μήκη και τα πλάτη της γης. Ως φαντάσματα θεωρούνται οι εμφανίσεις ειδώλων ανθρώπων που έχουν πεθάνει.
Υπάρχουν μαρτυρίες για φαντάσματα εντελώς στέρεα και ορατά, τα οποία μπορείς να αισθανθείς με την αφή (προσοχή όμως: τα χέρια τους είναι πα-γω-μέ-να!!), φαντάσματα που φαίνονται αχνά σαν σκιές ή ομίχλη και φαντάσματα εντελώς διάφανα που μόλις και φαίνεται το περίγραμμά τους.
Υπάρχουν άνθρωποι φαντάσματα, ζώα φαντάσματα, αντικείμενα φαντάσματα, ακόμα και σπίτια ή λόφοι ή δέντρα φαντάσματα.
Η πιο κοινή θεωρία για τα φαντάσματα, λέει ότι αυτά είναι ψυχές πεθαμένων που δε μπορούν να αναπαυθούν λόγω κάποιας εκκρεμότητας στον επάνω κόσμο, ή κάποιας μεγάλης αδικίας που τους έγινε ή που αυτά κάνανε, ή λόγω μεγάλης λύπης για κάτι, ή λόγω μεγάλου ψυχικού δεσίματος με κάποιο συγκεκριμένο μέρος, ή γιατί πέθαναν ξαφνικά και δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι πέθαναν και πάει λέγοντας.
Πιο μοντέρνες θεωρίες απορρίπτουν την μετά θάνατον ζωή των φαντασμάτων.
Άλλες θεωρίες πάλι, βλέπουν τα φαντάσματα σαν οντότητες ανεξάρτητες από το θανόν άτομο, του οποίου τη μορφή οικειοποιούνται και άλλες πάλι λένε άλλα που, αν τα γράφαμε, δεν θα ‘χαμε τον τελειωμό μας. Τα φαντάσματα έχουν και ημερομηνία λήξης και σχεδόν κανένα δεν επιζεί περισσότερο από 500 ή 600 το πολύ χρόνια.
Οι θρύλοι και οι ιστορίες θέλουν τα φαντάσματα άλλοτε καλά κι άλλοτε κακά και συνήθως αδιάφορα. Η εμφάνισή τους πάντως, συχνά συνοδεύεται από αίσθημα ψύχους, μελαγχολικά προαισθήματα ή αισθήματα ματαιότητας και κατάθλιψης, κάποτε κι από τρομώδες παραλήρημα. Γι’ αυτό και οι μάρτυρες είναι πολλές φορές αρνητικοί στο να εκθέσουν την εμπειρία τους, γιατί δε θέλουν να παραδεχτούν πόσο τρόμαξαν και σοκαρίστηκαν από αυτό που είδαν (ο άλλος λόγος είναι ότι δεν περιμένουν να τους πιστέψει ο κόσμος,).
Οι κακές γλώσσες, αφήνουν υπαινιγμούς για την εμμονή των φαντασμάτων με χώρους κακοφωτισμένους ή θεοσκότεινους ή περιοχές με συχνές ομίχλες (βάλτοι, λίμνες, Αγγλία). Άλλες γλώσσες, πιο κακές αυτές, κάνουν σχόλια για την κακή όραση των μαρτύρων και τη διανοητική ή σωματική τους κούραση την ώρα του συμβάντος. Τέλος, οι χειρότερες απ’όλες τις γλώσσες, επισημαίνουν την τάση των φαντασμάτων να εμφανίζονται σε άτομα με σχιζοφρενική προδιάθεση. Και αυτά είναι τα όσα λένε οι κακές οι γλώσσες περί των φαντασμάτων. Οι παρακάτω ιστορίες είναι αληθινές.
