tromaktiko: Κύριε Πρωθυπουργέ: Θα αφήσετε οπωσδήποτε "ιστορία" - Το θέμα είναι τι είδους «ιστορία» θα είναι αυτή…

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Κύριε Πρωθυπουργέ: Θα αφήσετε οπωσδήποτε "ιστορία" - Το θέμα είναι τι είδους «ιστορία» θα είναι αυτή…



Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης 
Κύριε πρωθυπουργέ, ο ελληνικός λαός, στις 25 Γενάρη του 2015, έκανε με...
τη ψήφο του μια ουσιαστική τομή στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, με το να μη διστάσει να εμπιστευθεί τη διακυβέρνηση της χώρας, σε μια κυβέρνηση με κορμό ένα κόμμα που, τουλάχιστον ίσαμε τότε, δεν εξέφραζε παρά ένα κομμάτι του ευρύτερου Αριστερού κόσμου, και μάλιστα όχι το πολυπληθέστερο, συνεπώς, στο επίπεδο του συνολικού εκλογικού σώματος, δεν εξέφραζε παρά μια ισχνή μειοψηφία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, γιγαντώθηκε, πράγματι, με την επιλογή του, ως πολιτικής δύναμης και κόμματος εξουσίας, από μεγάλα τμήματα μη Αριστερών ψηφοφόρων πολιτών, κυρίως δε, πολιτών που προέρχονται από το κεντροαριστερό και όχι μόνο χώρο.

Αυτός ο λαός, κύριε πρωθυπουργέ, υπό την πίεση και την καταπίεση μιας κατάστασης που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «Οικονομική Κρίση», ουσία δε υπό την πίεση και καταπίεση μιας κατάστασης που εκφράζει την καθολική πολιτική κατάρρευση της Ελληνικής Δημοκρατίας και των θεσμών της, την κατάρρευση της οποίας η «Οικονομική Κρίση» αποτέλεσε την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ενός παρηκμασμένου από πολύ καιρό πριν πολιτικού συστήματος, ιδίως αυτό της εξουσίας, αυτός λοιπόν ο λαός, πήρε την μεγάλη απόφαση, αφού προηγούμενα κοίταξε γύρω του και διαπίστωσε ότι ο παλαιοκομματισμός ήδη κείτονταν ερειπωμένος, και είπε στις 25 Γενάρη : «Δεν μου μένει άλλο τούτη τη στιγμή, παρά να εναποθέσω τις ελπίδες μου σε όλους εκείνους που δηλώνουν αντιμνημονιακοί, δηλώνουν άφθαρτοι από την εξουσία διότι ποτέ ίσαμε σήμερα δεν είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης του τόπου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, που δηλώνουν πως όλες αυτές οι θεωρίες περί μονοδρόμων και περί «πάση θυσίας» υποταγής και αποδοχής ακόμα και ενός κοινωνικού ολοκαυτώματος εν ονόματι της διάσωσης του (γερμανικού) ευρώ και της θέσης μας σ’ αυτό, δεν αποτελούν παρά υπεκφυγές και προφάσεις για να αποκρυβεί η ιδεολογική και πολιτική ταύτιση των μνημονιακών κυβερνήσεων με την νεοφιλελεύθερη Νέα Τάξη Πραγμάτων που σαρώνει την Ευρώπη, και ότι υπάρχει ένας άλλος δρόμος που μπορεί και μέσα στην ευρωζώνη να μας κρατήσει οικονομικά ζωντανούς και άλλες κοινωνικά δικαιότερες και αναπτυξιακά πιο ωφέλιμες πολιτικές να επιδιωχθούν και μάλιστα να αξιωθούν».

Σε γενικές γραμμές, κάπως έτσι σκέφτηκε ο μέσος πολίτης, και αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη στροφή : να φέρει στην κυβέρνηση τα δυο από τα πιο μαχητικά αντιμνημονικά κόμματα της Βουλής, που υπόσχονταν ότι είχαν και όραμα και σχέδιο για μια άλλη πολιτική έξω από τα Μνημόνια, μια πολιτική κοινωνικά δίκαιη και όχι μονάχα σκληρή, ταυτόχρονα αναπτυξιακή, και σε κάθε περίπτωση, την απόδοση ευθυνών για τη διάπραξη του εθνικού εγκλήματος της πτώχευσης της χώρας, εκεί όπου θα διαπιστώνονταν ότι υπήρχαν τέτοιες ευθύνες. Και βεβαίως, το μέγα ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου χρέους, με προηγούμενη έρευνα για το πώς δημιουργήθηκε, και ποιο απ’ αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παράνομο και επαχθές, ώστε να επιδιώκονταν η διαγραφή του.

Από τις 25 Γενάρη ίσαμε σήμερα, υπήρξαν λίγες αλλά καθοριστικές εξελίξεις, με πιο σημαντική αυτή του δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου, στο οποίο ο ελληνικός λαός, με συντριπτική πλειοψηφία και με μεγάλη απόσταση από την αντίθετη άποψη, έδωσε την εντολή στη κυβέρνηση να μη γίνουν δεκτές οι τότε προτάσεις των δανειστών μας, και να προχωρήσει σε συμφωνία με τα χαρακτηριστικά που μόλις παραπάνω αναφέρθηκαν. Αυτό ήταν το περιεχόμενο της εντολής (και όχι συμβουλής ή «γνώμης» του λαού : θυμίζω στο δημοψήφισμα ζητούνταν «έγκριση») του δημοψηφίσματος, του «ΟΧΙ», που ήρθε να ενισχύσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, μα και τις ίσαμε εκείνη τη στιγμή θέσεις της.

