Δυο χρόνια μετά, έχοντας κλείσει τα εκατόχρονα ζωής, δεν αλλάζει τον τρόπο ζωής του και τις καθιερωμένες γεωργικές συνήθειες και κάνει ως… ειδικός, αυτή την εποχή, «αυτό που έμαθενε από κοπέλι». Και βέβαια, σε αυτή την απασχόληση δεν επιτρέπει σε κανένα άλλο να εμπλακεί, ίσως γιατί δεν… τον ξέρει και η κρεβατίνα! Πήρε, λοιπόν, τη σκάλα, ανέβηκε ως… αιλουροειδές ως την κορυφή και ξεκίνησε να την κλαδεύει στην αυλή του σπιτιού του, για να ανανεώσει το φυτό και να «ξαναγεννήσει» τα σταφύλια της χρονιάς το καλοκαίρι.
Στα εκατόχρονά του ο Γιάννης Νικητάκης δεν σταματά…
«Κλαδεύω για να μη-γ- κάθομαι, περνά κι η ώρα μου και μέχρι πριν δυο χρόνια έβλεπα και τα πρόβατα μα εδά τα έδωκα του γιού μου», αιτιολογεί την απασχόλησή του. Αλλά ο γιός του φαίνεται να… ζαλίζεται από το μάκρος της ηλικίας του και θέλοντας να προλάβει τον κίνδυνο ατυχήματος βγαίνοντας στη σκάλα, τον απείλησε «πως θα μου χώσει τη σκάλα να μη βγαίνω». Όμως, δεν τον… σκιάζουν οι απειλές του και δείχνει το κλάδεμα της κληματαριάς να το έχει… τάμα κάθε χρόνο!
ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΑ
Μαραθωνομάχος στο βιός του αρκείται και σήμερα στη λιτή ζωή, όπως έμαθε από παιδί, και διατρέφεται με ότι παράγει η γη εκτός «από κολοκύθια και μελιτζάνες που δεν τα θέλω, κι ύστερα ότι βρω το τρώγω, δεν κάνω δίαιτες!». Γιατρούς δεν… γνωρίζει εκτός από «τον Παρασχάκη που μου έκαμε στο νοσοκομείο δυο φορές εγχείρηση κοίλης». Και αφού δεν έχει… συναλλαγές με γιατρούς δεν ξέρει και τα φάρμακα και δεν έμαθε ποτέ να παίρνει «ούτε ασπιρίνη». Εξακολουθεί να βρίσκει θεραπεία, όπως τον δίδαξε η μάνα του, από «τη λαϊκή φαρμακευτική» τα βότανα της φύσης, που θεωρεί ότι «είναι και ο γιατρός του ανθρώπου» και είναι της άποψης ότι « δεν πρέπει για το παραμικρό να πηγαίνει ο κόσμος στο ιατρείο».
Σαν… νέος και αίλουρος περιποιείται την κληματαριά, για να «φάει σταφύλια το καλοκαίρι»
Ωσάν τα… κολοκύθια και τις μελιτζάνες αγαπά, λοιπόν, «τους γιατρούς και τους δικηγόρους», γιατί δικαιολογεί, «αυτοί δεν έχουνε φίλους». Κάνει ζωή στους δικούς του κανόνες και αγνοεί τις συστάσεις τους «να μην βλέπω το αλάτι, τα λιπαρά και τα τηγανητά». Εξακολουθεί να μην τους ακούει και επιμένει να κρατά το προσωπικό του διαιτολόγιο που είχε μια ζωή χωρίς να νοιάζεται! Το πρόγραμμά του είναι γνωστό κάθε μέρα: « Θα σηκωθώ το πρωί κατά τση 8 και πίνω μια κούπα τσάι ή βραστό από βότανα του βουνού. Παλαιότερα πήγαινα στα πρόβατα κι έκανα χωράφι με τα ζώα. Εδά που τα παραίτησα, θα πάω στο φούρνο να πάρω ψωμί ή στο μπακάλικο να ψωνίσω για το σπίτι…»
