Σύμφωνα με την απόφαση 1901/2014 της ολομελείας του... Συμβουλίου της Επικρατείας «Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το 'Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης». Η απόφαση αφορούσε την αντικατάσταση της ΕΡΤ από τη ΝΕΡΙΤ.
Ειδικότερα,σύμφωνα με την παρ. 16 της απόφασης 1901/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ:
«Ως προς τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας υπόψη τη μεγάλη εμβέλεια, την χρονική αμεσότητα και την ιδιαίτερη δύναμη επιρροής που διαθέτουν, με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος όρισε ότι η λειτουργία τους υπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τόσο τη χορήγηση αδείας λειτουργίας, όσο και τη μέριμνα ώστε κατά τη λειτουργία τους να εξυπηρετούνται συγκεκριμένοι σκοποί δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι σκοποί αυτοί είναι: η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, η ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων σε αντιστοιχία με την κοινωνική αποστολή των εν λόγω μέσων και την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το ‘Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης’». Δηλαδή η διανομή των τηλεοπτικών αδειών ,ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ανεξάρτητης αρχής.
Το άρθρο 101Α του Συντάγματος προβλέπει ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης(Ε.Σ.Ρ.)αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή,στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων,σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.2 του Συντάγματος. Πουθενά στο Σύνταγμα,δεν προβλέπεται αρμοδιότητα υπουργού για το ίδιο θέμα.
Το άρθρο 14 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία του τύπου.O τύπος είναι ελεύθερος. H λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται.Ως προς τον αριθμό των αδειών,το Σύνταγμα επιτάσσει να κατοχυρώνεται η ελευθερία της έκφρασης, άρα δεν μπορεί το κράτος να μονοπωλεί την ραδιοτηλεόραση.Το Σύνταγμα προβλέπει την ελευθερία της έκφρασης και ειδικότερα στο άρθρο 15 προβλέπει ότι πρέπει να υπάρχει πολυφωνική και αντικειμενική ενημέρωση. Ένα πρώτο ζητούμενο είναι κατά πόσον αυτό διασφαλίζεται με τον αριθμό αδειών.Επιπλέον,το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι καθεστώς κρατικού μονοπωλίου δεν είναι επιτρεπτό, βάσει του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι ζητούμενο το πόσο μπορεί κάθε κράτος-μέλος να περιορίσει κάθε φορά τον πλουραλισμό, έτσι ώστε να μην προσκρούει στο άρθρο 10 που σας ανέφερα, που είναι αντίστοιχο του άρθρου 14 του ελληνικού Συντάγματος.
Το άρθρο 15 προβλέπει τον έλεγχο του κράτους επί των τηλεοπτικών σταθμών. Προβλέπει επίσης ότι ο έλεγχος αυτός ασκείται από το ΕΣΡ.
Οι ρυθμίσεις του νέου νόμου, θέτουν υπερβολικές προδιαγραφές οικονομικές, τεχνικές και, ιδίως, προσωπικού, για την λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών και ως εκ τούτου αποτρέπουν την συμμετοχή στον διαγωνισμό μικρών και ευέλικτων οργανωτικών μορφών, που θα μπορούσαν να συμβάλουν, αξιοποιώντας ευρηματικά συνεργατικές πρακτικές δημοσιογράφων, πρωτοβουλίες φορέων της κοινωνίας των πολιτών και ραγδαία αναπτυσσόμενες τεχνολογικές δυνατότητες, στην ποικιλία και πολυχρωμία του νέου τηλεοπτικού τοπίου.
Σημαντικό πρόβλημα του νέου νόμου είναι ο ρόλος του αρμόδιου υπουργού, ως προς τον προσδιορισμό του αριθμού των αδειών ,αλλά και ως προς την εξειδίκευση των προϋποθέσεων για τους περιφερειακούς σταθμούς, υποβαθμίζοντας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), δηλαδή την Ανεξάρτητη Αρχή στην «αποκλειστική αρμοδιότητα» της οποίας ανήκει κατά το Σύνταγμα (άρθρο 15) ο προβλεπόμενος «άμεσος έλεγχος του κράτους», που «λαμβάνει και την μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας».
Η λύση στο πρόβλημα,είναι η αναζήτηση συναινετικών λύσεων, με επίκεντρο την συγκρότηση του Ε.Σ.Ρ.
Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης συγκροτείται από 7 μέλη, εκ των οποίων ένας (1) ορίζεται ως Πρόεδρος και ένας (1) ορίζεται ως Αντιπρόεδρος (άρθρο 2 του Ν. 2863/2000). Η διαδικασία επιλογής τους όμως προϋποθέτει ευρύτατη πολιτική συναίνεση, καθώς τα μέλη αυτά δεν διορίζονται με μονομερή κυβερνητική πράξη, αλλά με ομοφωνία ή πλειοψηφία 4/5 ενός κοινοβουλευτικού οργάνου στο οποίο μετέχουν όλα τα κόμματα της Βουλής (“η Διάσκεψη των Προέδρων”).
Το Σύνταγμα αναφέρει επίσης ότι η επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλης και “με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της”. Αυτό σημαίνει ότι η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει τουλάχιστον με τα 4/5 που αφορούν το σύνολο των μελών της, όχι τα “παρόντα” κατά την συνεδρίαση. Ρητά το Σύνταγμα αναφέρει ότι “τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής”.
Η διάσκεψη των προέδρων,είναι όργανο που αποτελείται από το Προεδρείο της Βουλής (πρόεδρος και έξι Αντιπρόεδροι) συν τους διατελέσαντες Προέδρους της Βουλής (εφόσον είναι βουλευτές), συν τους Προέδρους των διαρκών επιτροπών, συν τον Πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας , συν τους Προέδρους των κοινοβουλευτικών ομάδων και, εάν υπάρχουν τουλάχιστον 5 ανεξάρτητοι βουλευτές, έναν εκπρόσωπό τους. Η αρμοδιότητα της ΔτΠ που αφορά την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών ορίζεται από το άρθρο 14 στοιχείο (δ) του ΚαΒ, το οποίο ορίζει ότι η ΔτΠ “επιλέγει με εισήγηση του Προέδρου της Βουλής ομοφώνως, άλλως με πλειοψηφία των 4/5 των μελών της, τα μέλη των κατά το άρθρο 101 Α του Συντάγματος Ανεξάρτητων Αρχών και μπορεί σε όσες περιπτώσεις το προβλέπει ο νόμος, να ανακαλεί την επιλογή και να αποφασίζει την αντικατάσταση μέλους ή του συνόλου των μελών ανεξάρτητης αρχής, με την ίδια πλειοψηφία ή να αποφασίζει την έκπτωσή τους συνεπεία τελεσίδικης καταδίκης για τις αναφερόμενες στο άρθρο 3 παρ.4 του ν.3051/2002 πράξεις ή την αποδοχή της παραίτησής τους.”

