tromaktiko: Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Το Χρέος του Προέδρου της Δημοκρατίας για την επανεγκαθίδρυση της «κανονικότητας» της Ελληνικής Δημοκρατίας

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Το Χρέος του Προέδρου της Δημοκρατίας για την επανεγκαθίδρυση της «κανονικότητας» της Ελληνικής Δημοκρατίας



Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης 
Το Χρέος του Προέδρου της Δημοκρατίας...
για την επανεγκαθίδρυση της «κανονικότητας» της Ελληνικής Δημοκρατίας

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ιδίως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, ουσιαστικά δεν έχει καμία ουσιαστική αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα του 1986, εγκαθίδρυσε στη χώρα την απόλυτη εξουσία του πρωθυπουργού, σε βαθμό ώστε, να οδηγήσει στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που υποτίθεται ότι σκόπευε να θεραπεύσει, δηλαδή τις «υπερεξουσίες» του Προέδρου της Δημοκρατίας, κυρίως εκείνες του δικαιώματος να διαλύει τη Βουλή και να παύει τη κυβέρνηση (οι οποίες όμως, ποτέ δεν είχαν ασκηθεί).

Δεν πρόκειται στο παρόν άρθρο να μείνω στο πολύ αυτό σημαντικό θέμα, το οποίο θεωρώ και ως μια από τις σοβαρές αιτίες δυσλειτουργίας του πολιτεύματος, (δηλαδή, την ουσιαστικώς ανέλεγκτη από κάποιον ανώτερο πολιτειακό θεσμό της δράση της κυβέρνησης), όμως, θα επισημάνω, ότι ακόμα κι έτσι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα μπορούσε σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει πράγματι σοβαρός εθνικός λόγος, να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις, είτε μέσω της απειλής της παραιτήσεώς του, είτε με την έργω υλοποίηση της απειλής αυτής.

Το αν και πότε πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να ασκήσει αυτό το «δικαίωμά» του, τούτο εναπόκειται στο πώς ο ίδιος αξιολογεί ιδίως την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας. Και φυσικά, θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει Πρόεδρος της Δημοκρατίας που να στερείται και την ικανότητα να αξιολογεί καταστάσεις, μα και να διέπεται από την αίσθηση του μέτρου που πρέπει να χαρακτηρίζει την κάθε του ενέργεια.

Σήμερα, λοιπόν, για να έρθω αμέσως στο προκείμενο, η χώρα βρίσκεται σε ένα σημείο, το οποίο, κατά την άποψή μου, όχι απλά θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια προεδρική παρέμβαση στα σύνθετα πολιτικά-κοινωνικά-οικονομικά τεκταινόμενα, μα, επιβάλλει την ουσιαστική, πολύ περισσότερο από την όποια τυπική, παρέμβασή του.

Πρώτα απ’ όλα, να προσδιορίσω το «θέμα» που απαιτεί την προεδρική παρέμβαση.

Το «θέμα» αυτό είναι η ομολογημένη και ορατή κατάσταση κατά την οποία ξένοι παράγοντες, (το ζήτημα δεν θα διαφοροποιούνταν ως προς την ουσία του αν ήταν αποκλειστικά ντόπιοι αυτοί οι παράγοντες), με το πρόσχημα της οικονομικής «βοήθειας» που παρέχουν στη χώρα, αξίωσαν και εν τέλει επέβαλαν τέτοιες πολιτικές, που υπερβαίνοντας το καλή τη πίστει περιεχόμενο που θα έδει να είχαν εν σχέσει προς τον σκοπό που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν (δηλαδή, την είσπραξη των χρημάτων τους), παρενέβησαν καθολικά στη λειτουργία του Κράτους, και μάλιστα, όχι στα πλαίσια των συνταγματικών επιταγών και των επιταγών των νόμων του Ελληνικού Κράτος, μα ακριβώς, καταστρατηγώντας τους, ή μάλλον, με την (σε κάθε περίπτωση ικανοποιηθείσα) αξίωση της καταστρατηγήσεώς τους, και με την ταυτόχρονη παρέμβασή τους στο τρόπο λειτουργία των κυρίων πολιτειακών θεσμών, όπως η κυβέρνηση και η Βουλή, μια παρέμβαση τόσο ευτελεστική, όσο και εξευτελιστική της λειτουργίας τους.