Το τι συνέβη αμέσως μετά το δημοψήφισμα, είναι σε όλους μας γνωστό. Το «ΟΧΙ» εκλήφθηκε ως να είχε υπερισχύσει το «ΝΑΙ», και κατ’ ουσίαν μετουσιώθηκε αλλοτριούμενο σε «ΝΑΙ» (στις αξιώσεις των δανειστών), και η κυβέρνηση εμφανίστηκε ώριμη να υποταγεί σε μια εντελώς νέα και ακόμα χειρότερη από τις προηγούμενες μνημονιακή πολιτική και προς την αντίθετη κατεύθυνση από τις δύο νωπότατες λαϊκές εντολές που είχε λάβει, στις 25/1 και 5/7, μια πολιτική γραμμένη ξανά από τους δανειστές μας, και με εκτελεστές, τούτη τη φορά, μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά.

Αυτό που μένει ακόμα αναπάντητο κύριε Πρωθυπουργέ, είναι, τι ακριβώς συνέβη τη νύχτα της 5ης Ιουλίου και τα αμέσως επόμενα εικοσιτετράωρα, ίσαμε τις 13 Ιουλίου, όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση Κορυφής για το ελληνικό πρόβλημα, και που ουσιαστικά οδήγησε στο 3ο Μνημόνιο. Μένω σ’ αυτό το διάστημα, διότι κάθε άλλο «σενάριο» που θα οδηγούσε χε προηγούμενη χρονική περίοδο, θα πήγαινε την κουβέντα προς όλως διόλου άλλη κατεύθυνση και με όλως διόλου άλλο περιεχόμενο.

Κύριε πρωθυπουργέ, το νέο αυτό Μνημόνιο, είναι αλήθεια πως δηλώσατε ότι δεν σας εκφράζει, είναι αλήθεια πως δηλώσατε ότι είναι προϊόν εκβιασμών, πως ήταν ή αυτό ή μια άτακτη χρεοκοπία της χώρας και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, πως υπό τις συνθήκες αυτές ήταν μονόδρομος, αλλά, από την άλλη, πετύχατε να συζητηθεί το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους και να ληφθεί και αναπτυξιακό πακέτο.

Θέλω να είμαι έντιμος μαζί σας.

Αυτά τα επιχειρήματα, είναι τα ίδια της προηγούμενης κυβέρνησης του κ. Αντώνη Σαμαρά, όταν ερωτάτο πώς και γιατί «εξαφανίστηκαν» τα περίφημα «18 σημεία» του Ζαππείου.

Η ουσία που μένει από την επιχειρηματολογία της κυβέρνησής σας, κύριε πρωθυπουργέ, είναι τούτη : τελικώς, με τη μια ή την άλλη δικαιολογία, τα Μνημόνια είναι Μονόδρομος, και κάθε άλλη εναλλακτική, τουλάχιστον «επί του παρόντος» δεν είναι εφικτή και «ρεαλιστική». Και μιας και τα Μνημόνια φρόντισαν να ρυθμίσουν τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας ίσαμε το 2050, 2060 και 2070, διερωτάται κανείς, αν μένει τίποτα άλλο να κάνει η οποία μνημονιακή κυβέρνηση, όπως οι προηγούμενες και τώρα η δική σας, πέρα από το ναι διαχειρίζεται στο άμεσο και απώτερο -αν παραμείνουν σε ισχύ τα Μνημόνια- μέλλον. Επομένως εδώ, τίθεται και το ερώτημα, στις εκλογές που σεις δρομολογήσατε με την χτεσινή παραίτηση της κυβέρνησής σας, με ποιο ακριβώς «πρόγραμμα» θα κατέβετε και θα ζητήσετε τη ψήφο του λαού. Τι θα πείτε το λαό; Ότι θα παλαίψετε το Μνημόνιο που μόλις πριν λίγες μέρες ψηφίσατε να εφαρμοστεί με συνέπεια, (να υπενθυμίσω δε, ότι επιτεθήκατε με δριμύτητα εναντίον των βουλευτών σας που το καταψήφισαν), ότι θα «προσπαθήσετε» να το εφαρμόσετε με όσο πιο «ανώδυνο» και «δίκαιο» τρόπο για τους «ασθενέστερους» συμπολίτες μας, (διερωτώμαι : με την έγκριση των δανειστών μας ή αγνοώντας τους;), ή ότι θα προσπαθήσετε να το αλλάξετε; (Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «καταργήσετε»).

Κύριε πρωθυπουργέ, η κυβέρνησή σας, είχε προάγει σε σύμβολο και σημαία του αγώνα της και της ύπαρξής της στην εξουσία, το ηθικό πλεονέκτημα του κόμματός σας, μα και της Αριστερής σας ιδεολογίας : η Αριστερά, και βεβαίως και σεις, υπόσχονταν ένα νέο ήθος και ύφος εξουσίας, και βεβαίως, την εγγενή διάθεση ανιδιοτελούς προσφοράς, χωρίς να προτάσσει την κατοχή της εξουσίας ως ένα σκοπό per se.

