Για 12 χρόνια, ο Τζέιμς «Γουάιτι» Μπόλτζερ βρισκόταν στη δεύτερη θέση...
της λίστας με τους καταζητούμενους του FBI. Στην πρώτη θέση ήταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν.
«Γεννημένος στον υπόκοσμο»
Γεννήθηκε το 1929 στα νότια προάστια της Βοστώνης. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και χρησιμοποιούσε βίαιες μεθόδους για να πειθαρχήσει τους τρεις γιους του. Οι δύο μικρότεροι διέπρεψαν στο σχολείο και στις μετέπειτα καριέρες τους. Μάλιστα ο ένας, ο Γουίλιαμ, έγινε πρόεδρος της γερουσίας της Μασαχουσέτης. Όμως ο πρωτότοκος γιος, ο Τζέιμς, αρνούνταν πεισματικά να συμμορφωθεί. Από μικρός έμπλεξε με συμμορίες. Στα 14 συνελήφθη για ληστεία και ξυλοδαρμό και πέρασε τα επόμενα πέντε χρόνια σε αναμορφωτήριο. Όταν αφέθηκε ελεύθερος το 1948, κατατάχτηκε στην αεροπορία, απ’ όπου απολύθηκε το 1952.
«Ρομπέν των Δασών»
Πολίτης πλέον, επέστρεψε αμέσως στη Βοστόνη και στην παλιά του ζωή. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στον υπόκοσμο. Οι παρέες του αποτελούνταν αποκλειστικά από εγκληματίες, συμμορίτες και μαφιόζους. Το μοναδικό ταλέντο του ήταν η παρανομία. Στις φτωχογειτονιές που μεγάλωσε είχε τη φήμη του «Ρομπέν των Δασών». Προστάτευε τους φτωχότερους, τις νεαρές κοπέλες και τα παιδιά. Πολλοί, ειδικά τα νεαρά αγόρια, τον αντιμετώπιζαν σαν ήρωα.
«MK ULTRA»
Το 1956 καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία. Για να μειώσει την ποινή του συμμετείχε στο πειραματικό πρόγραμμα της CIA, γνωστό ως «MK ULTRA». Στόχος του πειράματος ήταν η ανάπτυξη φαρμάκων που θα έλεγχαν τον εγκέφαλο. Η CIA χορηγούσε σε κρατούμενους, ναρκωτικά και παραισθησιογόνες ουσίες όπως το LSD και μελετούσε τις αντιδράσεις τους. Ο Μπόλτζερ δήλωσε αργότερα ότι τα πειράματα ήταν εφιαλτικά και εξαιτίας τους, κόντεψε να τρελαθεί. Το 1959 μεταφέρθηκε στο Αλκατράζ, όπου και παρέμεινε μέχρι το κλείσιμο της φυλακής. Μόλις έντεκα κατάδικοι που είχαν φυλακιστεί στο Αλκατράζ είναι ζωντανοί μέχρι σήμερα και ο Μπόλτζερ είναι ένας από αυτούς. Αποφυλακίστηκε το 1965, έχοντας εκτίσει μόνο 9 χρόνια από την 20ετή ποινή του.
Ο συμμοριτοπόλεμος και ο πρώτος φόνος
Τα εννιά χρόνια στη φυλακή δεν σωφρόνισαν καθόλου τον Τζέιμς Μπόλτζερ. Αντιθέτως, οι κακές παρέες τον μετέτρεψαν σε εγκληματική ιδιοφυΐα. Στη φυλακή γνώρισε τους μεγαλύτερους εγκληματίες της Αμερικής και έμαθε πώς να κινεί τα νήματα υπογείως. Όταν επέστρεψε στη Βοστόνη, ήταν αποφασισμένος να σκαρφαλώσει στην κορυφή. Πρώτα όμως, έπρεπε να ξεκινήσει από τα χαμηλά. Έγινε μέλος της συμμορίας Κίλιν, που εκείνη την περίοδο είχε κηρύξει «πόλεμο» στη συμμορία Μούλεν. Και οι δύο συμμορίες δρούσαν στη νότια Βοστόνη και για πολλούς μήνες, αντάλλασαν θανατηφόρα χτυπήματα, χωρίς να καταλήγουν πουθενά.
