Το 2007 ο 39χρονος Άντονι Μίλερ μπήκε στο υποκατάστημα μιας τράπεζας στην περιοχή....
Ephrata της Πενσυλβάνια. Φορούσε μια πράσινη μπλούζα και πέρασε απαρατήρητος απ’ τους υπαλλήλους, μέχρι τη στιγμή που κάλυψε το πρόσωπο του με ένα ύφασμα και φώναξε: «Ληστεία!» Δεν έκανε απότομες κινήσεις ούτε έδειχνε ταραγμένος.
Στο χέρι του κρατούσε ένα μαύρο όπλο και πολύ ήρεμα, ζήτησε απ’ τους εργαζόμενους να γεμίσουν με χρήματα τις σακούλες που είχε μαζί του.
Αν και ήταν οπλισμένος, δεν έκανε καμία προσπάθεια να τρομοκρατήσει τον κόσμο ή να απειλήσει τους υπαλλήλους, οι οποίοι βέβαια ακολούθησαν κατά γράμμα τις εντολές του. Καθώς γέμιζαν τις σακούλες με χρήματα, ο Μίλερ τους ρωτούσε συνεχώς αν φώναξαν την αστυνομία. Κάθε φορά που έπαιρνε αρνητική απάντηση, ρωτούσε ξανά. Έμοιαζε να τους προτρέπει να καλέσουν τις αρχές.
Ακόμα και όταν οι σακούλες γέμισαν και ήρθε η ώρα να φύγει, ο ληστής περίμενε στην τράπεζα. Οι υπάλληλοι, απορημένοι με τη συμπεριφορά του, κάλεσαν επιτέλους την αστυνομία. Ο Μίλερ δεν έφυγε, όταν άκουσε τις σειρήνες. Ήταν απόλυτα συνεργάσιμος και δεν προέβαλε καμιά αντίσταση στους αστυνομικούς, στους οποίους είπε ότι αποφάσισε να ληστέψει την τράπεζα, γιατί ήθελε να γλιτώσει απ’ τη γυναίκα του. Ήθελε να χωρίσουν, αλλά η γυναίκα του απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, αν την άφηνε.
Δεν είχε καμία πρόθεση να προκαλέσει κακό σε κανέναν. Το όπλο που είχε μαζί του ήταν αεροβόλο. Ο Μίλερ ισχυρίσθηκε ότι η σύζυγός του τον κακοποιούσε, ψυχολογικά και σωματικά. Οι αστυνομικοί τον άκουσαν αλλά δυσκολεύονταν να τον πιστέψουν.
Όπως τους είπε γνωρίστηκαν σε μια ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης μόνο για Χριστιανούς. Παντρεύτηκαν το 2004, αλλά αντιμετώπιζαν προβλήματα στη σχέση τους. Ο Μίλερ έπασχε από κατάθλιψη, αλλά δεν ήταν ασφαλισμένος και δεν μπορούσε να καλύψει το κόστος της θεραπείας του. Η σύζυγός του επιδείνωνε την κατάσταση με την συμπεριφορά της, με αποτέλεσμα ο Μίλερ να φτάσει να προτιμά τη φυλακή, ελπίζοντας ότι έτσι θα μείνει μακριά της.
Αν και οι προθέσεις του δεν ήταν εγκληματικές, ο Μίλερ δήλωσε ένοχος για ληστεία τραπέζης και καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλάκισης. Ο δικαστής αντιμετώπισε τον κατηγορούμενο με συμπάθεια: «Δέχομαι ότι δεν σκόπευε να προκαλέσει κακό σε κάποιον. Έκανε μία κακή απόφαση υπό πίεση.
Πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα το ξανακάνει, όμως». Για καλή του τύχη, μετά από λίγους μήνες, βγήκε και το διαζύγιο με τη γυναίκα του. Ο Μίλερ δικαιώθηκε όταν ο αστυνομικός που τον συνέλαβε γνώρισε τη σύζυγό του, η οποία είχε πάει να πάρει το αμάξι του Μίλλερ, μετά τη σύλληψη. Ο αστυνομικός πέρασε 20 λεπτά μαζί της και όταν έφυγε, δήλωσε πως ήταν κι αυτός έτοιμος για τη φυλακή!