Από την άλλη, αποτελεί στοιχείο αυτής της «ηθικής ανωτερότητας» το να αναγνωρίζει κάποιος ότι δεν εκτίμησε σωστά τις δυνατότητές του και τις δυνάμεις του όταν έδινε υποσχέσεις αγωνιστικότητας εναντίον της Αθλιότητας. Το ανέντιμο βρίσκεται, αφού χάρη σ’ εκείνες τις υποσχέσεις κατέλαβε την εξουσία, να συνεχίσει να τη διατηρεί χάρη σε υποσχέσεις που πλέον δεν μπορούν να τηρηθούν και που αν ήταν εξ αρχής γνωστό στους πολίτες αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων, είναι βέβαιο ότι δεν θα έκαναν την ίδια πολιτική επιλογή. Βεβαίως οι εκλογές που προκηρύξατε, αποδεικνύουν ότι δεν δικαιούσθε μιας τέτοιας μομφής, αφού πράγματι, καταφεύγετε στη κρίση του λαού για τις αποφάσεις που λάβατε μέχρι σήμερα (ή δεν λάβατε). Αποτελεί στοιχείο εντιμότητας το να παραδίδεις την εξουσία όταν διαπιστώνεις ότι δεν μπορείς να αντιταχθείς στην Αθλιότητα, και ταυτόχρονα αρνείσαι να συνεργαστείς μαζί της, εν ονόματι του όποιου επιχειρήματος «ρεαλισμού» και αποδοχής της «ανωτερότητας»  του αντιπάλου. Το να υποχωρείς, δεν είναι πάντα υποτιμητικό και ανέντιμο. Όμως, και πάλι, μένει ένα «κενό» εδώ, στην επιχειρηματολογία αυτή. Ζητάτε μέσω της ψήφου του λαού, τη νομιμοποίηση της κορυφαίας πολιτικής και κυβερνητικής σας επιλογής, αυτή της επιβολής ενός νέου Μνημονίου, κόντρα στη δεδηλωμένη και εκφρασμένη πολύ πρόσφατα (25/1, 5/7) διπλή εντολή του λαού, με πολύ ξεκάθαρο τρόπο, με τις οποίες αξίωνε το τέλος της λιτότητες και της μνημονιακής βαρβαρότητας. Το γεγονός ότι η πολιτική σας ευαισθησία κύριε πρωθυπουργέ, εκδηλώνεται αφού πρώτα παραβιάσατε την παραπάνω ξεκάθαρη εντολή, αφού πρώτα επιβάλατε ό,τι δεν είχατε λάβει ως εντολή, το γεγονός ότι έρχεστε εκ των υστέρων, να ζητήσετε την λαϊκή επιβεβαίωση της παραπάνω επιλογής σας, αυτό είναι κάτι που θέτει υπό συζήτηση το συζητούμενο εδώ κριτήριο του «ηθικού πλεονεκτήματος» της Αριστεράς, διότι όλη αυτή η μεθόδευση, μου φαίνεται ακόμα χειρότερη από τη μέχρι τώρα τακτική, που βασίζονταν στο να υπόσχονται τα μνημονιακά κόμματα εξουσίας προεκλογικά το «σκίσιμο» των Μνημονίων, απλά για να επιβάλλουν κατόπιν καινούργια και επαχθέστερα.

Κύριε πρωθυπουργέ, αποδεχτήκατε την ήττα, είναι αλήθεια, στον αγώνα σας εναντίον των «θεσμών». Όμως, δεν είστε σεις ο ίδιος που μιλήσατε για εκβιασμούς; Και οι εκβιασμοί δεν προϋποθέτουν άραγε εκβιαστές; Και τι είδους εκβιασμός ήταν αυτός; Δεν είναι ο εκβιασμός που σας οδήγησε στην υπογραφή του δικού σας, πρώτου «κόκκινου» Μνημονίου και του τρίτου και πλέον επονείδιστου, όπως σας κατηγορεί σύμπασα η αντιπολίτευση, κατά σειράν από το 2010; Και δεν είναι ακριβώς αυτά τα Μνημόνια, τα οποία εσείς προσωπικά κύριε πρωθυπουργέ, αλλά και το κόμμα σας, (αναφέρομαι στο τμήμα εκείνο που δεν αποδέχτηκε το νέο Μνημόνιό σας), κατακεραυνώνατε ως κοινωνικά σκληρά και άδικα, ως ταφόπλακες της προοπτικής της οικονομικής ανάκαμψης της οικονομίας μας, ως αντισυνταγματικά, ως παράνομα, ως εξευτελιστικά των δημοκρατικών πολιτειακών θεσμών της χώρας και της λειτουργίας τους, αλλά και ως καταλυτικά της ίδιας της δημοκρατίας μας; Και δεν είναι ακριβώς αυτά τα Μνημόνια, τα οποία χαρακτηρίζατε ως το «φάρμακο που σκοτώνει» τον «ασθενή», η «λάθος συνταγή» ακόμα και με τη μαρτυρία των ίδιων των βιαστών της Ελληνικής Δημοκρατίας και του ελληνικού λαού;

Πώς λοιπόν κύριε πρωθυπουργέ, θα διαχειριστείτε από εδώ και πέρα το «ηθικό σας πλεονέκτημα», και για πόσο αλήθεια καιρό εκτιμάτε ότι θα το καταφέρετε αυτό; Και το κυριότερο : πόσο νομίζετε ότι πλέον, «έχει πέραση» στο κόσμο αυτό το επιχείρημα;

