλωτικό κοινό. Η μεσοσταθμική αύξηση σε βασικά είδη διατροφής θα κυμανθεί μεταξύ 8% - 10%, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονείται το γεγονός πως σε περίπτωση κατάργησης του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου (μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ κατά 30%), η παραπάνω επιβάρυνση θα προσεγγίσει το 13%. Η πρόβλεψη συλλογής φορολογικών εσόδων μεγέθους 18,87 δις ευρώ από το ΦΠΑ, αυξημένων κατά 1,36 δις ευρώ σε σύγκριση με το υπάρχον καθεστώς, θα αποτελέσει ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στην προσπάθεια τόνωσης της καταναλωτικής δαπάνης και ανάταξης της πραγματικής οικονομίας. Ηπιότερη διαφαίνεται η πρόταση των δανειστών όπως αυτή αποτυπώνεται μέσω της εφαρμογής ενός ενιαίου συντελεστή 11% για όλα ανεξαιρέτως τα τρόφιμα και ενός υψηλού συντελεστή 23% για τα λοιπά προϊόντα και υπηρεσίες που εντάσσονται στον κλάδο του Εμπορίου, μειώνοντας ελαφρώς τα προσδοκώμενα κρατικά έσοδα (17,43 δις ευρώ). Παρόλα αυτά και σε αυτή την περίπτωση μεγάλοι χαμένοι θα είναι οι κάτοικοι της νησιωτικής Ελλάδας, οι οποίοι θα βιώσουν μία δραματική συρρίκνωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματός τους.
-Ακόμη μία φορολογική μεταρρύθμιση σχεδιάζεται στη βάση εισπρακτικών κριτηρίων και υπό την πίεση επίτευξης δημοσιονομικών στόχων, χωρίς καμία πρόβλεψη για τη διασφάλιση αναπτυξιακών προοπτικών που θα συντελούσαν στην αποτελμάτωση της ελληνικής οικονομίας. Η παροχή κινήτρων τόνωσης της καταναλωτικής δαπάνης σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση και τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης (ηλεκτρονικές διασταυρώσεις των δηλωθέντων στοιχείων, λογισμικά ανίχνευσης και πάταξης της φοροδιαφυγής ιδίως στο ΦΠΑ, η διασύνδεση των ταμειακών με τη ΓΓΠΣ κ.α.) εκτιμάται πως θα συνεισφέρει ουσιωδώς στην εξασθένιση του κινήτρου της φοροδιαφυγής και στην εμπέδωση της στοιχειώδους φορολογικής συνείδησης που πρέπει να διακρίνει το σύνολο των υπόχρεων φυσικών προσώπων.
-Παρόλα αυτά η ενδεχόμενη κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά θα αποτελέσει ένα αδυσώπητο χτύπημα για τη νησιωτική Ελλάδα και την εθνική οικονομία εν γένει. Θα πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη καθιέρωσης ενός ευνοϊκότερου καθεστώτος, όσον αφορά τη διαμόρφωση των συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά, προκειμένου οι κάτοικοί τους να μπορούν να ανταπεξέλθουν στο συγκριτικά αυξημένο σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα κόστος διαβίωσης που αντιμετωπίζουν.
-"Πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο μειωμένος ΦΠΑ δε θεσπίστηκε με βάση ούτε χαριστικά αλλά ούτε και επιλεκτικά κριτήρια, αλλά αντισταθμίζει τα έξοδα που καταβάλλονται για τη μεταφορά προϊόντων από και προς την ηπειρωτική Χώρα, το κοινώς γνωστό ως «θαλάσσιο μεταφορικό ισοδύναμο». Κατά γενική παραδοχή η οικονομική δομή των κοινωνιών αυτών, βρίσκεται σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας, εξαιτίας του υψηλού κόστους μεταφοράς, ενώ τα διάσπαρτα νησιά του Αιγαίου είναι απόλυτα εξαρτημένα από τις μεταφορές των προϊόντων σε αυτά" όπως σημειώνει η ΕΣΕΕ.
-Η επικείμενη αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ στον κλάδο του τουρισμού (από 6,5% στο 11%) σε συνδυασμό με την εκτόξευση του ΦΠΑ στο 23% στον κλάδο της εστίασης , θα οδηγήσουν στην απεμπόληση πληθώρας εθνικών ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και στην ασύμμετρη επιβάρυνση του μέσου καταναλωτή. Πιο αναλυτικά και με βάση τα στοιχεία της ΕΣΕΕ, μπορεί η υιοθέτηση συντελεστή ΦΠΑ 11% στον κλάδο του τουρισμού και 23% σε εκείνον της εστίασης να επιφέρει αθροιστική αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 784,72 εκ. ευρώ (πρόταση δανειστών), το πλήγμα όμως που θα υποστεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και η αγορά εν γένει θα είναι μη αναστρέψιμο. "Ας ελπίσουμε πως θα πρυτανεύσει εν τέλει η λογική και θα εισακουστούν τα αιτήματα των εκπροσώπων της αγοράς περί μετάταξης στο μειωμένο συντελεστή 11%και των παρεχόμενων υπηρεσιών στον κλάδο της εστίασης (πρόταση ελληνικής Κυβέρνησης)" αναφέρει η ΕΣΕΕ.
-Η επιβολή συντελεστή ΦΠΑ 23% αναμένεται πως θα προκαλέσει κατακόρυφη άνοδο και στο κόστος των οδικών και ακτοπλοϊκών μεταφορών. Είναι δεδομένο πως η αύξηση του σχετικού φόρου θα μετακυλιστεί αποκλειστικά και μόνο στο επιβατικό κοινό (επιβάρυνση ταξιδιωτών κατά 519,17 εκ. ευρώ με βάση τα στοιχεία που παρατίθενται στους πίνακες που ακολουθούν), προκαλώντας μείωση της ζήτησης και την επακόλουθηαπεμπόληση των επιπρόσθετων κρατικών φορολογικών εσόδων.