Προοδέψαμε τούτο τον αιώνα, αλλά δεν ευτυχήσαμε...
(Ε. Π. Παπανούτσος : Η κρίση του πολιτισμού μας, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα, 1978, σελ. 23)
Σήμερα μιλάμε πολύ για «αλλαγές» και συχνά για «στρατηγικές αλλαγές». Δεν είναι βέβαια λάθος αυτό, όμως είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε για τι πράγμα μιλάμε. Αλλιώς, όλες αυτές οι αναφορές κινδυνεύουν να μην λένε σχεδόν τίποτα.
Πράγματι, αυτό που αιωρείται τουλάχιστον ως αίσθηση είναι ότι «πολλά αλλάζουν». Το πού οδηγούν οι διάφορες αλλαγές, σε διάφορες πτυχές του κοινωνικού, τεχνολογικού και οικονομικού γίγνεσθαι, είναι ένα ερώτημα που εμπεριέχει μια δικαιολογημένη αγωνία. Όλο και περισσότερο έδαφος κάτω από τα πόδια μας γίνεται πιο ασταθές, όλο και περισσότερο το ζήτημα της επιβίωσης και της ανάπτυξης, τα δύο μεγάλα στρατηγικά προτάγματα, γίνεται πιο δύσκολο να απαντηθεί, γίνεται πιο ρευστό.
Σήμερα αυτό που βιώνουμε ως «αλλαγή» δεν άρχισε ούτε πριν ένα χρόνο ούτε πριν δέκα ούτε πριν πενήντα χρόνια. Το σπουδαιότερο δε, δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί στα αμέσως επόμενα λίγα χρόνια.
Σήμερα, πράγματι βιώνουμε τις μακροχρόνιες διεργασίες ενός μακρού κύματος μετασχηματισμού που άρχισε περίπου πριν διακόσια πενήντα ή τριακόσια χρόνια, με τη βιομηχανική επανάσταση. Έκτοτε, όλα φαίνονται να έχουν ακολουθήσει ένα φρενήρη ρυθμό εξελίξεων. Όλες οι μεταβολές, είτε αυτές αφορούν οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα είτε αφορούν κοινωνικούς μετασχηματισμούς, ακολούθησαν εκθετικούς ρυθμούς. Δεν χρειάζεται να είμαστε εξαντλητικοί για να πιστοποιηθούν τα παραπάνω.
Είναι άλλωστε τόσο γνωστά, ώστε θα αρκούσε να υπενθυμίσουμε μερικά μονάχα απ’ αυτά. Έτσι, για παράδειγμα, στον τομέα των ποσοτικών εξελίξεων οι L. Armand και M. Drancourt, τονίζουν ότι στη Γαλλία οι αποστολές επιστολών αυξήθηκαν από τις 63,8 εκ. επιστολές το 1830 στις 3.305 εκ. το 1958, ενώ οι τηλεφωνικές επικοινωνίες αυξήθηκαν από τις 21 εκ. κλήσεις το 1892 στις 3.223 εκ. το 1958 (L. Armand και M. Drancourt :Τεχνική και Πολιτισμός, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1969, σελ. 21). Η παραγωγή ενέργειας αυξήθηκε από τις 200 δις. KW/h το 1830 στις 30.000 δις. KW/h το 1960 (L. Armand και M. Drancourt , ό.π., σελ. 31). Στη Γαλλία, οι ώρες εργασίας σ’ όλη τη ζωή ενός ανθρώπου ήταν 220.000 γύρω στα 1875, για να πέσουν στις 96.000 ώρες στη δεκαετία του ’60 (L. Armand και M. Drancourt : ό.π., σελ. 84). Ο Άλβιν Τόφλερ επίσης σημειώνει ότι η Βρετανική Ταχυδρομική Υπηρεσία διακινούσε 88 εκ. γράμματα το χρόνο το 1837, έναντι 10 δισεκατομμυρίων το 1960 (Άλβιν Τόφλερ : Το Τρίτο Κύμα, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1982, σελ. 32-33). Γύρω στα 1855, έξι αγρότες με δρεπάνια παρήγαγαν 36 λίτρα σιτάρι, ενώ στα μέσα περίπου του τελευταίου μισού του αιώνα μας μια αμερικανική αλωνιστική μηχανή παρήγαγε 740 λίτρα σιτάρι (Άλβιν Τόφλερ, ό.π., σελ. 396). Το πραγματικό προϊόν ανά κεφαλή αυξήθηκε μεταξύ του 1820 και 1989 κατά 15 περίπου φορές στις ΗΠΑ (από 1.219 δολάρια/κεφαλή το 1820 σε 18.282 το 1989 σε τιμές του 1985), κατά 9 περίπου φορές στο Ηνωμένο Βασίλειο (1.450 το 1820 έναντι 13.519 το 1989), κατά 13 φορές στη Γερμανία (902 το 1820 έναντι 13.752 το 1989), κατά 25 φορές στην Ιαπωνία (609 δολ./κεφαλή το 1820 σε 15.336 δολ./κεφαλή το 1989), ενώ άλλες χώρες είχαν επίσης αυξητικές μεταβολές, αν και αισθητά κατώτερες εκείνων που αναφέρθηκαν παραπάνω (π.