Με τη λαχτάρα τους για την ελευθερία κατέδειξαν την αξία που είχε για τη ζωή τους το ύψιστο αυτό αγαθό. Γύρω στο 1550( πολλοί χριστιανοί, για να αποφύγουν τον αναγκαστικό εξισλαμισμό των Τούρκων, ανέβηκαν στα Κασσιώπια όρη και ίδρυσαν εκεί το χωριό Σούλι. Με την προσέλευση πολλών κυνηγημένων από τους Τούρκους Xριστιανών, δημιουργήθηκαν άλλα τρία χωριά πάνω στους ίδιους βράχους, κι έτσι σχηματίστηκε το «τετραχώρι», που το αποτελούσαν τα χωριά : Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, και Αβαρίκος. Όταν το τετραχώρι δεν μπορούσε να χωρέσει τους καινούργιους χριστιανούς, σχηματίστηκαν άλλα εφτά χωριά στις πλαγιές και στους πρόποδες των Κασσιώπιων βουνών. Τα χωριά αυτά ήταν : το Τσεκουράτι, το Περεχάτι, τα Βίλια, το Αλποχώρι, η Κοντάτες, η Γκιονάλα, και η Ρουσιάτσα.Συνολικά τα έντεκα αυτά χωριά, που αποτελούσαν την «Σουλιώτικη Συμπολιτεία», είχαν πληθυσμό έξι χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι 2000 ήταν πολεμιστές. Από την ίδρυσή της (1550) μέχρι την εγκατάλειψη του Σουλίου (1803) η Σουλιώτικη Συμπολιτεία ήταν πάντα αυτόνομη, ανεξάρτητη και ελεύθερη.
Οι Σουλιώτες είχαν καταφέρει «δια των όπλων να κυριεύσουν εκ των Αγάδων Μαργαριτίου και εκ του Ισλάμ Πρόνιου της Παραμυθίας εξήκοντα έξ χωρία» (I. Λαμπρινίδης , «Ηπειρωτικά Μελετήματα», 1880), τα οποία πλήρωναν σ’αυτούς φόρο υποτέλειας. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «παρασουλιώτες». Η αρχή του Δημοσίου Δικαίου, που σκέφθηκαν μόνοι τους και εφάρμοζαν οι Σουλιώτες ήταν η παρακάτω : «Οι τόποι τους οποίους κατέχουν οι Τούρκοι, δεν ανήκουν εις τους Τούρκους. Είναι οι τόποι των πατέρων μας. Οι πατέρες μας εστερήθησαν αυτούς δια της βίας και ημείς τα τέκνα των και οι κληρονόμοι των, έχομεν δικαίωμα να ανακτήσωμεν, δια να ζήσωμεν, ο,τι δυνάμεθα δια της δυνάμεως να ανακτήσωμεν. Ως προς τους Έλληνας και τους λοιπούς Χριστιανούς, οι οποίοι μοχθούν χάριν των Τούρκων, άς λάβουν τα όπλα μαζί με ημάς δια να ανακτήσουν την κοινήν χώρα, ή ας υποταχθούν, ώστε ημείς να μεταχειρισθώμεν αυτούς, όπως εκείνοι, οι οποίοι μας είχον αρπάσει την χώραν».