Κύριε πρωθυπουργέ, για λόγους κατανοητούς σε σας, εννοώ, λόγους «ρεαλισμού», προφανώς σας υποχρέωσαν να κάνετε την μεγάλη κυβίστηση, που ίσαμε τα χτες, με μεγάλη ευκολία την αποδίδατε στους μνημονιακούς σας αντιπάλους, όμως, τόφερε η ώρα, να βρίσκεστε στο ίδιο στρατόπεδο μ’ αυτούς, μάλιστα δε, το δικό σας Μνημόνιο, πέρασε από τη Βουλή, με τη στήριξη των ψήφων των παλαιών μνημονιακών κομμάτων, αφού μεγάλο τμήμα του κόμματός σας, επέμενε να μείνει πιστό στην εντολή που έλαβε δύο φορές, μέσα σε έξη μήνες.

Ήδη, με τη ψήφιση του νέου Μνημονίου, πριν λίγες μέρες, με διαδικασίες το ίδιο ευτελιστικές και εξευτελιστικές για την ελληνική Βουλή, κύριε πρωθυπουργέ, κυβερνάτε με ένα όλως διόλου διαφορετικό πρόγραμμα από εκείνο που εκλεχτήκατε. Πέντε τώρα χρόνια, μαζί με σας και άλλες αντιμνημονιακές πολιτικές και κοινοβουλευτικές δυνάμεις ίσαμε τα χτες, αποκαλούσαμε, τις μνημονιακές κυβερνήσεις, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ως κοινωνικά ανομιμοποίητες, και ότι επέβαλαν πολιτικές για τις οποίες ουδέποτε έλαβαν τη λαϊκή εντολή, ότι τις επέβαλαν με υφαρπαγμένη ψήφο, σε ό,τι δε με αφορά, δεν τις θεωρούσα μονάχα κοινωνικά ανομιμοποίητες, μα και συνταγματικά, διότι πουθενά το Σύνταγμα δεν θεωρεί νομιμοποιημένη μια κυβέρνηση και διαθέτουσα τη δεδηλωμένη, που κυβερνά με βάση το ψέμα και την υφαρπαγή της ψήφου.

Κύριε πρωθυπουργέ, αναμφίβολα, καταφέρατε ένα μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία της Αριστεράς στη χώρα μας και την Ευρώπη. Σας το λέγει ένας άνθρωπος, που δεν ανήκει -εδώ και καιρό- «κατ’ αποκλειστικότητα» σε κανένα ιδεολογικό χώρο. Όμως, ως πολίτης, λέω ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας του πολιτικού μας συστήματος συνολικά, και εκείνου που ασκεί την εξουσία ειδικότερα, είναι ένας ζωτικής σημασίας παράγοντας για την πορεία της χώρας προς την πρόοδο και την ευημερία. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όμως, ας παραμείνω στα καθ’ ημάς. Ήρθατε στην κυβέρνηση με πολύ μεγάλες προσδοκίες από το λαό, πως στο πρόσωπό σας ίσως θα ήταν δυνατό να βρει αυτή την αξιοπιστία, αυτό το χαμένο «πρέπον» ήθος και ύφος του πολιτικού λόγου, που πλέον τη θέση του έχει πάρει ο πολιτικός αμοραλισμός. Αυτή τη προσδοκία, κύριε πρωθυπουργέ, την διαψεύσατε.

Ο λαός, γι’ ακόμα μια φορά, βρίσκεται με το σύνολο των, με βάση του σημερινούς συσχετισμούς, κοινοβουλευτικών δυνάμεων, απέναντί του. Σε όλη τη μνημονιακή περίοδο, υπήρχαν δύο πλειοψηφίες : μία της κοινωνίας, που ΠΟΤΕ δεν αποδέχτηκε την αδικία και την επιλεκτική σε βάρος των συνήθων υποζυγίων σκληρότητα των Μνημονίων, και μια κοινοβουλευτική, που επέβαλε αυτές ακριβώς τις σκληρές και άδικες μνημονιακές πολιτικές, κατ’ εντολήν των δανειστών, και χωρίς ποτέ να έχουν λάβει τέτοια εντολή από το λαό : δεν είναι τυχαίο, ότι ΟΛΑ τα Μνημόνια, επιβλήθηκαν ΧΩΡΙΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΕΓΚΡΙΘΕΙ ΜΕ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΨΗΦΟ.

ΟΛΑ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΥΦΑΡΠΑΓΜΕΝΗ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΨΗΦΟ.

Περιλαμβανομένου και του τρίτου Μνημονίου.

