Θεριεύει μέσα μου η Άνοιξη, η διττή∙ η μια της πλάσης και η άλλη η νοητή. Βλέπεις είν’
όλες αυτές οι ανεξέλεγκτες καταστάσεις που...
δημιουργούνται στην ιδιοσυγκρασία
μου, σαν σύσσωμη η λαμπρότητα τούτης της αέναης εποχής εγκεντρίζεται στην ψυχή
μου. Είναι όλες αυτές οι ανερμήνευτες αλληλουχίες που προκύπτουν από τις εν
αγάπη καταβάσεις του άφθαρτου, συνάμα με τις διεισδύσεις του στο συγκαταβατικό φθαρτό,
που εφόσον χρειαζόταν να τις διερμηνεύσω, απαρέγκλιτα, θα επιστράτευα τη
μυρουδιά του θυμαριού όπου αλαμπρατσέτα με τη θαλασσινή αύρα του μπάτη καθαγιάζουν
τους ανοιξιάτικους εσπερινούς περιπάτους. Αν και, τώρα που το καλοσκέφτομαι, νομίζω
ότι πάλι θα κόμπαζα να λάβω θέση αντάξια τούτης της λιτής ιεροτελεστίας και για
το πώς εντέλει αυτή εγγράφεται εντός μου.
Κάπως
έτσι, λοιπόν, μες στην προσπάθεια μου να ορίσω και να οριστώ, βάσει των όσων εξελίσσονται
γύρω μου και εντός μου, χάνουν την εξουσία τους οι βεβαιότητες με τις οποίες
γαλουχήθηκα εξ απαλών ονύχων και όλες οι νόρμες που επιβάλλει η συνήθεια,
κλονίζονται συθέμελα∙ οπότε εκ των συγκυριών οδηγούμε, ως ον το οποίο αρέσκεται
να προκαλεί της ζωής το επέκεινα, να μεταχειριστώ κάποιου άλλου είδους
συνειρμούς, μιας κάποιας άλλης ειδικής εκλέπτυνσης, αφού εκ πεποιθήσεως
αρνούμαι να παραδεχθώ αδιέξοδα σε τούτα εδώ τα θέματα, τουλάχιστον από την
άποψη του επιτρεπτού.
Στοχάζομαι,
λοιπόν, ότι εκ των πραγμάτων και προκειμένου να χωρέσει ο ανθρώπινος νους
τούτες τις απροϋπόθετες εν καταφάση συμπράξεις του δοτικού ουράνιου με το
δεκτικό επίγειο, σκαρφίστηκε τους παραλληλισμούς και τις ποιητικές αδείες και κάθε
είδους εκφραστική υπερβολή κι όλη τη γλαφυρότητα των συμφραζόμενων, ενίοτε την λαλίστατη
σιωπή, μήπως και έτσι κατορθώσει να συνταιριάξει το άρρητο κάλλος με την
πεπερασμένη μεν, αλλά εν δυνάμει άγια δε υπόσταση του.
Από
την άλλη, όμως, το αντιλαμβάνομαι σαν μια φαινομενική αντίφαση η οποία, σχεδόν
νομοτελειακά, αμβλύνεται και λειαίνει καθώς οδεύει προς τον κοινό της προορισμό∙
τη γνώση Του, και μάλιστα την αλησμόνητη. Αφενός, λοιπόν, το προσλαμβάνω ωσάν
ψιθυρισμό αγαλλίασης, να με πληροφορεί στο βάθος της καρδιάς για το πως πληρώνεται
η στιγμή ως απεικόνιση της ταπεινότητας. Αφετέρου ολόιδια έκρηξη, δεινή, μεγαλειώδης
μες στην απλότητά της η οποία προκαλείται από την αποκάλυψη των δυο Ανοίξεων πλέον
ως εφαπτόμενες, σε πλήρη ανταπόκριση της συνεπούς και αδιάλειπτης λαχτάρας για μίμηση,
νοούμενη ως μετοχή, στου αρχέτυπου το κλέος, το οποίο κυοφορεί τούτο το γεγονός
της ώσμωσης.
Μυστήρια
μυστηρίων και άβυσσοι αβύσσων που δες τα πως φωτίζονται καθώς τα προσλαμβάνω
από τη σκοπιά του άνθους της μυρτιάς, του κλώνου της αγριελιάς, της δροσοσταλιάς
του παφλασμού του αρχιπελάγους, του φαναριού στης ψαρόβαρκας την πλώρη ή του οικογενειακού
τραπεζώματος κάποιο κυριακάτικο απομεσήμερο.
Άλλωστε,
χάριν μιας τέτοιας δοξαστικής έξαρσης εξωστρέφειας ήταν που κάποτε δήλωσα οπαδός
της μεταμόρφωσης -δίχως ούτε στιγμή να το αναιρώ- και ότι αρκούν τούτες οι
καθημερινές και ανεπαίσθητες μικρές νεκραναστάσεις, ώστε πατώντας επάνω τους η
ψυχή, να δρασκελίσει ως τη συναίσθηση του αγνοημένου της εαυτού.
Νεκραναστάσεις…
σαν τη σημερινή, του φίλου του Χριστού μας, του Λαζάρου η οποία αποτελεί ακόμη μια
πρόγευση της άλλης, της αυτόβουλης και ανεπανάληπτης μες στη λαμπρότητά της, η
οποία εντός ολίγου έπεται να σηματοδοτήσει άπαξ και δια παντός την ίαση κάθε
ανθρώπου εκ του μεγαλύτερου βραχνά –του μόνου δεδομένου της ζωής του- του θανάτου,
δυναμιτίζοντας εξακολουθητικά τη λογική. Ή πάλι σαν αυτές που προανέφερα τις ανεπαίσθητες,
τις πιο προσωπικές, τις καθημερινές με τα σκαμπανεβάσματα τους που όμως πάντα
εδράζονται -ή τουλάχιστον θα πρεπε- στα ίδια κίνητρα∙ τα αγαπητικά.
Με
τούτα και με κείνα, ωθούμενος απ’ την αποδοχή των κρύφιων νοημάτων, όπως αυτά
αποκαλύπτονται μοναδικά σε κάθε άνθρωπο, διαρκώς βυθίζομαι συνειδητά και θεληματικά
στο νόημα της ζωής, που τελικά δεν είναι άλλο από μια ορθάνοιχτη καρδιά για τα
χαρίσματα, αλλά και τις παραξενιές του κάθε άλλου.
Πηγή