Το 1972, ο Μπόλτζερ αποφάσισε ότι θα «καθάριζε» ένα από τα ηγετικά μέλη των Μούλεν, τον Πόλι Μαγκόναγκλ. Τον ακολούθησε με το αυτοκίνητο και σταμάτησε δίπλα του σε ένα φανάρι. Φώναξε δυνατά το όνομά του και όταν ο Μαγκόναγκλ στράφηκε προς το μέρος του, ο Μπόλγερ τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον πέτυχε στο «δόξα πατρί». Μόνο τότε κατάλαβε ότι ο άντρας που σκότωσε δεν ήταν ο Πόλι Μαγκόναγκλ, αλλά ο αδερφός του, ο Ντόναλντ, ένας ήσυχος οικογενειάρχης που δεν είχε καμία σχέση με τη συμμορία. Ταραγμένος, ο Μπόλτζερ πήγε στο σπίτι του μέντορά του, Μπίλι Ο’Σάλιβαν, ο οποίος του μετέφερε τα εξής σοφά λόγια: «Μην ανησυχείς. Δεν ήταν υγιής. Κάπνιζε πολύ. Αργά ή γρήγορα θα πέθαινε από καρκίνο». Ο συμμοριτοπόλεμος έληξε το 1972 με μία στρατηγική κίνηση του Μπόλτζερ. Συναντήθηκε κρυφά με τους αρχηγούς της συμμορίας Μούλεν και της μεγαλύτερης συμμορίας North Hill, που ουσιαστικά κυριαρχούσε στη Βοστόνη. Τους υποσχέθηκε ότι θα σταματούσε τον πόλεμο, σκοτώνοντας τον αρχηγό των Κίλιν. Λίγο καιρό αργότερα, ο Ντόναλντ Κίλιν έπεσε νεκρός και ο Μπόλτζερ κέρδισε μία υψηλόβαθμη θέση στην ισχυρή συμμορία North Hill.
Το FBI και η κορυφή
Το 1974, ο Μπόλτζερ άρχισε να συνεργάζεται με το FBI ως πληροφοριοδότης. Τον είχαν προσεγγίσει και στον παρελθόν, χωρίς επιτυχία. Όμως τότε ανέλαβε την υπόθεση ο πράκτορας Τζον Κόνολι, που όχι μόνο καταγόταν από τη νότια Βοστόνη, αλλά ήταν ένα από τα παιδιά που θαύμαζαν τον «ηρωικό εγκληματία». Ο Μπόλτζερ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ένας φιλικά προσκείμενος πράκτορας θα μπορούσε να φανεί εξαιρετικά χρήσιμος και άδραξε την ευκαιρία να συνεργαστούν. Ο πράκτορας Κόνολι έπεσε στην παγίδα. To FBI ήθελε να διαλύσει την ιταλική μαφία και ζητούσε πληροφορίες απ’ τον Μπόλτζερ, τις οποίες ήταν πολύ πρόθυμος να δώσει, καθώς οι Ιταλοί ήταν οι ισχυρότεροι αντίπαλοί του. Ταυτόχρονα, ο αστυνομικός Κόνολι λειτουργούσε και ως δικός του πληροφοριοδότης. Τον ενημέρωνε όποτε κάποιος συνεργάτης του πρόδιδε μυστικά του και πολλές φορές τον προειδοποιούσε, όταν το FBI σχεδίαζε επιδρομές στη Βοστώνη. Το 1979, το FBI συνέλαβε τον Χάουι Γουίντερ, τον αρχηγό της συμμορίας Winter Hill, και τους στενότερους συνεργάτες του. Ο Κόνολι κατάφερε να σώσει τον Μπόλτζερ, ο οποίος απέφυγε τη φυλακή, επειδή θεωρήθηκε πολύτιμος πληροφοριοδότης. Η σύλληψη αποδυνάμωσε τη συμμορία, αλλά όχι τον Μπόλτζερ. Με την ηγεσία στη φυλακή, ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγία. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια ήταν το αδιαμφισβήτητο «αφεντικό» στη Βοστόνη.