Δεν βλέπω τίποτα το «Αριστερό» σ’ αυτό. Αντίθετα, αναβιώνουν στη μνήμη μου οι αλήστου μνήμης «μέρες του ‘81», τότε, που υπό μια άκρατη αριστερή ρητορική, το τότε ΠαΣοΚ κατελάμβανε την εξουσία στη χώρα μας για πρώτη φορά. Ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου τα συνθήματα «Αλλαγή» και η «Ελλάδα στους Έλληνες». Η εξέλιξη των πραγμάτων είναι γνωστή. Νομίζω ότι για πολύ καιρό θα ηχούν στ’ αυτιά μου και το «Πρώτη φορά Αριστερά» στη κυβέρνηση της χώρας, και για πολύ καιρό θα διερωτώμαι τι συνετέλεσε στο να μεταβληθεί η πολύ προσεκτικά συντηρούμενη για δεκαετίες «Αριστερή προοπτική», ως προοπτική κυβερνητικής εξουσίας, σε ένα τόσο σύντομο αφήγημα, το οποίο ήδη κάποιοι μπορεί να αποκαλούν «μύθο», άλλοι δε, διόλου ευγενείς, «ανέκδοτο». Ήδη, στα καφενεία και στις γειτονιές, κάθε αναφορά στο «Αριστερή» κυβέρνηση, αντιμετωπίζεται με κάποια χαμόγελα συγκατάβασης όταν δεν είναι ειρωνικά, και βεβαίως θλίψης και μελαγχολίας σε όσους, Αριστερούς ή μη, είχαν ελπίσει ότι θα έβλεπαν κάποια εμφανή διαφορά από τον παλαιοκομματισμό. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου, κύριε πρωθυπουργέ, διαβεβαιώσεις σας, όχι πολλούς μήνες πριν, μα ουσιαστικά, λίγες μέρες πριν τη «συμφωνία» που έγινε στη τελευταία συνάντηση Κορυφής, με τις οποίες κατακεραυνώνατε όποιον ομιλούσε περί ενός «ενδεχομένου» νέου Μνημονίου. Δεν ήσασταν άραγε εσείς που μόλις στις 13 Ιουλίου του 2015, για να πάρω μια ημερομηνία στη τύχη, απαντώντας στον βουλευτή του ΚΚΕ Θανάση Παφίλη, στη Βουλή, διαβεβαιώνατε ότι δεν θα υπάρξει νέο Μνημόνιο; Δεν ήσασταν εσείς άραγε που στη πλατεία Συντάγματος στις 3/7 μιλούσατε για «νίκη της Δημοκρατίας», για το «μήνυμα αξιοπρέπειας» που έστελνε ο κόσμος που ήταν εκεί συγκεντρωμένος, για την «αγωνία για ζωή», για την «αγωνία για αισιοδοξία», για «τη τόλμη και την αποφασιστικότητά μας να πάρουμε τη τύχη στα χέρια μας», σεις δεν λέγατε σ’ εκείνη την ομιλία σας ότι «σήμερα γιορτάζουμε να ξεπεράσουμε το φόβο και τους εκβιασμούς», σεις δεν λέγατε σ’ εκείνη την ομιλία σας, ότι το μήνυμα του δημοψηφίσματος θα ήταν «να μείνουμε με αξιοπρέπεια στην Ευρώπη», «να είμαστε ίσοι έναντι ίσων στην Ευρώπη», σεις δεν ήσασταν εκείνος που σ’ εκείνη την ομιλία σας επαναλάβατε το συχνά από σας επαναλαμβανόμενο ότι «τα τελεσίγραφα ενίοτε επιστρέφονται», σεις δεν ήσασταν εκείνος που καλούσατε τον κόσμο σ’ εκείνη την ομιλία σας «να ξαναγράψουμε ιστορικές στιγμές», σεις δεν καλούσατε τον κόσμο να γυρίσει «τη πλάτη σ’ αυτούς που σας τρομοκρατούν καθημερινά», σεις δεν λέγατε «έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας, θα νικήσουμε», σεις δεν λέγατε σ’ εκείνη την ομιλία σας, «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», «οι εκβιασμοί και οι απειλές ηττήθηκαν»; ΤΙ ΕΓΙΝΑΝ ΟΛΕΣ ΑΥΤΑ ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝ ΓΙΝΟΝΤΑΝ ΠΡΑΞΗ ΘΑ ΕΚΑΝΑΝ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΛΙΟΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟ; ΣΕ ΠΟΙΟ ΦΟΥΡΝΟ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ ΣΕ ΠΟΙΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ, ΚΑΗΚΑΝ;

Όμως, κύριε πρωθυπουργέ, αυτή η «διαφορά» δεν επιτεύχθηκε.

Αντίθετα, και όχι άδικα ίσως, οι μνημονιακές δυνάμεις, καλωσόρισαν στον «ρεαλισμό», και ουσιαστικά στο «κλαμπ» τους, ένα νέο μέλος.

Τι θα οφείλατε να πράξετε κατά τη γνώμη μου;