χ., το πραγματικό προϊόν/κεφαλή για τη Κίνα αυξήθηκε από 497 ΑΕΠ/κεφαλή (σε δολάρια έτους 1985), σε 2.538 το 1989, ήτοι κατά 5 περίπου φορές, στην Ινδία η αντίστοιχη μεταβολή ήταν 490 έναντι 1.093 ΑΕΠ/κεφαλή το 1820 και 1989 αντίστοιχα, ήτοι αύξηση κατά 2,2 φορές, κ.λπ.) (Roy H. Webb : National Productivity Statistics, Federal Reserve Bank of Richmond Economic Quarterly, volume 84/1, Winter 1998, σελ. 51). Οι Marvin Goodfriend και John McDermott θα σημειώσουν ότι από το 1820 ως το 1980 ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε, ενώ το ανά κεφαλή προϊόν οκταπλασιάστηκε ακολουθώντας την τεχνολογική πρόοδο και την αύξηση της παραγωγικότητας κατά τη βιομηχανική επανάσταση, ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε από 10% επί του συνολικού πληθυσμού το 1.000 μ.Χ., σε 12% το 1700 για να φθάσει το 19% το 1850 και το 67% το 1980 (Marvin Goodfriend and John McDermott : EarlyDevelopment, The American Economic Review, vol. 85, no. 1, March 1995, σελ. 117).
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα του παγκόσμιου πληθυσμού, οι Colin McEvedy και Richard Jones εκτιμούν τον παγκόσμιο πληθυσμό το 1700 στα 612 εκ. κατοίκους (Ευρώπη : 118, Ασία : 420, Αφρική : 61, Αμερική : 13) (Colin McEvedy and Richard Jones : Atlas of World Population History, Penguin Books, 1978, σελ. 354), ενώ το 1950 ο πληθυσμός έφτασε στα 2.520 εκατομμύρια και τα 5.716 το 1995 (Ευρώπη : 727 [περίπου διπλασιασμός σε σχέση με το 1700], Ασία : 3.489 [περίπου 8πλασιασμός], Αφρική : 728 [περίπου 12πλασιασμός] και Αμερική : 775 [περίπου 60πλασιασμός]) (Τα στοιχεία του 1700 από τη πηγή της υποσημείωσης 2 ανωτέρω. Τα στοιχεία για το 1950 και το 1995 από : UN : Statistical Yearbook, 1995). Βεβαίως, αυτές οι εξελίξεις θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και με άλλα δεδομένα, όπως π.χ., τον αποικισμό της Αμερικής και σε μικρότερο βαθμό άλλων περιοχών (π.χ., την Αυστραλία) από Ευρωπαίους και τις γενοκτονίες των εκεί ιθαγενών, τη μεταφορά πολλών σκλάβων από την Αφρική στην Αμερική και Ευρώπη κ.λπ. Πάντως, τα παραπάνω στοιχεία δεν παύουν να δίνουν μια σχετική εικόνα του πώς ήταν κατανεμημένος ο παγκόσμιος πληθυσμός κατά το παρελθόν και πώς εν τω μεταξύ εξελίχτηκε. Όμως, δεν νομίζω ότι είναι ανάγκη να επεκταθούμε άλλο στην ούτως ή άλλως ενδεικτική αναφορά που εδώ επιχειρήσαμε και που, βεβαίως, πολύ απέχει από του να είναι πλήρης ως προς τα στοιχεία, όπως επίσης δεν υπάρχει και η αναγκαία αιτιολόγηση των μεταβολών αυτών, αφού δεν αποτελεί το σημείο αυτό αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
Δεν είναι όμως μονάχα οι «ποσότητες» που μεταβλήθηκαν. Το κυριότερο είναι ότι έχουν μετασχηματιστεί ουσιαστικά οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες γύρω από βασικές συνιστώσες της ατομικής και συλλογικής συμπεριφοράς. Ένας μετασχηματισμός που ξεκινάει από το πολύ κοντινό μας περιβάλλον, το οικογενειακό, και εξικνείται έως του εργασιακού, ευρύτερου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Τίποτα σχεδόν δεν το βλέπουμε όπως παλαιότερα. Οι αντιλήψεις μας και οι συμπεριφορές μας απέχουν σημαντικά από τις αντίστοιχες αντιλήψεις και συμπεριφορές των γονιών μας, για να μην πάμε πιο πίσω. Αυτές οι αντιλήψεις και συμπεριφορές, ολοένα και περισσότερο εδράζονται σ’ ένα πρόταγμα που σταδιακά αλλά σταθερά καθίσταται το