Τα ναρκωτικά
Οι κάτοικοι της Ραστώνης, τουλάχιστον όσοι δεν είχαν βρεθεί στο στόχαστρό του και δεν είχαν λόγο να τον φοβούνται, θεωρούσαν ότι ο Μπόλτζερ προστάτευε την πόλη. Η συμμορία περηφανευόταν ότι απαγόρευε να κυκλοφορούν ναρκωτικά στους δρόμους. Στην πραγματικότητα, ο Μπόλτζερ απλώς ζητούσε υπέρογκα ποσά από τους εμπόρους ναρκωτικών ως «φόρους» για να τους αφήσει να τα διακινήσουν. Αν ήταν τυπικοί στις πληρωμές τους, δεν τους εμπόδιζε ποτέ. Σύμφωνα με το «δεξί του χέρι», τον Κέβιν Γουίκς, ο Μπόλτζερ είχε απαγορεύσει την πώληση ηρωίνης, λέγοντας: «Όσοι κάνουν κοκαΐνη μπορούν να λειτουργήσουν. Αλλά όταν αρχίσουν την ηρωίνη, γίνονται ζόμπι. Είναι ένα βρώμικο ναρκωτικό που δημιουργεί προβλήματα με τις βελόνες και το AIDS». Άποψη που κατά καιρούς, συμμερίστηκαν πολλοί μαφιόζοι σε διάφορες πόλεις.
Οι εκτελέσεις
Ο Μπόλτζερ ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τα «καρφιά». Δεν συγχωρούσε την προδοσία και οποιοσδήποτε τολμούσε να αποκαλύψει κάποιο μυστικό της συμμορίας, κατέληγε νεκρός. Με τη βοήθεια του Κόνολι και του FBI, ο Μπόλτζερ γνώριζε κάθε κίνηση των συνεργατών του, όπου κι αν βρίσκονταν. Η μυστικότητα ήταν το παν και ήταν πρόθυμος να σκοτώσει ακόμα και αθώες γυναίκες, αν φοβόταν ότι ίσως θα μιλούσαν. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η θετή κόρη του συνεργάτη του, Στίβεν Φλέμι, την οποία κακοποιούσε σεξουαλικά.
Η κοπέλα, ονόματι Ντέμπορα Χάσι, είχε εθιστεί στα ναρκωτικά και για να εκδικηθεί τον Φλέμι, μιλούσε ανοιχτά για τις παράνομες δραστηριότητες του ίδιου και της συμμορίας. Γνώριζε μυστικά, τα οποία είχε ακούσει από τον Φλέμι και ο Μπόλτζερ έκρινε ότι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Την σκότωσε ο ίδιος, γιατί ο Φλέμι δεν μπορούσε. Πριν τη θάψουν, έβγαλαν τα δόντια της και έκοψαν τα δάχτυλα της για να μην μπορεί να ταυτοποιηθεί το πτώμα της.
Η φυγή και η σύλληψη
Το 1994, η αστυνομία της Μασαχουσέτης άρχισε να ερευνά τον Τζέιμς Μπόλτζερ, χωρίς να ενημερώσει το FBI, καθώς υποπτευόταν ότι κάποιοι μέσα από το ομοσπονδιακό γραφείο συνεργαζόταν μαζί του. Πράγματι, όταν ήρθε η ώρα της σύλληψης, ο πιστός Κόνολι έμαθε για την έφοδο και πρόλαβε να ειδοποιήσει τον Μπόλτζερ, ο οποίος εξαφανίστηκε. Συνελήφθησαν τα σημαντικότερα μέλη της οργάνωσης, μία μεγάλη επιτυχία για την αστυνομία, αλλά η κεφαλή είχε καταφέρει να διαφύγει.
Για 16 χρόνια, ο Μπόλτζερ δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Το όνομά του είχε μπει στη λίστα των καταζητούμενων του FBI, ακριβώς κάτω από τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Είχε επικηρυχτεί για 2 εκατομμύρια δολάρια. Η φωτογραφία του, μαζί με τη φωτογραφία της συντρόφου του, Κάθριν Γκρέιγκ, εμφανιζόταν συχνά στην τηλεόραση. Τον Ιούνιο του 2011, το FBI δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από μία γυναίκα από την Ισλανδία, η οποία ισχυρίστηκε ότι ο Μπόλτζερ και η Γκρέιγκ ήταν οι γείτονές της, στο διαμέρισμα που έμενε στην Καλιφόρνια. Η γυναίκα, το όνομα της οποίας είναι Άννα Μπγιορν και ήταν η Μις Ισλανδία 1974, αναγνώρισε την Γκρέιγκ, που κάθε πρωί έβγαινε και τάιζε τις γάτες της γειτονιάς. Αυτή τη φορά, η τύχη του Μπόλτζερ τον εγκατέλειψε.
Τον Νοέμβριο του 2013, καταδικάστηκε σε δις ισόβια για τη συμμετοχή του σε 19 φόνους, ξέπλυμα χρήματος, εμπόριο όπλων και εκβιασμό. Ο 85χρονος Τζέιμς Μπόλτζερ, ο δεύτερος πιο επικίνδυνος άνθρωπος στον κόσμο, θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.