Ephrata της Πενσυλβάνια. Φορούσε μια πράσινη μπλούζα και πέρασε απαρατήρητος απ’ τους υπαλλήλους, μέχρι τη στιγμή που κάλυψε το πρόσωπο του με ένα ύφασμα και φώναξε: «Ληστεία!» Δεν έκανε απότομες κινήσεις ούτε έδειχνε ταραγμένος.
Στο χέρι του κρατούσε ένα μαύρο όπλο και πολύ ήρεμα, ζήτησε απ’ τους εργαζόμενους να γεμίσουν με χρήματα τις σακούλες που είχε μαζί του.
Αν και ήταν οπλισμένος, δεν έκανε καμία προσπάθεια να τρομοκρατήσει τον κόσμο ή να απειλήσει τους υπαλλήλους, οι οποίοι βέβαια ακολούθησαν κατά γράμμα τις εντολές του. Καθώς γέμιζαν τις σακούλες με χρήματα, ο Μίλερ τους ρωτούσε συνεχώς αν φώναξαν την αστυνομία. Κάθε φορά που έπαιρνε αρνητική απάντηση, ρωτούσε ξανά. Έμοιαζε να τους προτρέπει να καλέσουν τις αρχές.
Ακόμα και όταν οι σακούλες γέμισαν και ήρθε η ώρα να φύγει, ο ληστής περίμενε στην τράπεζα. Οι υπάλληλοι, απορημένοι με τη συμπεριφορά του, κάλεσαν επιτέλους την αστυνομία. Ο Μίλερ δεν έφυγε, όταν άκουσε τις σειρήνες. Ήταν απόλυτα συνεργάσιμος και δεν προέβαλε καμιά αντίσταση στους αστυνομικούς, στους οποίους είπε ότι αποφάσισε να ληστέψει την τράπεζα, γιατί ήθελε να γλιτώσει απ’ τη γυναίκα του. Ήθελε να χωρίσουν, αλλά η γυναίκα του απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει, αν την άφηνε.
Δεν είχε καμία πρόθεση να προκαλέσει κακό σε κανέναν. Το όπλο που είχε μαζί του ήταν αεροβόλο. Ο Μίλερ ισχυρίσθηκε ότι η σύζυγός του τον κακοποιούσε, ψυχολογικά και σωματικά. Οι αστυνομικοί τον άκουσαν αλλά δυσκολεύονταν να τον πιστέψουν.
Όπως τους είπε γνωρίστηκαν σε μια ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης μόνο για Χριστιανούς. Παντρεύτηκαν το 2004, αλλά αντιμετώπιζαν προβλήματα στη σχέση τους. Ο Μίλερ έπασχε από κατάθλιψη, αλλά δεν ήταν ασφαλισμένος και δεν μπορούσε να καλύψει το κόστος της θεραπείας του. Η σύζυγός του επιδείνωνε την κατάσταση με την συμπεριφορά της, με αποτέλεσμα ο Μίλερ να φτάσει να προτιμά τη φυλακή, ελπίζοντας ότι έτσι θα μείνει μακριά της.
Αν και οι προθέσεις του δεν ήταν εγκληματικές, ο Μίλερ δήλωσε ένοχος για ληστεία τραπέζης και καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλάκισης. Ο δικαστής αντιμετώπισε τον κατηγορούμενο με συμπάθεια: «Δέχομαι ότι δεν σκόπευε να προκαλέσει κακό σε κάποιον. Έκανε μία κακή απόφαση υπό πίεση.
Πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα το ξανακάνει, όμως». Για καλή του τύχη, μετά από λίγους μήνες, βγήκε και το διαζύγιο με τη γυναίκα του. Ο Μίλερ δικαιώθηκε όταν ο αστυνομικός που τον συνέλαβε γνώρισε τη σύζυγό του, η οποία είχε πάει να πάρει το αμάξι του Μίλλερ, μετά τη σύλληψη. Ο αστυνομικός πέρασε 20 λεπτά μαζί της και όταν έφυγε, δήλωσε πως ήταν κι αυτός έτοιμος για τη φυλακή!