Κύρια γνωρίσματα του Κοροβίνη είναι, κατά τη γνώμη μου (όχι ιεραρχικά) τα εξής:
Α. Λαϊκότητα. Εμμονή του είναι η λαϊκή θεματολογία (ήρωες από τον απλό κόσμο, παροιμίες, σφαιριστήρια, ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, Καραγκιόζης, γήπεδο, φτωχομάγαζα, πόρνες, αυτοσχέδια γλέντια, άνεργοι, προσφυγικές γειτονιές, πανηγύρια, υπόγεια, «λαϊκοί εκδικητές», καφενεία, περιθωριακοί, φτωχικά σινεμά, λαϊκά περιοδικά, θρησκευτικότητα κλπ), ενώ ταυτόχρονα γράφει τα βιβλία του έτσι που να μπορούν να διαβαστούν και από τον απλό κόσμο
Β. Συναισθηματισμός. Η έκφραση των συναισθημάτων δεν είναι υπαινικτική, αλλά πλήρης. Το κάθε συναίσθημα λέγεται με τ΄ όνομά του, κι όλα μαζί στολίζονται, αναλύονται, αναδιπλώνονται, ερευνώνται με πολλαπλούς τρόπους- δημιουργώντας ένα είδος συναισθηματικού μπαρόκ.
Γ. Διακαλλιτεχνικότητα. Εκτός που ο ίδιος ο Κοροβίνης είναι συνθέτης, τραγουδιστής και οιονεί ηθοποιός (παραστάσεις γαρ), τα βιβλία του δεν αφήνουν σχεδόν καμιά τέχνη παραπονεμένη: χορός, φωτογραφία, θέατρο, σινεμά, εικαστικά και πολλά άλλα συνοδεύουν και πλουτίζουν το λογοτεχνικό του δρόμο.
Δ. «Ανατολισμός». Έχοντας μεγαλώσει σε προσφυγικό περιβάλλον, έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στην Τουρκία και καλός γνώστης της γλώσσας τον γειτόνων, ο συγγραφέας λογίζει συνειδητά τον εαυτό του γέφυρα με την Ανατολή, τους χώρους και τον πολιτισμό της οποίας ερευνά, αναζητώντας παράλληλα και στοιχεία αυτού του πολιτισμού στο σύγχρονο ελληνικό χώρο
Ε. Ανάμιξη στοιχείων. Τα όρια ανάμεσα στα συγγραφικά είδη λογοτεχνικά ή όχι (δοκίμιο, δημοσιογραφία, πραγματεία, μαρτυρία, πεζογραφία, ποίηση, αφήγηση κλπ), αλλά και ανάμεσα σε μυθοπλασία – πραγματικότητα σπάνια διατηρούνται, δημιουργώντας ένα γοητευτικό μίγμα .
ΣΤ. Προφορικότητα. Χωρίς να περιφρονεί κανέναν από τους αφηγηματικούς τρόπους, ανάγει σε κυρίαρχο «το μαγνητόφωνο του συγγραφέα», το οποίο καταγράφει /φαντάζεται / αναπαράγει το -λαϊκό συνήθως- λόγο, ανάλογα με την κοινωνική προέλευση, το επάγγελμα, την εθνικότητα, τον τόπο καταγωγής και το μορφωτικό επίπεδο του οικείου ήρωα ή ηρωίδας.
Ζ. Διαγλωσσικότητα. Αρχαία, καθαρεύουσα, λόγια, δημοτική / σλανγκ και κοινή νεοελληνική / σύγχρονες και ξεχασμένες εκφράσεις / δημοσιογραφικό στιλ και ντοπιολαλιές / καταγραμμένος και πεποιημένος λόγος (με ασαφή όρια) κλπ: κανένα γλωσσικό μέσο δεν είναι εξοβελιστέο από τον Κοροβίνη, που χρησιμοποιεί το κατάλληλο για να φέρει το κάθε φορά αποτέλεσμα Ελληνικά και τούρκικα /
Η. Ερωτισμός. Έρωτας, ερωτικό πάθος, σεξουαλική πράξη, ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία, πορνεία, πορνογραφία ή σχεδόν πορνογραφία, «άσεμνες» οπτικοακουστικές καταγραφές συνυπάρχουν με λαογραφικό και λογοτεχνικό τρόπο στο έργο του, υπαινικτικά ή και απροκάλυπτα.
Θ. Παράδοση. Ο Κοροβίνης συνεχίζει και ανανεώνει την παράδοση της θεματολογίας και της γλώσσας του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Μητσάκη, του Κόντογλου, του Ιωάννου, του Πεντζίκη, του Δούκα, της «Φυλλάδας του Μεγαλέξαντρου», του ληστρικού μυθιστορήματος, του Κουκουλέ, του Πετρόπουλου.