της λίστας με τους καταζητούμενους του FBI. Στην πρώτη θέση ήταν ο Οσάμα Μπιν Λάντεν.
«Γεννημένος στον υπόκοσμο»
Γεννήθηκε το 1929 στα νότια προάστια της Βοστώνης. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και χρησιμοποιούσε βίαιες μεθόδους για να πειθαρχήσει τους τρεις γιους του. Οι δύο μικρότεροι διέπρεψαν στο σχολείο και στις μετέπειτα καριέρες τους. Μάλιστα ο ένας, ο Γουίλιαμ, έγινε πρόεδρος της γερουσίας της Μασαχουσέτης. Όμως ο πρωτότοκος γιος, ο Τζέιμς, αρνούνταν πεισματικά να συμμορφωθεί. Από μικρός έμπλεξε με συμμορίες. Στα 14 συνελήφθη για ληστεία και ξυλοδαρμό και πέρασε τα επόμενα πέντε χρόνια σε αναμορφωτήριο. Όταν αφέθηκε ελεύθερος το 1948, κατατάχτηκε στην αεροπορία, απ’ όπου απολύθηκε το 1952.
«Ρομπέν των Δασών»
Πολίτης πλέον, επέστρεψε αμέσως στη Βοστόνη και στην παλιά του ζωή. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στον υπόκοσμο. Οι παρέες του αποτελούνταν αποκλειστικά από εγκληματίες, συμμορίτες και μαφιόζους. Το μοναδικό ταλέντο του ήταν η παρανομία. Στις φτωχογειτονιές που μεγάλωσε είχε τη φήμη του «Ρομπέν των Δασών». Προστάτευε τους φτωχότερους, τις νεαρές κοπέλες και τα παιδιά. Πολλοί, ειδικά τα νεαρά αγόρια, τον αντιμετώπιζαν σαν ήρωα.
«MK ULTRA»
Το 1956 καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία. Για να μειώσει την ποινή του συμμετείχε στο πειραματικό πρόγραμμα της CIA, γνωστό ως «MK ULTRA». Στόχος του πειράματος ήταν η ανάπτυξη φαρμάκων που θα έλεγχαν τον εγκέφαλο. Η CIA χορηγούσε σε κρατούμενους, ναρκωτικά και παραισθησιογόνες ουσίες όπως το LSD και μελετούσε τις αντιδράσεις τους. Ο Μπόλτζερ δήλωσε αργότερα ότι τα πειράματα ήταν εφιαλτικά και εξαιτίας τους, κόντεψε να τρελαθεί. Το 1959 μεταφέρθηκε στο Αλκατράζ, όπου και παρέμεινε μέχρι το κλείσιμο της φυλακής. Μόλις έντεκα κατάδικοι που είχαν φυλακιστεί στο Αλκατράζ είναι ζωντανοί μέχρι σήμερα και ο Μπόλτζερ είναι ένας από αυτούς. Αποφυλακίστηκε το 1965, έχοντας εκτίσει μόνο 9 χρόνια από την 20ετή ποινή του.
Ο συμμοριτοπόλεμος και ο πρώτος φόνος
Τα εννιά χρόνια στη φυλακή δεν σωφρόνισαν καθόλου τον Τζέιμς Μπόλτζερ. Αντιθέτως, οι κακές παρέες τον μετέτρεψαν σε εγκληματική ιδιοφυΐα. Στη φυλακή γνώρισε τους μεγαλύτερους εγκληματίες της Αμερικής και έμαθε πώς να κινεί τα νήματα υπογείως. Όταν επέστρεψε στη Βοστόνη, ήταν αποφασισμένος να σκαρφαλώσει στην κορυφή. Πρώτα όμως, έπρεπε να ξεκινήσει από τα χαμηλά. Έγινε μέλος της συμμορίας Κίλιν, που εκείνη την περίοδο είχε κηρύξει «πόλεμο» στη συμμορία Μούλεν. Και οι δύο συμμορίες δρούσαν στη νότια Βοστόνη και για πολλούς μήνες, αντάλλασαν θανατηφόρα χτυπήματα, χωρίς να καταλήγουν πουθενά.