Θα έπρεπε να παραδώσετε άμεσα τη διακυβέρνηση της χώρας στο προηγούμενο κυβερνητικό σχήμα, που αναμφίβολα θα έβρισκε και νέους εταίρους στη νέα Βουλή, όπως είναι τρεχόντως διαμορφωμένη. Και αν δεν θέλατε να οδηγήσετε τη χώρα σε άτακτη χρεοκοπία όπως λέτε, ελλείψει άλλης εναλλακτικής, τουλάχστον, ας μην την οδηγούσατε εσείς στο τρίτο Μνημόνιο. Και η παραίτηση, είναι μια επιλογή, και ακόμα - ακόμα, μια στρατηγική. Έχω ισχυριστεί πολλές φορές, ότι οι δανειστές μας, περισσότερο απ’ όλα φοβούνται να μην υπάρχει συνομιλητής απέναντί τους. Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε στα σοβαρά να κατηγορήσει μια Αριστερή κυβέρνηση ότι παραιτήθηκε αρνούμενη να υπογράψει νεοφιλελεύθερες πολιτικές; Ή μήπως πλέον, ανάμεσα σε άλλα που πλέον δεν ισχύουν, έπαψε να ισχύει και εκείνο το «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»; Επίσης, θα μπορούσατε να θέσετε ένα ξεκάθαρο ερώτημα στο λαό, υπό μορφή δημοψηφίσματος, αν τέλος πάντων, επιθυμεί μια έξοδο ή όχι από το ευρώ, για να τελειώνει ένα ζήτημα, το οποίο πρόσκαιρα μονάχα παρακάμφθηκε, αφού θεωρώ ότι θα αναδυθεί ξανά, με την ίδια αν όχι με μεγαλύτερη ένταση, στην επόμενη, μετά ίσως δύο ή τρία χρόνια διαπίστωση ότι κι αυτό το πρόγραμμα υπήρξε ένα «λάθος», όπως ήδη προαναγγέλλεται από κάποιους, οπότε και τότε εν όψει της «ανάγκης» επιβολής ενός νέου «προγράμματος διάσωσης», ενός νέου δηλαδή Μνημονίου, θα ακουστεί και πάλι η φοβερή απειλή περί Grexit, και νέες συζητήσεις περί μονοδρόμων και νέων «μέτρων» θα ακουστούν, και λέγοντας «νέα μέτρα», όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για το άνοιγμα νέων οικονομικών και κοινωνικών κρεματορίων, για να πετάξουμε μέσα, μερικές ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες φρέσκια σάρκα.

Και ξέρετε κάτι κύριε πρωθυπουργέ;

Σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση των πραγμάτων, την επομένη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, αν αξιοποιούσατε πράγματι το σύνολο των εθνικών και γεωστρατηγικών μας όπλων, βρισκόσασταν σχεδόν αγκαλιά με τη νίκη. Οι «αντίπαλοί» μας, ήταν περισσότερο φοβισμένοι από μας από ένα Grexit, διότι το κόστος γι’ αυτούς, θάταν απείρως μεγαλύτερο από το δικό μας, και βεβαίως, πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι ίδιοι υπολόγιζαν. Αν πράγματι δεν είχαν να χάσουν παρά πάρα πολύ λίγα, κύριε πρωθυπουργέ, δεν θα κατέβαλαν τέτοια προσπάθεια να μας κρατήσουν στο ευρώ, και κυρίως, σώνει και καλά, να επιβαρύνουν κι άλλο τους δικούς τους φορολογούμενους, για να μας προσφέρουν ένα νέο πρόγραμμα, στην αποτελεσματικότητα του οποίου κανείς τους δεν πιστεύει, όπως δεν πιστεύουν ότι τελικώς δεν θα χάσουν και χρήματα. Και κυρίως, δεν θα αφιέρωναν στο «ελληνικό πρόβλημα» ένα πρωτόγνωρο μαραθώνιο συνεδρίασης σε επίπεδο Κορυφής, για να σας πείσουν σώνει και καλά να δεχθείτε ένα τρίτο Μνημόνιο. Αλλά, αυτό που εγώ εκτιμώ ότι συνέβη, είναι πως οι δανειστές μας, διαπίστωσαν με κάποιο τρόπο, ότι η ελληνική κυβέρνηση φοβόταν περισσότερο και από τους ίδιους, τις δικές της απειλές, τις οποίες διέγνωσαν πιθανότατα και ως ουσιαστικά «άσφαιρες», όσο οι ελληνικές θέσεις δεν αμφισβητούσαν το «πάση θυσία συμφωνία εντός ευρώ». Αυτό το «πάση θυσία», αφόπλισε ουσιαστικά την ελληνική πλευρά. Πολύ λογικά σκέφτηκαν, πώς αφού «πάση θυσία» δεν πρόκειται η Ελλάδα να αποχωριστεί από το ευρώ, αυτό σημαίνει ότι πάση θυσία θα δεχτεί τελικώς ό,τι της επιβάλλουμε. Κι αυτό έπραξαν, καμώνοντας ταυτόχρονα πως δεν τους ενδιαφέρει και μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ακόμα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως αυτό το «πάση θυσία», ακόμα και αν υπήρχε ως αμετακίνητος στόχος, έπρεπε για λόγους στρατηγικής και τακτικής, να καλλιεργηθεί η πεποίθηση στην άλλη πλευρά, ότι είχε ήδη μετακινηθεί, μάλιστα δε, το δημοψήφισμα που έγινε, αντί να προπαγανδίζεται ως εντολή για συμφωνία πάση θυσία εντός ευρώ, θάπρεπε να προπαγανδίζεται ως εντολή συμφωνίας, όχι όμως «πάση θυσία», και να προβληθούν έτσι οι κόκκινες γραμμές της ελληνικής πλευράς. Από πότε πράγματι, αποκαλύπτεις το τελικό σου στόχο σε μια διαπραγμάτευση; Όμως έχω μια απορία, που ακόμα δεν βρήκε την απάντησή της : Πόσο πολύ κύριε πρωθυπουργέ, η κυβέρνηση «κατά πλειιοψηφία» τουλάχιστον και όχι ενδεχομένως προσωπικά εσείς, ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ; Πόση βάση π.χ. έχουν οι δηλώσεις του τέως υπουργού οικονομικών κυρίου Βαρουφάκη, ότι το βράδυ του δημοψηφίσματος, όταν το αποτέλεσμα έγινε γνωστό, το Μαξίμου «αιφνιδιάστηκε» και βρέθηκε «ανέτοιμο» να διαχειριστεί ένα τόσο ξεκάθαρο και ηχηρό «ΟΧΙ»; Αν αυτό συμβαίνει, για ποιο πράγμα ήταν έτοιμο το Μαξίμου; Ίσως για ένα «ΝΑΙ», ή, έστω, ένα οριακά νικηφόρο «ΟΧΙ»;

Πριν κλείσω κύριε πρωθυπουργέ τούτο το άρθρο μου, επιτρέψτε μου να κάνω δύο ακόμα αναφορές.