Ο Φαντάρος και η Κοπέλα
Κάποτε ήταν ένα παιδί ο Χ. Ο οποίος υπηρετούσε την θητεία του στον ελληνικό στρατό σε ένα στρατόπεδο σε ένα νησί της Ελλάδας. Όπως και κάθε άλλος στρατεύσιμος δικαιούταν κάποιες εξόδους και άδειες. Έτσι λοιπόν σε μια έξοδό του γνώρισε μια κοπέλα και από τότε άρχισαν να κάνουν παρέα.
Έβγαιναν για αρκετό καιρό και είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι. Όποτε μπορούσε και έβγαινε ο Χ. Από το στρατόπεδο πήγαινε και την έπαιρνε από το σπίτι της όπου και έδιναν ραντεβού. Ένα βράδυ λοιπόν που είχαν βγει να απολαύσουν την βόλτα τους η κοπελιά άρχισε να κρυώνει οπότε ο Χ. Έβγαλε το μπουφάν του και της το έδωσε να το φορέσει για να ζεσταθεί. Αφού τελείωσε η βραδινή βόλτα ο Χ. Μαζί με την κοπέλα επέστρεψαν στο σπίτι τους αφού ο Χ. την πήγε σπίτι της. Τη επόμενη μέρα ο Χ. διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να πάρει το μπουφάν του.
Έτσι λοιπόν πήγε στο σπίτι της να ζητήσει το μπουφάν του γιατί το χρειαζόταν. Όταν χτύπησε το κουδούνι του άνοιξε μια κυρία οπότε και ο νεαρός ζήτησε να δει την κοπέλα και εξήγησε και τον λόγο της επίσκεψής του. Τότε η γυναίκα του είπε πως η κοπέλα που ζητούσε να δει είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια.
Ο Χ. έμεινε άναυδος και άρχισε να της εξιστορεί όλη την ιστορία με την γνωριμία με την κοπέλα. Τότε η γυναίκα του υπέδειξε σε ποιο νεκροταφείο και σε ποιο ακριβώς σημείο είναι θαμμένη η κοπέλα. Ο Χ. πήγε στο νεκροταφείο του χωριού και έψαξε να βρει το μνήμα της κοπέλας. Μετά από λίγη ώρα τον βρήκε και διαπίστωσε κάτι πραγματικά απίστευτο, η κοπέλα ήταν όντως θαμμένη εκεί και πάνω στην ταφόπλακα υπήρχε παρατημένο το μπουφάν του.
Μια περίεργη παρουσία
Ήταν κάποτε ένας κύριος Κ. ο οποίος οδηγούσε με το αμάξι του σε έναν επαρχιακό δρόμο σε ένα χωριό της Θεσσαλίας. Καθώς οδηγούσε αντίκρισε στην άκρη του δρόμου έναν ηλικιωμένο άτομο με μια μαγκούρα ο οποίο του έκανε νόημα να σταματήσει. Ο Κ. σταμάτησε στην άκρη και είδε τον γέροντα να πλησιάζει.
Άνοιξε το παράθυρο και τότε ο γέροντας του ζήτησε ένα τσιγάρο. Ο Κ. ανταποκρίθηκε θετικά στην επιθυμία του γέροντα, και έτσι άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Του έδωσε το τσιγάρο και μετά ο γέροντας του ζήτησε φωτιά για να ανάψει το τσιγάρο.
Τότε ο Κ. έσκυψε να πάρει να του δώσει και τον αναπτήρα. Αλλά μόλις σηκώθηκε ο γέροντας είχε εξαφανιστεί. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έψαξε γύρω-γύρω να βρει τον γέροντα αλλά μάταια. Αυτό το περιστατικό είναι ένα από τα συνηθισμένα περιστατικά όπου εμφανίζεται ο φύλακας-άγγελος του καθένα μας για να μας προφυλάξει από κάποιο επερχόμενο κακό.