Το 1972, ο Μπόλτζερ αποφάσισε ότι θα «καθάριζε» ένα από τα ηγετικά μέλη των Μούλεν, τον Πόλι Μαγκόναγκλ. Τον ακολούθησε με το αυτοκίνητο και σταμάτησε δίπλα του σε ένα φανάρι. Φώναξε δυνατά το όνομά του και όταν ο Μαγκόναγκλ στράφηκε προς το μέρος του, ο Μπόλγερ τον πυροβόλησε. Η σφαίρα τον πέτυχε στο «δόξα πατρί». Μόνο τότε κατάλαβε ότι ο άντρας που σκότωσε δεν ήταν ο Πόλι Μαγκόναγκλ, αλλά ο αδερφός του, ο Ντόναλντ, ένας ήσυχος οικογενειάρχης που δεν είχε καμία σχέση με τη συμμορία. Ταραγμένος, ο Μπόλτζερ πήγε στο σπίτι του μέντορά του, Μπίλι Ο’Σάλιβαν, ο οποίος του μετέφερε τα εξής σοφά λόγια: «Μην ανησυχείς. Δεν ήταν υγιής. Κάπνιζε πολύ. Αργά ή γρήγορα θα πέθαινε από καρκίνο». Ο συμμοριτοπόλεμος έληξε το 1972 με μία στρατηγική κίνηση του Μπόλτζερ. Συναντήθηκε κρυφά με τους αρχηγούς της συμμορίας Μούλεν και της μεγαλύτερης συμμορίας North Hill, που ουσιαστικά κυριαρχούσε στη Βοστόνη. Τους υποσχέθηκε ότι θα σταματούσε τον πόλεμο, σκοτώνοντας τον αρχηγό των Κίλιν. Λίγο καιρό αργότερα, ο Ντόναλντ Κίλιν έπεσε νεκρός και ο Μπόλτζερ κέρδισε μία υψηλόβαθμη θέση στην ισχυρή συμμορία North Hill.
Το FBI και η κορυφή
Το 1974, ο Μπόλτζερ άρχισε να συνεργάζεται με το FBI ως πληροφοριοδότης. Τον είχαν προσεγγίσει και στον παρελθόν, χωρίς επιτυχία. Όμως τότε ανέλαβε την υπόθεση ο πράκτορας Τζον Κόνολι, που όχι μόνο καταγόταν από τη νότια Βοστόνη, αλλά ήταν ένα από τα παιδιά που θαύμαζαν τον «ηρωικό εγκληματία». Ο Μπόλτζερ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ένας φιλικά προσκείμενος πράκτορας θα μπορούσε να φανεί εξαιρετικά χρήσιμος και άδραξε την ευκαιρία να συνεργαστούν. Ο πράκτορας Κόνολι έπεσε στην παγίδα. To FBI ήθελε να διαλύσει την ιταλική μαφία και ζητούσε πληροφορίες απ’ τον Μπόλτζερ, τις οποίες ήταν πολύ πρόθυμος να δώσει, καθώς οι Ιταλοί ήταν οι ισχυρότεροι αντίπαλοί του. Ταυτόχρονα, ο αστυνομικός Κόνολι λειτουργούσε και ως δικός του πληροφοριοδότης. Τον ενημέρωνε όποτε κάποιος συνεργάτης του πρόδιδε μυστικά του και πολλές φορές τον προειδοποιούσε, όταν το FBI σχεδίαζε επιδρομές στη Βοστώνη. Το 1979, το FBI συνέλαβε τον Χάουι Γουίντερ, τον αρχηγό της συμμορίας Winter Hill, και τους στενότερους συνεργάτες του. Ο Κόνολι κατάφερε να σώσει τον Μπόλτζερ, ο οποίος απέφυγε τη φυλακή, επειδή θεωρήθηκε πολύτιμος πληροφοριοδότης. Η σύλληψη αποδυνάμωσε τη συμμορία, αλλά όχι τον Μπόλτζερ. Με την ηγεσία στη φυλακή, ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγία. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια ήταν το αδιαμφισβήτητο «αφεντικό» στη Βοστόνη.
Τα ναρκωτικά
Οι κάτοικοι της Ραστώνης, τουλάχιστον όσοι δεν είχαν βρεθεί στο στόχαστρό του και δεν είχαν λόγο να τον φοβούνται, θεωρούσαν ότι ο Μπόλτζερ προστάτευε την πόλη. Η συμμορία περηφανευόταν ότι απαγόρευε να κυκλοφορούν ναρκωτικά στους δρόμους. Στην πραγματικότητα, ο Μπόλτζερ απλώς ζητούσε υπέρογκα ποσά από τους εμπόρους ναρκωτικών ως «φόρους» για να τους αφήσει να τα διακινήσουν. Αν ήταν τυπικοί στις πληρωμές τους, δεν τους εμπόδιζε ποτέ. Σύμφωνα με το «δεξί του χέρι», τον Κέβιν Γουίκς, ο Μπόλτζερ είχε απαγορεύσει την πώληση ηρωίνης, λέγοντας: «Όσοι κάνουν κοκαΐνη μπορούν να λειτουργήσουν. Αλλά όταν αρχίσουν την ηρωίνη, γίνονται ζόμπι. Είναι ένα βρώμικο ναρκωτικό που δημιουργεί προβλήματα με τις βελόνες και το AIDS». Άποψη που κατά καιρούς, συμμερίστηκαν πολλοί μαφιόζοι σε διάφορες πόλεις.
