tromaktiko: «Μα ίντα να το κάνεις σύντεκνε…»

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

«Μα ίντα να το κάνεις σύντεκνε…»



Και δεν φτάνει που ο Ανδρέας Εφεντάκης ο λεβεντόγερος της... «Πέρα Γειτονιάς» των έρημων Ατσιπάδων του δήμου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου παραμένει ένας από τους τρείς γενναίους ακοίμητους… φρουρούς… Και δεν αρκεί που ο καθημερινός αβάσταχτος πόνος του… μπλέκει και γίνεται μαντινάδα-μοιρολόι τα τελευταία χρόνια, στη μακριά λευκή γενειάδα του από τον απρόσμενο θάνατο του γιού του, ήρθαν και τα δυσβάσταχτα μέτρα των εκβιαστών τυράννων που υλοποιούν οι εγχώριοι υποτακτικοί τους και λυγίζουν ακόμα και τους πιο σκληροτράχηλους…

Μα μέσα σε αυτή τη μεγάλη ταραχή της ψυχής, αυτοί οι μετρημένοι φύλακες, που αναπνέουν μονίμως και όλες τις ώρες τη… μοναξιά που τους «μαραζώνει τη ζωή», δεν έχουν πια καμιά άλλη έγνοια παρά πώς θα παλέψουν οι νέες γενιές, «ο ανθός της χώρας», στο σημερινό περιβάλλον που εγκλιμάτισαν «τα τελευταία σαράντα χρόνια» οι διεφθαρμένοι του πολιτικού συστήματος, που λεηλάτησαν και στέγνωσαν τον δημόσιο πλούτο και έφεραν τη χώρα «στα σημερινά αδιέξοδα».

«ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΠΕΙΝΑΣΑΜΕ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ…»


Μόλις έχει γυρίσει από το κλάδεμα των ελιών του ο Ανδρέας Εφεντάκης. «Ο κόσμος στα χωριά δεν έχει δει ακόμη τη φτώχεια», λέει

«Επαέ στα χωριά», διαπιστώνει, «δεν έχομενε καταλάβει ακόμη τη-μ-πείνα, έχομενε το λαδάκι μας, το κρασάκι μας, τα χορταρικά μας, τα περβολάκια μας, τη βγάζομενε! Ίντα να λένε αυτοί που είναι στσι πόλεις και ειδικά στην Αθήνα, που δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα; Μια ζωή εψήφιζα Πα.Σο.Κ. μα εδά δε θέλω να τσι θωρώ! Αυτοί κι η Ν.Δ. μας εφέρανε επά που ‘μαστονε σήμερο και μας εκλέβανε σαράντα χρόνια. Εκείνα φέρανε τούτα… Απογοητεύομαι, στενοχωριούμαι μα δε μπορώ να κάμω και διαφορά! Από τη μια μέρα στην άλλη δε γατές ίντα θα σου ξημερώσει…»

Αγρότης από… γεννησιμιού του, ήταν μια ζωή, πλέον των εξήντα χρόνων, πάνω σε ένα… δέντρο κλαδευτής με το αλυσοπρίονο, το πριόνι και το κλαδευτήρι και για το μεροκάματο. Γύρισε όλα τα χωριά της επαρχίας του «από τα Ακούμια μέχρι τον Άη Γιάννη τον Καμένο». Άνθρωπος που είχε… σπουδάσει το αντικείμενο στην πράξη, ήταν ένα καθημερινό… ημερομίσθιο η πολύχρονη βιοπάλη του για να σταθεί αυτός και το σπίτι του και να ανανεώσει το δέντρο και να ξαναγεννήσει όμορφους καρπούς.

«ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝΕ ΝΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΘΟΥΝΕ…»

Μόνη… ψυχαγωγία του στη μέρα της πλήξης,του έμεινε η τηλεόραση, και αυτή για να ενημερωθεί! Τα σπίτια γύρω-γύρω χάνουν τις αντοχές τους και όσα δεν πέφτουν ετοιμάζονται να χαθούν μέσα στο χρόνο. Τον «τρώει» που «τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούνε να συνεννοηθούνε και να νοιαστούνε για την πατρίδα ούλοι ενωμένοι. Μα δεν έχουνε μωρέ αυτοί ελληνικό αίμα;» διερωτάται. Διαπιστώνει, πάντως, πως «το ένα κόμμα θέλει να ρίξει το άλλο για να κλέβουν και ο μόνος που την πληρώνει είναι ο κόσμος.


Το ένα από τα δυο σπίτια στην «Πέρα Γειτονιά» των Ατσιπάδων που μένει ανοιχτό, μέσα στο πράσινο και τα λουλούδια

Εφτάξαμενε και πάλι το κόμμα να μπαίνει στο κράτος και να κάνει κουμέντο! Τσι σιχαθήκανε ούλοι γιατί δείξανε πως δεν θένε πράμα άλλο παρά μόνο τη μαντζαδούρα!»

Ο ίδιος παιδί του πολέμου, στα 7 του χρόνια και μετά, γεύτηκε τη γερμανική βαρβαρότητα καθώς το χωριό του οι Ατσιπάδες και η ανταρτομάνα Κοξαρέ μόλις δυο χιλιόμετρα πιο κάτω, είχαν χαρακτηριστεί «οι τόποι των Μποσλεβίκων» και ήταν σε… μόνιμη καταδίωξη από τους ναζί. Και ότι δεν κατάφεραν, τότε, στην τετράχρονη υποδούλωση, λέει, «με τα όπλα, μας τα παίρνουνε εδά με το γάντι!»

Όταν πια σήμανε η απελευθέρωση και ακολούθησε ο υποκινούμενος αλληλοσπαραγμός, θα έπρεπε από τη στάχτη να ξαναγεννηθεί η… ζωή! «Φορούσαμε μπαλωμένα ρούχα και μπαλωμένα παπούτσια, ούλοι ήμαστονε στη δυστυχία», θυμάται και έχει τις εικόνες της φτώχιας και της μιζέριας. «Πόσοι δεν ποθάνανε στσι πόλεις από τη-μ-πείνα; Επαέ στα χωριά μας ανασηκώσαμε τσι απατούς μας και ξαναστελιώσαμε με χίλια βάσανα. Μα σταθήκαμε και πολεμήσαμε και ξανοίξαμε τα κοπέλια μας να μορφωθούνε και να φύγουνε από τη σκλαβιά τση ζωής. Και φύγανε τα κοπέλια και γινήκανε ανθρώποι. Μα εδά ξανάρθενε πάλι η κατοχή και τα κοπέλια φεύγουνε σπουδαγμένα σε άλλα κράτη. Μας τα παίρνουνε! Η Ελλάδα βγάνει κεφάλια και τα χάνομε…»

Και όταν πια ο περήφανος πονεμένος Κρητικός παίρνει το μπουκάλι να το γεμίσει με το εκλεκτό του «γερασμένο κρασί μαρουβά» των «τριάντα χρονών» που τον κερνά σε… ειδικές περιπτώσεις, μονολογεί:«Μα ίντα να το κάνεις σύντεκνε, εμείς έχομενε το μεγαλύτερο πλούτο στον κόσμο, τον ήλιο και τη θάλασσα και δεν τα υπολογίζομενε. Τούτα βάνουνε μπροστά και θένε να μας τα πάρουνε. Η χώρα ξεπουλιέται, ήτανε σχέδιό τους…»

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!