Δεν θα μείνω στον περιεχόμενο αυτών των πολιτικών, διότι δεν είναι ο σκοπός αυτού του άρθρου. Δεν θα μείνω ούτε στο αμιγώς πολιτικό ζήτημα -που δεν είναι ανάγκη να είναι και πολιτειακό. Θα μείνω στο πολιτειακό ζήτημα -εξ ου και η αναφορά μου στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας-, το οποίο όμως σε κάθε περίπτωση είναι και πολιτικό. Δηλαδή, στο γεγονός ότι η πρώην Τρόϊκα και νυν Κουατρέτο, ουσιαστικά παρενέβησαν και παρεμβαίνουν πέντε τώρα χρόνια, στην ίδια την ουσία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, τόσο στο περιεχόμενό του όσο και στη λειτουργία του.

Πόσο μπορεί αυτό να γίνει ανεκτό και κάτω από ποια δικαιολογία;

Η απάντησή μου είναι : δεν μπορεί να γίνει ανεκτό σε καμία περίπτωση και υπό οιαδήποτε δικαιολογία.

Αν και θεωρώ ότι είναι σαφές για το τι ομιλώ, ας το διευκρινίσω με δυο κουβέντες παραπάνω.

Δεν ομιλώ για το αν η Κρίση η ίδια καθιστά αναγκαία τη λήψη σκληρών μέτρων. Διότι την καθιστά.

Δεν ομιλώ για το αν η χώρα οφείλει να επιστρέψει τα χρεωστούμενα. Το οφείλει.

Δεν ομιλώ καν για το αν η χώρα οφείλει πριν επιστρέψει τα χρεωστούμενα, οφείλει πολύ περισσότερο να προβεί σε έλεγχο του πραγματικού ύψους και της νομιμότητας των οφειλομένων, με βάση όσα ισχύουν στο εθνικό και διεθνές δίκαιο, διότι μονάχα ως προς αυτά θεμελιώνεται η παραπάνω υποχρέωσή της. Διότι το οφείλει.

Ομιλώ, για τον ομολογημένο παράνομο χαρακτήρα και περιεχόμενο των αξιώσεων των δανειστών, αξιώσεις που τελικώς ενδύονται τον τύπο των νόμων. Και ούτε βεβαίως, το θέμα θα έρχονταν στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αν επρόκειτο για κάποιες ήσσονος σημασίας τυπικές υπερβάσεις του κανόνος δικαίου. Όμως εδώ, ομιλούμε ότι αμφισβητείται πλέον, όχι από εμάς τους άμεσα ενδιαφερόμενους πολίτες αυτής της χώρας, μα και διεθνώς, η «κανονικότητα» του ίδιου του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι : από πότε πολιτισμένες κατά τα λοιπά χώρες και ομοίως διεθνείς οργανισμοί έχοντες το τεκμήριο της «δημοκρατικότητας» στη λειτουργία τους, (συγχωρέστε με, αλλά, έτσι πρέπει να διατυπώσω τη φράση, ακόμα και το περιβόητο για τις στενές σχέσεις του με τα πλέον ανελεύθερα καθεστώτα της Γης, ΔΝΤ), συνδέουν την όποια «βοήθεια» με την ουσιαστική κατάργηση της ίδιας της Δημοκρατίας;

Και επειδή οι αθέλητες ή κυρίως οι ηθελημένες παρανοήσεις ποτέ δεν λείπουν, ας το επαναλάβω για δεύτερη φορά.

Δεν αναφέρομαι στη σκληρότητα των μέτρων. Αναφέρομαι στη νομιμότητά τους : από την ουσιαστική κατάργηση του Συντάγματός μας, ίσαμε με το ποιες κοινωνικές ομάδες πρέπει να πλήττουν τα μέτρα, και ποιες πρέπει να μένουν στο απυρόβλητο, πέραν από το γεγονός το αν τελικώς τα μνημονιακά μέτρα «τελικώς» εξυπηρετούν και πολύ ιδιοτελή ιδιωτικά συμφέρονταν των δανειστών.

Επειδή λοιπόν, πέντε τώρα χρόνια, έγιναν συσκέψεις των Αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων, τόσο υπό τον νυν όσο και υπό τον προηγούμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με θέματα ακριβώς το περιεχόμενο των αξιώσεων των δανειστών.

Επειδή πέντε τώρα χρόνια, όλες οι συζητήσεις έχουν να κάνουν ακριβώς με εκάστοτε εγειρόμενες (παράνομες) αξιώσεις των δανειστών.

