Γράφει ο Καβάφης στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους»: « Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους... τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα•
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»
Ο Αλέξης Τσίπρας επιβεβαίωσε την αποδοχή σημαντικής μερίδας του ελληνικού λαού στο πρόσωπό του τρεις φορές σε ένα χρόνο. Την τρίτη φορά, μάλιστα, έχοντας υπογράψει ένα σκληρό (τρίτο στη σειρά) μνημόνιο, το οποίο δεσμεύτηκε να υλοποιήσει.
Είναι αλήθεια πως τα μνημόνια περιγράφουν στόχους. Για το ασφαλιστικό, για παράδειγμα, ο στόχος είναι μείωση της ασφαλιστικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ, ήτοι 1,8 δις ευρώ ετησίως.
Ο στόχος είναι δεσμευτικός, η μέθοδος όχι. Δυστυχώς, όμως, την μέθοδο μπορεί να την προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, την τελική έγκριση, ωστόσο, την δίνουν οι δανειστές. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, πως εφόσον το κουαρτέτο εκτιμά πως με την προτεινόμενη μέθοδο (σχέδιο Κατρούγκαλου) δεν επιτυγχάνεται ο στόχος, μικρή αξία έχει η πρόταση.
Το ίδιο συμβαίνει και ως προς τα άλλα ζητήματα που εκκρεμούν στη διαπραγμάτευση.
Ακόμα και όταν οι εκτιμήσεις των δανειστών –κυρίως του ΔΝΤ- έχουν πλειστάκις διαψευσθεί εν τοις πράγμασι, η εμμονή συντηρητικών ευρωπαϊκών κύκλων να διατηρούν το ΔΝΤ με πρωταγωνιστικό ρόλο εντός του παιχνιδιού δεν είναι εύκολο να ανατραπεί.
Εφόσον, λοιπόν, η διαπραγμάτευση εντός των επόμενων εβδομάδων δεν καταλήξει σε τεχνική συμφωνία με τους δανειστές, η μοναδική διέξοδος του Αλέξη Τσίπρα είναι η επιδίωξη «πολιτικής λύσης». Γι αυτό, άλλωστε, συνομίλησε με την Άνγκελα Μέρκελ, στο περιθώριο της διάσκεψης για τη Συρία στο Λονδίνο, για τον ίδιο λόγο θα συναντηθεί στις 17 Φεβρουαρίου με τον Φρανσουά Ολάντ.
Δυστυχώς για την ελληνική κυβέρνηση έχει αποδειχθεί αρκετές φορές, από τον Ιανουάριο του 2015 και εντεύθεν, πως η αναζήτηση πολιτικής λύσης δεν αποδίδει αφού οι δανειστές προκρίνουν την ανάγκη να υπάρχει σαφής τεχνική γνωμάτευση πριν οι ευρωπαίοι ηγέτες προσυπογράψουν οιαδήποτε λύση.
Μέρκελ και Σόϊμπλε θέλουν οπωσδήποτε την πολιτική επίφαση του ΔΝΤ για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος ενώπιον της γερμανικής Βουλής. Το ίδιο και οι γερμανικοί «δορυφόροι» της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης.
Χωρίς ΔΝΤ, λοιπόν, ομελέτα δεν γίνεται.
Με βάση τα παραπάνω ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει άμεσα να αξιολογήσει τις πολιτικές επιλογές του:
Πρώτη είναι να εξαντλήσει και την τελευταία ικμάδα πολιτικού αποθέματος που διαθέτει και να κλείσει την πρώτη αξιολόγηση, ελπίζοντας πως η αλλαγή του κλίματος στην οικονομία μετά, θα τον βοηθήσει να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να πορευθεί με μεγαλύτερη άνεση και σε ικανό βάθος πολιτικού χρόνου. Η αλήθεια είναι πως θα είναι εντελώς διαφορετική η δυναμική των πραγμάτων μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, εκκινώντας από την απελευθέρωση της ποσοτικής χαλάρωσης μέσω ΕΚΤ και την σταδιακή άρση των capital controls έως και τη δυνατότητα συντεταγμένης και διακριτικής εξόδου στις αγορές.
Δεύτερη είναι να συγκρουστεί με τους δανειστές (Γερμανία), επιμένοντας στην δική του μέθοδο υλοποίησης των στόχων του μνημονίου, με εξαιρετικά αυξημένο, όμως, τον κίνδυνο να εμπλακεί σε ένα νέο σπιράλ πολιτικής αβεβαιότητας με το Grexit εκ νέου στο τραπέζι –όπως συνέβη τους πρώτους επτά μήνες της προηγούμενης χρονιάς. Στο τέλος μιας τέτοιας σύγκρουσης υπάρχει, προφανώς, το ενδεχόμενο των εκλογών. Αυτό του προτείνουν, άλλωστε, κατά τις πληροφορίες, οι πιο σκληροί της κυβέρνησής του. Όμως, ακόμα και στο αρκετά πιθανό ενδεχόμενο να κερδίσει άλλη μια εκλογική αναμέτρηση, τι είναι αυτό που τον κάνει να πιστεύει πως μπορεί να αλλάξει η στάση των δανειστών, οι οποίοι δεν συγκινήθηκαν ιδιαίτερα ούτε από το 62% του «Όχι» στο δημοψήφισμα, ούτε από τον εκλογικό του θρίαμβο του Σεπτεμβρίου;
Τρίτη επιλογή είναι να παραδώσει την εξουσία σε μια Οικουμενική διακυβέρνηση που υποτίθεται πως θα έχει το πολιτικό εύρος να υλοποιήσει σκληρά μέτρα. Προσώρας, κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο, καθώς τέτοια βούληση δεν διαμορφώνεται ούτε στην ηγεσία της Ν.Δ.
Εάν λάβει υπόψη του κανείς πως το φαραωνικό βάρος του προσφυγικού δεν οδηγεί τους Ευρωπαίους σε αλλαγή γραμμής πλεύσης ως προς το δημοσιονομικό, το ασφαλιστικό και το φορολογικό (θέματα που λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία), από τις προαναφερθείσες επιλογές μία μόνο μοιάζει λογική. Η πρώτη…
Εκτός εάν, τελικώς, «οι βάρβαροι είναι, τελικά, μια κάποια λύσις». Αλλά ως πότε;
Υ.Γ Εις απάντηση του Σπύρου Ριζόπουλου (για το “άρθρο του περί Grexit ή Οικουμενικής)
Πηγή