Ι. Θεσσαλονίκη. Είναι ο πανταχού παρών τόπος στο έργο του, περισσότερο απ΄ οποιονδήποτε άλλον. Λογικό, αφού είναι ο τόπος και ο κόσμος της νιότης και της άνδρωσής του. Από το διαχρονικό υλικό της πόλης αντλείται μεγάλο μέρος του συγγραφικού υλικού
Μια (δύσκολη, αφού τα βιβλία του είναι πολύ περισσότερα) επιλογή δέκα τίτλων του Κοροβίνη, με μια κουβέντα – teaser για το καθένα:
Α. Ο γύρος του θανάτου. Η υπόθεση Παγκρατίδη (που εκτελέστηκε ως «Ο δράκος του Σέιχ Σου»), μέσα από πολυπρόσωπη αφηγήσεις υπαρκτών η πλαστών προσώπων. Το κατά τη γνώμη μου αρτιότερο από τα πεζογραφικά του βιβλία.
Β. Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας. Μια λαογραφική – ιστορική μελέτη που θα μπορούσε να είναι διδακτορικό, καρπό τεράστιας έρευνας σε πάρα πολλά πεδία. Δε συνιστάται για τους φλώρους (και τις «φλώρες») που (νομίζουν ότι) χορεύουν ζεϊμπέκικο χασκογελώντας και/ή τακουνάτα.
Γ. ΄55. Χορταστικό μυθιστόρημα με κεντρικό κορμό την αφήγηση μιας γυναίκας από τα Ταταύλα. Με κορύφωση τα διαβόητα «Σεπτεμβριανά» του ΄55, αναπλάθεται ό κόσμος της Πόλης όταν ακόμα οι Ρωμιοί είχαν έντονη την παρουσία τους εκεί.
Δ. Τι πάθος ατελείωτο. Συλλογή άρθρων για ποικίλα θέματα, από τη Ζυράννα Ζατέλη, τον Μπαγαιντέρα και τον Κώστα Ταχτσή μέχρι το Σακάτ παζαρί–τι;- και το Νηφοκόκκοζωμον –τι;- και τη φοβερή φωτογραφία του εξωφύλλου). Ο τίτλος από το περίφημο ομώνυμο ζεϊμπέκικο του Βαμβακάρη.
Ε. Όμορφη νύχτα. «Χρονογραφία – μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη (1985 – 2005)». Ένα βιβλίο του οποίου ο υπότιτλος τα λέει όλα. Πλούσιο –και ενίοτε σπάνιο-φωτογραφικό υλικό.
ΣΤ. Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής. «Κωμωδία για το θέατρο και το θέατρο σκιών, έργο αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους». Απίστευτα ευρηματικό, ανανεώνει ταυτόχρονα τον Καραγκιόζη, την επιθεώρηση και τη λαϊκή σάτιρα. Μπόνους: τούρκικο γλωσσάρι στο τέλος.
Ζ. Οι ασίκηδες. Μελέτη για την τούρκικη λαϊκή παιζόμενη ποίηση από το 13ο αιώνα μέχρι σήμερα, με μια μεγάλη ανθολογία των σημαντικότερων δημιουργών. Γλωσσάρι, παραμυθοτράγουδα, ευρετήριο. Ένας ολόκληρος κόσμος, από τον οποίο σε μας έχει απομείνει μόνο η λέξη «ασίκης»- και αν.
Η. Βωμολοχκες σκανδαλιστικές ελληνικές παροιμίες. Αυτό ακριβώς που λέει. Συλλογή. Δε συνιστάται σε καθώς πρέπει, θεούσους και πολιτικά ορθούς.
Θ. Το πρώτο φιλί. Όπου το φτωχόπαιδο Γιωργάκης Βιζυηνός, ραφτόπουλο στην Πόλη του 19ου αιώνα, πολύ πριν γίνει Γεώργιος Βιζυηνός, κρύβεται σε σπουδαό χαρέμι και βλέπει τι γίνεται εκί.
Ι. Κανάλ ντ΄Αμούρ. «Αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του ΄80». Τα Λαδάδικα προτού κυριλέψουν, η «Σεχραζάτ», η Στάσα, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, ο «Παράδεισος», οι πανταχού παρόντες μπάτσοι , το «Κανάλ ντ΄Αμούρ» βέβαια- και μια απίστευτη φωτογραφία εξωφύλλου.
Όλα του τα βιβλία του Θωμά Κοροβίνη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Άγρα».