Η μία, αφορά την περιβόητη Επιτροπή για την Αλήθεια του Χρέους.

Όπως γνωρίζετε, έχει εκδοθεί ήδη το προκαταρκτικό Πόρισμα, το οποίο λέει σημαντικά πράγματα για το ζήτημα που πραγματεύεται. Τι συνέβη και δεν το επικαλείστε καθόλου; Πόσο λάθος είναι η εντύπωσή μου, ότι μάλλον, με τη στάση σας, επιθυμείτε να απαξιώστε και να αποδομήσετε και την Επιτροπή και τη δουλειά που κάνει; Γιατί στις συζητήσεις σας με τους δανειστές μας, εκτός δικού μου λάθους, δεν αναφερθήκατε ποτέ στο προκαταρκτικό Πόρισμα αυτής της Επιτροπής, και τι είδους «διευθέτηση» του χρέους θα κάνετε, χωρίς να λάβετε υπόψη σας τα πορίσματα αυτής της ειδικής Επιτροπής; Μένω στο ερώτημα αυτό, ως το πλέον χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό από άποψη σπουδαιότητας. Διότι, π.χ., θα μπορούσε να ερωτήσει κάποιος : «Τι έγιναν εκείνα τα περίφημα γεωστρατηγικά όπλα που διαθέτουμε ως χώρα, και πόσο πολύ αξιοποιήθηκαν»; Και μιας και θέσαμε και τούτο το ερώτημα ας το επαναλάβω : πόσο πολύ αξιοποιήθηκαν τα όπλα του γεωστρατηγικού μας οπλοστασίου; Η απάντηση είναι τραγικά απογοητευτική.

Η άλλη αναφορά που επιθυμώ να κάνω, σας αφορά προσωπικά, αν και «εκ του πλαγίου». Από την εποχή που ήσασταν αξιωματική αντιπολίτευση, είχα θέσει σε άρθρο μου το εξής Ερώτημα : «Και αν το Βερολίνο προτιμά τον Τσίπρα από τον Σαμαρά;» (Βλ. : «Μια προσπάθεια σύνοψης των κυριότερων «θεωρημάτων» της μνημονιακής προπαγάνδας, των ορίων της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης και μερικά συναφή ζητήματα...», 30/9/2014, αναρτημένο και στη προσωπική μου σελίδα στο academia.edu). Δεν θα ανατυπώσω εδώ το παραπάνω άρθρο μου, όμως, το ερώτημα αυτό, σκεφθείτε το κύριε πρωθυπουργέ, ως εάν το θέτατε για πρώτη φορά στον εαυτό σας σήμερα. Νιώθετε να είστε πλέον η «αποδεκτή» και ταυτόχρονα η «επιθυμητή» επιλογή του Βερολίνου -ας αφήσουμε την κενή στη προκειμένη περίσταση διπλωματική γλώσσα : δεν υπάρχουν «θεσμοί» εκεί πέρα : υπάρχει το Βερολίνο). Αν αυτό συμβαίνει, διερωτάσθε το γιατί; Διερωτάσθε αν εσείς, προσωπικά εσείς, ως άτομο, μπορείτε να είσθε χρήσιμος στο γενικότερο «ευρωπαϊκό παιχνίδι» του Βερολίνου; Προσέξτε! Όχι ως εκούσιος «συμπαίκτης» του. Ομιλώ, να είσθε χρήσιμος ακούσια! Δηλαδή, η παρουσία σας να εξυπηρετεί τα δικά τους σχέδια περισσότερο απ’ ό,τι η απουσία σας. Σκεφθείτε π.χ., πόσο πολύ εξυπηρετεί την νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα του Βερολίνο, ότι μια Αριστερή κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία στην Ελλάδα σαν ο «ορκισμένος» εχθρός των Μνημονίων, και «αποφασισμένη» να τα καταργήσει, να υιοθετεί ηττημένη, υποταγμένη, ένα νέο Μνημόνιο, με την ίδια ακριβώς διαδικασία ευτελισμού της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Σκεφθείτε τον συμβολισμό! Σκεφθείτε κύριε πρωθυπουργέ, πόσο πιο αποτελεσματική γίνεται η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα του Βερολίνου, απ’ ό,τι π.χ., όταν υποχρέωνε τον Αντώνη Σαμαρά σ’ εκείνο το mea culpa, κάτι όχι και τόσο μη αναμενόμενο, δοθείσης τόσο της ιδεολογικής συγγένειας της υπό τον κ. Αντώνη Σαμαρά Νέας Δημοκρατίας προς τις γενικότερες επιλογές της γερμανοκρατούμενης ιδεολογικά Δεξιάς στην Ευρώπη, όσο και από το γεγονός, ότι λίγους μόλις μήνες νωρίτερα, στη διάρκεια της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου, ήδη είχε υποσκάψει ο ίδιος ορισμένες από τις κόκκινες γραμμές του, όπως π.χ., στο ζήτημα των περικοπών των συντάξεων και της λεηλασίας των Ασφαλιστικών Ταμείων. Άλλωστε και στο παραπάνω άρθρο μου, στα πλαίσια αυτής της ακούσιας «θετικής συνεισφοράς» σας στο Βερολίνο γίνεται η αναφορά μου -και μη ξεχνάτε ότι την έκανε μήνες πριν τις εκλογές του Γενάρη του 2015, συνεπώς τότε, ομιλούσα καθαρά για κάτι που μονάχα ως υπόθεση εργασίας μπορούσε να γίνει αποδεκτό.