Επειδή, από την άλλη, πέντε τώρα χρόνια, ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΟΥΤΕ ΜΙΑ σύσκεψη των Αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων, με θέμα το αν η Ελληνική Δημοκρατία, οφείλει να υποχωρήσει σε ζητήματα νομιμότητας μείζονος εθνικού ενδιαφέροντος και συμφέροντος, τέτοια δε είναι το ζήτημα της εφαρμογής του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών που δεσμεύουν τους πάντες (τους δανειστές μη εξαιρουμένων), αναφορικά με αδιαπραγμάτευτα ζητήματα ατομικών, εθνικών και κρατικών δικαιωμάτων.

Επειδή τείνει να θεωρηθεί ως αποδεκτή και «κανονική» η ομολογημένη μη κανονικότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατόπιν των ουσιαστικά αναπάντητων ιταμών προσβολών που δέχεται και συνεχίζει να δέχεται από τους δανειστές της.

Επειδή η κατάργηση της «κανονικότητας» της Δημοκρατίας μας, είναι προϊόν εξόφθαλμων και ομολογημένων εκβιασμών των δανειστών, επομένως, το ζήτημα της «βίας» είναι επίσης βεβαιωμένο.

Επειδή η ανοχή αυτή, στην μη κανονικότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατά την παράγραφο 4 του ακροτελεύτιου άρθρου (120) του Συντάγματός μας, ρητά ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ και καλεί τον κάθε Έλληνα πολίτη σε αντίσταση κατά της κατάλυσης του Συντάγματος.

Για όλους αυτούς τους λόγους, και όσους άλλους μπορούν ενισχυτικά προς αυτούς να προβληθούν, θεωρώ, ότι ο Πρόεδρος της χώρας, ως ο Πρώτος Πολίτης μεταξύ των λοιπών ίσων συμπολιτών του, δεν οφείλει, ΑΛΛΑ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να αντισταθεί στην κατάλυση της συνταγματικής τάξης της χώρας, εφόσον βεβαίως, θεωρεί ότι αυτή έχει, αν όχι καταλυθεί, όπως εγώ, και άλλοι ενδεχομένως ισχυρίζονται, τουλάχιστον κινδυνεύει σοβαρά να καταλυθεί.

Οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ, να μην αποδεχτεί μια εκπτωτική Δημοκρατία, μια Δημοκρατία που κάνει εκπτώσεις στις πλέον θεμελιώδεις πρόνοιές της.

Οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ, να μην αποδεχτεί τον άχαρο ρόλο να «προεδρεύει» μιας «μη κανονικής Δημοκρατίας», ανεχόμενος αυτή την «μη κανονικότητα».

Οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ, να είναι Πρόεδρος μιας Κανονικής Ελληνικής Δημοκρατίας.

Οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ, εφόσον οι μνημονιακές κυβερνήσεις δεν ανέλαβαν τέτοια πρωτοβουλία, να αναλάβει ο ίδιος την πρωτοβουλία και να καλέσει διευρυμένη σύσκεψη ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, για τον πιο σπουδαίο από όλους τους μέχρι τώρα επικαλεσθέντες σπουδαίους λόγους, δηλαδή, ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ «ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ». Σε μια τέτοια διευρυμένη σύσκεψη θα έπρεπε να μετέχουν : ο πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ο πρόεδρος της Βουλής και οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Ίσως, για να δοθεί μεγαλύτερος συμβολισμός, θα μπορούσαν να μετέχουν και οι εν ζωή ευρισκόμενοι, διατελέσαντες πρωθυπουργοί και Πρόεδροι της Δημοκρατίας.

Οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ, να αναδειχθεί σε σημαιοφόρο της αντίστασης κατά της «μη κανονικότητας» της Ελληνικής Δημοκρατίας, οφείλει να δώσει το παράδειγμα του σεβασμού όχι στο δικαίωμα μα, κατά την διατύπωσή του, στην υποχρέωση της αντίστασης κατά της κατάλυσης του Συντάγματος ή του κινδύνου κατάλυσής του. Το Σύνταγμα της χώρας δεν εξαιρεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από αυτή την υποχρέωση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν παύει με την ανάληψη των καθηκόντων του να είναι ΚΑΙ πολίτης, τουλάχιστον στα πλαίσια της υποχρέωσης αντίστασης κατά της κατάλυσης του Συντάγματος.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, δικαιούται και ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να καλέσει τους παραπάνω επικεφαλής των πολιτειακών θεσμών, με θέμα ημερήσιας διάταξης ακριβώς της επανεγκαθίδρυση της διασαλευθείσης κανονικότητας της λειτουργίας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!