της Ιταλίας για την πώληση των «κόκκινων» δανείων 201 δισ. ευρώ των ιταλικών τραπεζών με κρατικές εγγυήσεις σε τιμές αγοράς. Είχε προηγηθεί μια διετία έντονων και άκαρπων συζητήσεων μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών, αλλά τα περιθώρια χρόνου είχαν εξαντληθεί δραματικά. Οι κανόνες της τραπεζικής ένωσης έχουν πια τεθεί σε εφαρμογή από τον Ιανουάριο του 2016, με υπαρκτό κίνδυνο να επωμίζονταν μέτοχοι, ομολογιούχοι ακόμη και καταθέτες με κεφάλαια άνω των 100.000 ευρώ το κόστος διάσωσης ενός ισχυρού παίκτη του ιταλικού τραπεζικού συστήματος.
Το υψηλότερο ποσοστό
Τα «κόκκινα» δάνεια των ιταλικών τραπεζών φθάνουν σχεδόν το 10,4% των συνολικών δανείων τους και το 17,8% των επιχειρηματικών πιστώσεων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με τις υπόλοιπες ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η ιταλική οικονομία είναι ένας από τους πρωταγωνιστές στην Ευρώπη. Εξακολουθεί να είναι η τρίτη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη και η τέταρτη ισχυρότερη στην Ε.Ε. Ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι και ο υπουργός Οικονομικών Πιερ Κάρλο Πάντοαν δεν θα ήθελαν να γίνουν μάρτυρες ενός τραπεζικού δράματος, όταν τα πράγματα εξελίσσονται τόσο ομαλά για την ιταλική οικονομία, με την πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας να παρέρχεται μαζί με την πολυετή ύφεση της οικονομίας, δίνοντας τόπο σε φοροαπαλλαγές και ανάπτυξη.
Οι λεπτομέρειες του σχεδίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί, αλλά η κ. Βέστανγκερ είπε πως είναι ένα «πολύ χρήσιμο» εργαλείο που βασίζεται σε «κρατικές εγγυήσεις». Επί της ουσίας κάθε ιταλική τράπεζα θα μεταφέρει τα «κόκκινα» δάνειά της σε μεμονωμένα «οχήματα». Αυτά τα οχήματα θα αναλάβουν την τιτλοποίηση των «κόκκινων» δανείων, δηλαδή τη μετατροπή τους σε επενδυτικούς τίτλους, και τη μετέπειτα πώλησή τους. Το ιταλικό κράτος θα εγγυηθεί την αξία των ομολόγων δανείων υψηλής εξασφάλισης –των δανείων που συνδέονται με τα πιο «πολύτιμα» περιουσιακά στοιχεία– προκειμένου να πουληθούν σε υψηλές τιμές και να αποκομίσουν οι τράπεζες τα καλύτερα δυνατά έσοδα. «Οι κρατικές εγγυήσεις θα δοθούν και θα τιμολογηθούν σε όρους αγοράς για να μη λάβουν τη μορφή κρατικής βοήθειας» αναφέρεται στην επίσημη ανακοίνωση της Κομισιόν.
Νευρικότητα
Ετσι αποφεύγεται η συνέχιση μιας πολύ δυσάρεστης ιστορίας για τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια με τις μετοχές των ιταλικών τραπεζών στο φόντο, όταν ήδη επικρατεί ένα γενικότερο κλίμα αναταραχής και νευρικότητας λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας και της μεγάλης πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Από τις αρχές του έτους μέχρι την ανακοίνωση της συμφωνίας του κ. Πάντοαν και της κ. Βέστανγκερ, οι μετοχές των ιταλικών τραπεζών –συμπεριλαμβανομένων των ισχυρών παικτών Monte dei Paschi, UBI, Popolare di Milano και Banco Pοpolare– είχαν σημειώσει απώλειες 24% και οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών είχαν υποχωρήσει κατά 17%.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ιταλία συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της τριετούς ύφεσης στην οικονομία και ειδικότερα την περίοδο 2012-14, εμποδίζοντας σήμερα την παροχή νέων δανείων και κατ’ επέκταση την επιτάχυνση της ανάπτυξης στην οικονομία. Ολον αυτόν τον καιρό το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν σαν τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο. Οι ιταλικές κυβερνήσεις επέλεγαν να το αγνοήσουν, έχοντας την εναλλακτική μιας κρατικής διάσωσης εάν μια τράπεζα οδηγούνταν στο χείλος του γκρεμού και αδυνατούσε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα κεφάλαια για να καλύψει τις απώλειες από τα «κόκκινα» δάνειά της.
Ομως, βάσει των νέων κανόνων της τραπεζικής ένωσης, εάν μια τράπεζα βρεθεί στο χείλος του γκρεμού τότε ισχύουν οι κανόνες του bail-in. Πρώτα κατανέμεται το 8% των απωλειών σε μετόχους, ομολογιούχους και τις καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ και μετά το Δημόσιο επεμβαίνει με χρήματα των φορολογουμένων.
Την ανησυχία επενδυτών και αξιωματούχων ίσως να ενέτεινε, επίσης, η προειδοποίηση του κεντρικού τραπεζίτη της Ιταλίας, Ινάτσιο Βίσκο. Οπως είπε, εκτός των 201 δισ. ευρώ σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπάρχουν ακόμη προβληματικά δάνεια 160 δισ. Το σύνολο όλων αυτών ανέρχεται στο 22% του ιταλικού ΑΕΠ, δημιουργώντας μια αρνητική προοπτική για την οικονομία.
Πηγή