Κύριε πρωθυπουργέ τελειώνω.

Πάντα ήμουν υπέρ της συμμετοχής νέων ανθρώπων σε υπεύθυνες θέσεις στο Κράτος και όχι μόνο. Την άποψη αυτή, την είχα όταν ήμουν κι εγώ νέος, στην ηλικία σας ας πούμε και ακόμα νεότερος. Όμως, εκ χαρακτήρος, δεν «φετιχοποιώ» καταστάσεις και πράγματα, όπως π.χ., ένα νόμισμα, τη νεότητα, κ.λπ. Μάλιστα, σε ένα παλιότερο άρθρο μου ( «Η οντογένεση του νέου πολιτικού : Error in qualitate et substantia…», ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 9/3/1997), σημείωνα ότι η σημασία του «νέου» στη πολιτική, δεν έχει κατ’ ανάγκη ηλικιακό πρόσημο. Έχει πρόσημο ποιοτικό. Έτσι, ήταν ο λόγος σας που κατ’ αρχήν με προσέγγισε, όπως άλλωστε έγινε στο παρελθόν και με άλλο νέο πολιτικό (ομιλώ για τον Κώστα Καραμανλή). Και στις δυο περιπτώσεις, υπάρχει κάτι το κοινό σε ό,τι αφορά την προσωπική μου επιλογή : απογοητεύτηκα πολύ γρήγορα, τους πρώτους μήνες από την ανάληψη της εξουσίας. Προσωπικά, εκτός από τις άλλες «ιδιορρυθμίες» μου, έχω και τούτη : όταν μια σοβαρή επιλογή μου, με διαψεύδει, την αποχωρίζομαι αμέσως. Άλλωστε, θεωρώ πολιτική κατάρα αυτού του τόπου, το γεγονός ότι ο λαός, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και δω, επέμενε σε θαυμαστό βαθμό, σε διαπιστωμένες λάθος επιλογές του. Επί 40 χρόνια περίπου, ψήφιζε ό,τι έβριζε νυχθημερόν και ό,τι αποκαλούσε «ανίκανο» και «διαφθαρμένο» πολιτικό σύστημα. Αυτό το λάθος, δεν το επέτρεψα στον εαυτό μου. Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν έκανα λάθος επιλογές : λέω, ότι δεν επέμενα επί μακρόν σ’ αυτές…

Προσωπικά, παραμένω εδώ, στην αντιμνημονιακή όχθη.

Στο επίπεδο της κοινωνίας και του λαού, εκπροσωπούμε μια δύναμη πολύ μεγαλύτερη από το 61% του πρόσφατου δημοψηφίσματος -αν δεν υπήρχε αυτή η άνευ προηγουμένου εκστρατεία φόβου, το ποσοστό αυτό θα ήταν ίσως πολύ πάνω από το 70%).

Βέβαια, στο Κοινοβούλιο, υποαντιπροσωπευόμαστε σταθερά. Προς στιγμή, φάνηκε κάτι να αλλάζει κι εκεί, όμως, θα παραήταν μεγάλη μια τέτοια ανατροπή, υπέρ της κοινωνίας και του λαού. Δεν ξέρω τι θα βγάλει η κάλπη σε λίγες εβδομάδες, όμως, όποιο κι αν θα είναι το αποτέλεσμα, ένα είναι βέβαιο : είναι τόσο μεγάλη η ενσωματώμενη αδικία στα «προγράμματα διάσωσης» (και του δικού σας κύριε πρωθυπουργέ περιλαμβανομένου), ώστε θα είναι αυτή η αφόρητη αδικία που θα δρομολογήσει εξελίξεις που εκτιμώ, ότι όλο και περισσότερο πλησιάζουμε προς το «Σημείο Μηδέν», το σημείο δηλαδή, στο οποίο πράγματι θα υπάρξει η μεγάλη ανατροπή της μνημονιακής βαρβαρότητας. Το ποιες πολιτικές δυνάμεις, κοινοβουλευτικές ή εξωκοινοβουλευτικές θα πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το νέο τοπίο, και με ποια ένταση θα εκδηλωθούν οι ανατροπές, και τελικά, τι θα ακολουθήσει μετά, ειλικρινά δεν το γνωρίζω. Διακατέχομαι όπως πολύς κόσμος, από την ίδια αγωνία για το χαρακτήρα και το περιεχόμενο αυτών των αναπόδραστων εξελίξεων.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!