επίκεντρο των νέων δεδομένων, και που θα τολμήσω να το ονομάσω : το πρόταγμα της συμμετοχής. Οι παλιές επαναστατικές οικονομικές και κοινωνικές δομές και οργανώσεις, όσο επαναστατικές κι αν ήταν στην εποχή τους, έρχεται η ώρα να δώσουν τη θέση τους σε νεώτερες αντιλήψεις. Ο κοινοβουλευτισμός, για παράδειγμα, μια κοινωνική οργάνωση που αντιπροσώπευε πριν ας πούμε 100 χρόνια, ό,τι το επαναστατικότερο στο τομέα της δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας, ήδη κατηγορείται ότι ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Η αντίληψη της συμμετοχικής κοινωνικής οργάνωσης τίθεται ως μια σημαντική πρόκληση του μέλλοντος. Όχι μάλιστα απλά στο μακροκοινωνικό και μακροοικονομικό επίπεδο, αλλά και στο μικροκοινωνικό και μικροοικονομικό επίπεδο. Η αντίληψη αυτή και η συνακόλουθη συμπεριφορά που την ακολουθεί αποτελούν εν μέρει τη συνέπεια μιας έκρηξης της πληροφόρησης και της γνώσης, που έπαψε πια να αποτελεί το μονοπώλιο των ολίγων εκείνων που τελικώς «ενομιμοποιούντο» να έχουν ένα παραπανίσιο λόγο, μιας κι αυτοί κατείχαν αυτή τη πληροφόρηση κι αυτή τη γνώση. Ο Άλβιν Τόφλερ αναφέρεται στην παρακμή των «ασπροντυμένων θεών», δηλαδή των γιατρών, των οποίων η γνώμη ή η άποψη για θέματα υγείας ήταν σχεδόν αδιανόητο ότι θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν από έναν μη γιατρό (Άλβιν Τόφλερ : Νέες Δυνάμεις, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1991, σελ. 32-33). Κι όμως, ακόμα και σ’ αυτόν τον πολύ εξειδικευμένο κλάδο, ο απλός άνθρωπος αρχίζει να έχει ενημέρωση, αρχίζει να έχει γνώμη ακόμα και για ιατρικές γνωματεύσεις. Ο ασθενής θέλει πλέον να γνωρίζει όσα περισσότερα είναι δυνατόν για την ασθένειά του, ρωτά «γιατί» και, συχνά, συσχετίζει την απάντηση στο ερώτημά του με μια άλλη απάντηση που εν τω μεταξύ επεδίωξε να λάβει από έναν άλλον γιατρό.
Θα ήταν παρακινδυνευμένο να πούμε ότι η καμπύλη της ιστορικής αυτής εξέλιξης εισήλθε στο στάδιο της ωριμότητας, ώστε να υπάρξει μια ανάσα από την ένταση που αναπόφευκτα ακολουθεί το στάδιο της αύξησης. Το πότε η ανθρωπότητα θα αρχίσει να «πλέει σε πιο ήρεμα νερά» αποτελεί τη στιγμή αυτή ένα ερώτημα δυσκολοαπάντητο, όσο και αν, εδώ και πολύ καιρό, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τονίζουν ότι εισήλθαμε στη μεταβιομηχανική εποχή (Βλ. π.χ., Peter F Drucker : Post-Capitalist Society, Butterworth-Heinemann, Oxford, 1993, σελ. 1-5, Άλβιν Τόφλερ : Το Τρίτο Κύμα, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1982, σελ. 25 και 30). Σε ό,τι με αφορά, είτε μιλάμε καθαρά για τον τεχνικό πολιτισμό είτε μιλάμε για κοινωνικές και οικονομικές δομές και εξελίξεις, είτε ακόμη μιλάμε για ζητήματα αντιλήψεων και συμπεριφορών, δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν μιλάμε για κάτι όντως το νέο ή απλώς διερχόμαστε τη φάση της αξιοποίησης των εμπειριών και λοιπών δεδομένων που έχουν συσσωρευτεί τα τελευταία 250-300 χρόνια, μια αξιοποίηση που οδηγεί σε βελτίωση των ήδη δρομολογηθέντων εξελίξεων καθ’ όλη τη μεγάλη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης. Πάλι σε ό,τι με αφορά, η δική μου εκτίμηση είναι πως με το «καταλάγιασμα» της επίπονης αυτής μακράς πορείας, η ανθρωπότητα «θα σταθεί» να θωρακίσει τα επιτεύγματά της, για το επόμενο μακρό κύμα, που κανείς δεν μπορεί σήμερα να γνωρίζει ούτε με τι μορφή θα εκδηλωθεί, ούτε με ποια ένταση, αλλά και ούτε προς τα πού θα κατευθύνεται.