Οι εκτελέσεις
Ο Μπόλτζερ ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τα «καρφιά». Δεν συγχωρούσε την προδοσία και οποιοσδήποτε τολμούσε να αποκαλύψει κάποιο μυστικό της συμμορίας, κατέληγε νεκρός. Με τη βοήθεια του Κόνολι και του FBI, ο Μπόλτζερ γνώριζε κάθε κίνηση των συνεργατών του, όπου κι αν βρίσκονταν. Η μυστικότητα ήταν το παν και ήταν πρόθυμος να σκοτώσει ακόμα και αθώες γυναίκες, αν φοβόταν ότι ίσως θα μιλούσαν. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η θετή κόρη του συνεργάτη του, Στίβεν Φλέμι, την οποία κακοποιούσε σεξουαλικά.
Η κοπέλα, ονόματι Ντέμπορα Χάσι, είχε εθιστεί στα ναρκωτικά και για να εκδικηθεί τον Φλέμι, μιλούσε ανοιχτά για τις παράνομες δραστηριότητες του ίδιου και της συμμορίας. Γνώριζε μυστικά, τα οποία είχε ακούσει από τον Φλέμι και ο Μπόλτζερ έκρινε ότι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Την σκότωσε ο ίδιος, γιατί ο Φλέμι δεν μπορούσε. Πριν τη θάψουν, έβγαλαν τα δόντια της και έκοψαν τα δάχτυλα της για να μην μπορεί να ταυτοποιηθεί το πτώμα της.
Η φυγή και η σύλληψη
Το 1994, η αστυνομία της Μασαχουσέτης άρχισε να ερευνά τον Τζέιμς Μπόλτζερ, χωρίς να ενημερώσει το FBI, καθώς υποπτευόταν ότι κάποιοι μέσα από το ομοσπονδιακό γραφείο συνεργαζόταν μαζί του. Πράγματι, όταν ήρθε η ώρα της σύλληψης, ο πιστός Κόνολι έμαθε για την έφοδο και πρόλαβε να ειδοποιήσει τον Μπόλτζερ, ο οποίος εξαφανίστηκε. Συνελήφθησαν τα σημαντικότερα μέλη της οργάνωσης, μία μεγάλη επιτυχία για την αστυνομία, αλλά η κεφαλή είχε καταφέρει να διαφύγει.
Για 16 χρόνια, ο Μπόλτζερ δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Το όνομά του είχε μπει στη λίστα των καταζητούμενων του FBI, ακριβώς κάτω από τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Είχε επικηρυχτεί για 2 εκατομμύρια δολάρια. Η φωτογραφία του, μαζί με τη φωτογραφία της συντρόφου του, Κάθριν Γκρέιγκ, εμφανιζόταν συχνά στην τηλεόραση. Τον Ιούνιο του 2011, το FBI δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από μία γυναίκα από την Ισλανδία, η οποία ισχυρίστηκε ότι ο Μπόλτζερ και η Γκρέιγκ ήταν οι γείτονές της, στο διαμέρισμα που έμενε στην Καλιφόρνια. Η γυναίκα, το όνομα της οποίας είναι Άννα Μπγιορν και ήταν η Μις Ισλανδία 1974, αναγνώρισε την Γκρέιγκ, που κάθε πρωί έβγαινε και τάιζε τις γάτες της γειτονιάς. Αυτή τη φορά, η τύχη του Μπόλτζερ τον εγκατέλειψε.
Τον Νοέμβριο του 2013, καταδικάστηκε σε δις ισόβια για τη συμμετοχή του σε 19 φόνους, ξέπλυμα χρήματος, εμπόριο όπλων και εκβιασμό. Ο 85χρονος Τζέιμς Μπόλτζερ, ο δεύτερος πιο επικίνδυνος άνθρωπος στον κόσμο, θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.