Ειδικότερα, το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1998, οι γονείς του κοριτσιού το μετέφεραν στο νοσοκομείο της Κέρκυρας καθώς είχε παρουσιάσει απώλεια των αισθήσεων, κυάνωση (το δέρμα της είχε την απόχρωση του μπλε) και έκανε εμετό.
Η μικρή εξετάστηκε από δυο επιμελήτριες παιδιάτρους εκ των οποίων η μια ήταν του παιδιατρικού τμήματος του νοσοκομείου και η δεύτερη υπαγόταν στη δύναμη Κέντρου Υγείας, αλλά λόγω λειτουργικών αναγκών του νοσοκομείου είχε υπαχθεί στο εν λόγω παιδιατρικό τμήμα.
Το βρέφος κατά την εξέταση παρουσίαζε «ωχρότητα, κυάνωση, υποτονία, έντονη αναπνευστική δυσχέρεια και πιθανή εισρόφηση». Έγιναν εξετάσεις αίματος και ούρων, όπως και ακτινογραφία θώρακος και σύμφωνα με τον ακτινολόγο δεν υπήρχαν παθολογικά ευρήματα. Μετά τις εξετάσεις έγινε ανάνηψη με χορήγηση οξυγόνου και συνδέθηκε με monitor για παρακολούθηση.
Όμως, εξακολουθούσε η αναπνευστική δυσχέρεια, ενώ διαπιστώθηκε ότι ο αριστερός πνεύμονας υποαερίζετο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το βρέφος παρουσίασε κυάνωση γύρω από το στόμα και μεταφέρθηκε σε τέντα οξυγόνου, καθώς η μάσκα οξυγόνου το ενοχλούσε. Δύο ώρες μετά τα μεσάνυκτα, η ειδικευόμενη γιατρός του νοσοκομείου, καθώς οι δύο εφημερεύουσες παιδίατροι είχαν αποχωρήσει, διαπίστωσε ότι το βρέφος παρουσίασε έντονη ταχύπνοια, υποδιαφραγματικές εισολκές και η όλη κατάστασή του επιδεινώθηκε.
Η ειδικευόμενη γιατρός επικοινώνησε τηλεφωνικά με μια εκ των εφημερευουσών παιδιάτρων και στην συνέχεια χορηγήθηκε στο βρέφος ενδοφλέβιο κορτιζονοειδές και έγιναν εισπνοές με Aerolin.
Τις πρώτες πρωινές ώρες το βρέφος παρουσίασε άπνοια, κυάνωση γύρω από το στόμα και ασυστολία (ανεπαρκής συστολή της καρδιάς). Ξεκίνησε ανάνηψη από αναισθησιολόγο. Όμως, το βρέφος δεν ανατάχθηκε και στις 6.30 π.μ. εξέπνευσε.
Η έκθεση της νεκροψίας αναφέρει ότι ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος και προκλήθηκε από πνευμονικό οίδημα μη διαγνώσιμης αιτιολογίας.
Οι γονείς ισχυρίστηκαν ότι από την πλευρά των δύο παιδιάτρων του νοσοκομείου υπήρξαν παραλείψεις και ότι το κρίσιμο βράδυ δεν παρέμειναν στο νοσοκομείο καθ΄ όλη τη διάρκεια της βάρδιας τους, αλλά αναχώρησαν και άφησαν την παρακολούθηση του βρέφους στην άπειρη ειδικευόμενη γιατρό, χωρίς να της δώσουν εντολές και να την ενημερώσουν σχετικά.
Παράλληλα, καταλόγισαν στην ειδικευόμενη γιατρό ότι παρέλειψε να ζητήσει εγκαίρως τη συνδρομή των πιο έμπειρων γιατρών που εφημέρευαν, αλλά και των δύο παιδιάτρων.
Τα ποινικά δικαστήρια είχαν κρίνει ότι οι δύο παιδίατροι είναι αθώες του αδικήματος της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. Η μεν πρώτη γιατί ήταν σε «εφημερία ετοιμότητας», ωστόσο ουδέποτε κλήθηκε να πάει στο νοσοκομείο. Η δεύτερη παιδίατρος αθωώθηκε από την ίδια κατηγορία, καθώς στο νοσοκομείο ήταν με απόσπαση και δεν υπαγόταν στην οργανική του δύναμη, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα εφημεριών. Η ειδικευόμενη γιατρός επίσης αθωώθηκε.
Τα Διοικητικά Δικαστήρια στα οποία προσέφυγαν οι συγγενείς διεκδικώντας αποζημίωση για ψυχική οδύνη, διέταξαν την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από δύο πραγματογνώμονες παιδίατρους. Μετά την πραγματογνωμοσύνη οι δικαστές έκριναν ότι οι γιατροί δεν έλαβαν τα αναγκαία και προβλεπόμενα ή επιβαλλόμενα μέτρα, ώστε να διαγνωσθεί εγκαίρως η νόσος από την οποία έπασχε το βρέφος και να αποτραπεί ο θάνατός του.
Επίσης, κρίθηκε ότι καμία από τις δύο εφημερεύουσες παιδιάτρους «δεν ασχολήθηκε με την σοβαρή κατάσταση του βρέφους, ώστε να γίνει ο σωστός ακτινολογικός και καρδιολογικός έλεγχος, που θα ανίχνευε την νόσο». Οι διοικητικοί δικαστές κατέληξαν ότι στοιχειοθετούνται ευθύνες των γιατρών για τον θάνατο του βρέφους και επιδίκασαν στους δύο γονείς, τα αδέλφια της, τον παππού και την γιαγιά το ποσό των 350.000 ευρώ.
Το κοριτσάκι ήταν δίδυμο με ένα αγοράκι, που όμως η μητέρα του το έχασε κατά την διάρκεια του τοκετού.