Όμως, όλα τα παραπάνω θετικά δεν εξελίχθηκαν το ίδιο θετικά για όλους. Από την άλλη έχουμε ένα επίσης θεαματικό άνοιγμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών -ή λιγότερο πλουσίων αν προτιμάτε- χωρών και εθνών, ενώ ακόμη και μέσα στις ίδιες τις ανεπτυγμένες χώρες υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος, λιγότερο ευνοημένος απ’ όλη την εξέλιξη. Το δύσκολο όμως -για ορισμένους τουλάχιστον- είναι να κατανοηθεί ότι αυτή η μακρά και ημιτελής ακόμη περίοδος μετασχηματισμού επέφερε, πολύ περισσότερο από τα προηγούμενα, μια ουσιαστική μεταβολή στην ίδια την αντίληψη και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, σε σχέση με τα τεκταινόμενα σε όλο το φάσμα του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, αλλά και στο επίπεδο της ατομικής προοπτικής. Αυτή η μεταβολή όμως δεν υπήρξε ούτε απότομη, ούτε χωρίς προβλήματα, ούτε και ανώδυνη. Ο άνθρωπος άρχισε να οραματίζεται μια καλύτερη ζωή, και το κυριότερο, προχώρησε στη δυναμική διεκδίκηση αυτού του οράματος. Σταδιακά φτάσαμε στο σήμερα, όπου υπάρχει μια γόνιμη αμφισβήτηση της «μοίρας», μια γόνιμη αμφισβήτηση της «αυθεντίας» και της «καθοδήγησης». Ολοένα και περισσότερο ο σύγχρονος άνθρωπος, ως πολίτης, ως υπάλληλος ή εργάτης, ως επιχειρηματίας, ως μέλος ενός οικογενειακού περίγυρου, ορθώνει νέα ερωτήματα. Επιδιώκει να αναλάβει ο ίδιος τη «μοίρα» του.
Δεν αρκείται στο «αυτός έφα», είτε «αυτός» είναι ένας πολιτικός είτε ένας επιστήμονας. Θέλει να γνωρίζει γιατί συμβαίνει τούτο ή το άλλο. Απαιτεί να ακούγεται η άποψή του, απαιτεί να γνωρίζει γιατί γίνονται όλα αυτά που τον αφορούν. Αυτές οι βαθιές μεταβολές στην αντίληψη που έχει για τη δική του θέση μέσα στο μεταβαλλόμενο κόσμο, φυσικά, δεν έχουν ακόμα φθάσει στο επίπεδο της πλήρους καταστάλαξης, όμως έχουν ωριμάσει σε σημαντικό βαθμό. Ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες και οι αντίστοιχες δομές απέχουν σημαντικά από τα επίπεδα στα οποία διαμορφώνονται οι αντίστοιχοι δείκτες και δομές των αναπτυγμένων χωρών, εντούτοις κι εκεί η εξέλιξη στο ζήτημα των αντιλήψεων κατά τα ανωτέρω, ολοένα και περισσότερο αρχίζει να «ωριμάζει». Αυτές οι αντιλήψεις δεν είναι τυχαίο ότι οδήγησαν στα τελευταία 250 χρόνια σε δύο μεγάλες επαναστάσεις -τη γαλλική και τη ρωσική- αλλά και σε πλήθος λαϊκών εξεγέρσεων, που αν στις ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν φυσικά σήμερα την ένταση των «ηρωικών χρόνων» -ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται, αφού παράλληλα έχουμε και μια σχετική αλλαγή των «όπλων αγώνα»- εν τούτοις, στις αναπτυσσόμενες χώρες συχνά πυκνά εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση. Πίσω απ’ αυτές τις εντάσεις υπάρχει το πυρηνικό αίτημα των ατόμων για την ανάδειξη του ανθρώπινου παράγοντα. Αυτό το αίτημα που