Κι αν οι κοπιώδεις δουλειές στο χωράφι και στο βουνό μέχρι τα 98 του χρόνια τον… βαρέθηκαν, τον άφησαν τώρα στα 100 του να έχει μια… ελαφριά και ξεκούραστη απασχόληση, απορροφώντας τον στα ψώνια! Ίσως και γιατί οι βιολογικές του αντοχές μειώθηκαν. Όμως, αεικίνητος, όπως ήταν πάντα, δεν «μπορεί να κάθεται» και να περνά η ώρα στην αδράνεια! «Αγαπώ τη ζωή», εξομολογείται, «και μου αρέσει να δουλεύω και εδά στην ηλικία που είμαι, και γι αυτό κάνω ότι μπορώ». Βέβαια, δεν έβαλε ποτέ στη σκέψη του ότι θα μπορούσε να φτάσει τον αιώνα ζωής και επειδή είναι ο… πρωταθλητής στην ηλικία σήμερα στο χωριό του και ευρύτερα, οι απόγονοί του τον γιόρτασαν με γενέθλια πέρυσι…
ΔΕΝ ΕΙΧΕ… ΠΑΡΕΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΙΣ
Υπερήλικες πλέον και οι δυο ο Γιάννης Νικητάκης και η σύζυγός του Ελένη Πατσάκη, ετών 92…
«Απ’ ούλους είμαι εγώ ο μεγαλύτερος, πονεί λιγάκι το πόδι μου, μα θα περάσει κι ύστερα δεν έχω πράμα άλλο. Ούλοι τση ηλικίας μου έχουνε ποθάνει εδά και τριάντα χρόνια. Τα πλιά δύσκολα στη ζωή μου ήτανε στην Αλβανία με τα χιόνια και από τσι 22 τηλεφωνητές που ήμαστονε, σκοτωθήκανε ούλοι εκτός από εμένα και ένα Περβολιανάκη από τους Αρμένους. Οι άλλοι απομείνανε εκειδά…» Ομολογεί ότι δεν έκανε… παρέα ποτέ με τις καταχρήσεις, αφού όλα του τα χρόνια «ήτανε άκαπνος», στις παρέες είχε μέτρο στο αλκοόλ και τη γυναίκα γνώρισε μόνο «όταν παντρεύτηκε» τη σύζυγό του Ελένη Πατσάκη από την Κοξαρέ. Γι' αυτό, λοιπόν, και οι συμβουλές του προς τους νέους «για να ζήσουν πολλά χρόνια» είναι να μείνουν μακριά από τις καταχρήσεις και τους πειρασμούς της εποχής και να στραφούν στην υγιεινή ζωή…
Ο Γιάννης Νικητάκης γεννήθηκε το 1916 μέσα στο… βραχνά της επιβίωσης και ήταν το πρώτο παιδί του Στέλιου Νικητάκη και της Ελένης Μαραγκουδάκη από το κοντινό Μαλάκι. Ακολούθησαν ο Χρήστος, η Ειρήνη,ο Ανδρέας και ο Γιώργης και από τους πέντε στη ζωή είναι σήμερα ο ίδιος και ο Γιώργης που ζει στο Ηράκλειο. «Δύσκολα τα χρόνια που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ήταν φτώχεια κι ότι βρίσκαμε τρώγαμε, χόρτα, όσπρια, ότι είχαμε. Όλοι ήμαστονε στην αγροτικά και μας ζούσε η γη και τα ζώα που αναθρέφαμε…» θυμάται.
Ο θάνατος δεν τον τρομάζει, «είναι καλοδεχούμενος κι όποτε θέλει ας έρθει» και αισθάνεται «τη ζωή του όπως παλιά». Κι όταν πια η συζήτηση έφτανε προς το τέλος της και ο αιωνόβιος Νικητάκης ετοιμάζονταν να… αναρριχηθεί και πάλι στην κρεβατίνα για να συνεχίσει το κλάδεμα και να την κάνει «όμορφη κοπελιά», έβγαλε τη μαντινάδα:
Ως είναι ο πολυέλαιος
στολίδι τσ΄ εκκλησίας,
ετσά ΄ναι κι η παρέα μας
στολίδι τσ’ επαρχίας