Το κορίτσι με το πιάνο
Κάποτε σε μια γειτονιά της Αθήνας υπήρχε ένα αρχοντόσπιτο, αυτά τα παλιά με τους διώροφα κτίσματα με εσωτερικές σκάλες και με κήπο. Σε αυτό το σπίτι έμενε μια τριμελής οικογένεια. Ο άντρας δούλευε σε κάποια μικρή επιχείρηση, η γυναίκα του σπιτιού ασχολιόταν με τις δουλειές του σπιτιού ενώ το παιδί τους, ένα μικρό κοριτσάκι πήγαινε σχολείο. Το κοριτσάκι αυτό είχε σαν χόμπι τη μουσική και του άρεσε πολύ το πιάνο.
Έτσι λοιπόν οι γονείς του το έγραψαν σε ένα ωδείο και λίγο καιρό αργότερα του αγόρασαν και ένα πιάνο για να μπορεί να κάνει πρακτική εξάσκηση. Το μικρό κορίτσι καθόταν λοιπόν κάθε απόγευμα, αφού τελείωνε όλες τις άλλες του δουλειές, και έπαιζε πιάνο για αρκετές ώρες.
Αυτό επαναλαμβανόταν συνέχεια κάθε μέρα σχεδόν πάντα μια συγκεκριμένη ώρα (ας πούμε ότι η ώρα αυτή ήταν 6 το απόγευμα). Μια μέρα όμως η μητέρα του της είπε να κάνει κάποιες δουλειές γιατί εκείνη θα έφευγε. Το κοριτσάκι δεν έκανε τις δουλειές που του είχε πει η μητέρα του και άρχισε να παίζει πιάνο. Όταν γύρισε η μητέρα του το βρήκε να παίζει πιάνο και υπέθεσε ότι οι δουλειές που τις είχε αναθέσει είχαν γίνει.
Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι το κοριτσάκι δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως έγινε έξω φρενών. Τότε άρχισε να μαλώνει το κορίτσι και ξέσπασε ένας μεγάλος καβγάς. Η μικρή έφυγε κλαίγοντας και άρχισε να ανεβαίνει την μεγάλη ξύλινη σκάλα μέχρι που την τράβηξε η μητέρα της.
Τότε το κοριτσάκι παραπάτησε και έπεσε από την σκάλα, χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και πέθανε. Μετά από το συμβάν οι γονείς της άφησαν το σπίτι αυτό και μετακόμισαν σε άλλη περιοχή της Ελλάδας. Το σπίτι αυτό ερήμωσε καθώς δεν είχε απομείνει τίποτα εκεί μέσα. Όμως όποιος περάσει έξω από αυτό το σπίτι αυτό μια συγκεκριμένη ώρα θα ακούσει το μικρό κορίτσι να παίζει πιάνο.
Η μοναχή
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έλαβε χώρα σε ένα μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στην Βόρεια Ελλάδα. Σε αυτό το μοναστήρι ζούσαν περίπου πενήντα μοναχές μαζί με την ηγουμένη. Η ζωή τους κυλούσε με τους ίδιους ρυθμούς κι έκαναν σχεδόν κάθε μέρα τις ίδιες δουλειές.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες είχαν καθίσει όλες οι μοναχές να φάνε και ξεκίνησε μια συζήτηση άγνωστου περιεχομένου. Πάνω στην κουβέντα όμως ξέσπασε μια έντονη λογομαχία ανάμεσα στην ηγουμένη και σε μια μοναχή. Οι τόνοι όμως ανέβηκαν πολύ και άρχισε η μία να βλαστημάει την άλλη. Τότε η μοναχή σηκώθηκε, άρπαξε ένα μαχαίρι και πάνω στα νεύρα της το κάρφωσε πάνω σε μια εικόνα της Παναγίας. Μετά από αυτό ο καβγάς σταμάτησε.
Τα χρόνια πέρασαν. Κι αν όχι όλες, οι περισσότερες μοναχές πέθαναν. Το περίεργο σε όλη την ιστορία είναι ότι η μοναχή που κάρφωσε το μαχαίρι στην εικόνα έχει κι αυτή πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αλλά το χέρι της που έμπηξε το μαχαίρι στην εικόνα ακόμα δεν έχει λιώσει.