συνεχώς προβάλλει εντονότερα, που συνεχώς φαίνεται να αναδεικνύεται στον τελικό σκοπό αυτού του μακροχρόνιου μετασχηματισμού, αποτελεί την πεμπτουσία του νέου κοινωνικού συμβολαίου, του νέου αιτήματος του πλούτου των εθνών. Αυτός ο πλούτος δεν θα προσδιορίζεται τόσο από τα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας, όσο από τα ίδια τα άτομα. Δεν θα προσδιορίζεται τόσο από τα δημιουργήματα, όσο από τους δημιουργούς. Η εστίαση θα γίνεται πάνω στις δυνατότητες και τη γνώση των δημιουργών, πάνω στη δημιουργικότητά τους και την ικανότητα να καινοτομούν. Πάνω σ’ αυτά θα εστιάζονται οι στρατηγικές και πολιτικές. Η ανθρωποκεντρική αλλαγή, ο ανθρωποκεντρικός μετασχηματισμός, θα είναι η ύστατη πρόκληση. Σ’ αυτή τη πορεία αναμφίβολα υπάρχουν έθνη που προπορεύονται, όπως επίσης είναι γεγονός ότι ακόμα και στα έθνη που προπορεύονται μένουν ακόμα πολλά να γίνουν -πόσο μάλλον σ’ αυτά που υστερούν. Η ανάδειξη του ανθρωποκεντρικού αυτού χαρακτήρα της προόδου αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση, αφού από εδώ θα επιβεβαιωθεί αν γίναμε -όσοι γίναμε- πιο εύποροι υλικά ή αν υπάρχει προοπτική ο άνθρωπος να κατακτήσει ανώτερα επίπεδα δημιουργικής ευημερίας συμμετέχοντας στο συνολικό γίγνεσθαι με όποιο προσφορότερο τρόπο ο καθένας μπορεί, έχοντας ουσιαστική συμμετοχή σε ό,τι συντελείται. Και βέβαια με τον όρο «συμμετοχή» δεν εννοούμε ό,τι τρεχόντως εκλαμβάνεται ως τέτοια, όντας μια έννοια αρκούντως αλλοτριωμένη. Π.χ., στις εκλογές δεν «συμμετέχω» στα κοινά. Απλά ψηφίζω.
Η διαφορά είναι τεράστια και έως ότου καλυφθεί αυτή η τεράστια διαφορά το αίτημα της συμμετοχής υπάρχει ακέραιο -στο παράδειγμά μας. Είναι ως προς τούτο η πρόοδος που συντελέστηκε μέχρι σήμερα σημαντική, λαμπρή ως προς την τεχνική της διάσταση, όμως σοβαρά ημιτελής ως προς το σεβασμό της στον άνθρωπο. Ίσως υπάρχει αρκετή δόση αλήθειας στην επισήμανση του Andre Decoufle (Andre Decoufle : Η Κοινωνιολογία των Επαναστάσεων, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, σελ. 70) : «Η ιδεολογία της προόδου είναι πλούσια σε υποπροϊόντα μεγάλης κατανάλωσης, στην πρώτη σειρά των οποίων υπάρχει το μοτίβο της «κούρσας» προς την ευτυχία. Μάταια όμως θα αναζητούσαμε την ιδέα της ευτυχίας, κι ακόμα την ίδια τη λέξη, στον Μαρξ ή στον Λένιν. Κι ο Τσε Γκουεβάρα υπογράμμιζε άλλοτε πως ο επαναστάτης δεν αναζητάει την «ευτυχία», αλλά μια άλλη ζωή, που θα μπορούσε να δώσει στο σχέδιό του μια διάσταση άλλη από την κενότητα του καθημερινού». Και πέρα από τους επαναστάτες και τις επαναστάσεις, αυτή η «κενότητα» για πολλούς φιλοσόφους έχει ένα συγκεκριμένο οντολογικό περιεχόμενο, που ίσως κάποιος θα άξιζε το κόπο να το παρουσιάσει. (Τελείως παρενθετικά, πάνω σ’ αυτό το θέμα βλέπε το άρθρο του Paul Tillich : Οι τρεις τύποι αγωνίας, περιοδ. Εποπτεία, Νο2)