αποτελούν κατ’ αρχήν όχι κάτι κακό, αλλά μια αμυντική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος για να προστατευθεί από κάποια λοίμωξη. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου η διαδικασία αυτή μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική για τα εγκεφαλικά κύτταρα και να οδηγήσει σε άνοια, επισημαίνουν οι ειδικοί.
Η «ανακάλυψη» αυτή ενισχύει την υπόθεση ορισμένων ερευνητών, σύμφωνα με την οποία η νόσος Αλτσχάιμερ μπορεί να σχετίζεται με μικροβιακή αιτιολογία. Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, με επικεφαλής τον νευροεπιστήμονα Ρούντολφ Τάντζι, έκαναν πειράματα με ποντίκια και σκώληκες.
Για την ανάγκη της μελέτης τους εισήγαγαν βακτήρια (π.χ. σαλμονέλας) στον εγκέφαλο των πειραματόζωων και διαπίστωσαν ότι τα ζώα γρήγορα ανέπτυξαν πλάκες της πρωτεΐνης βήτα-αμυλοειδούς. «Κάθε πλάκα είχε μέσα της ένα βακτήριο. Ένα και μοναδικό βακτήριο ήταν αρκετό για να οδηγήσει στη δημιουργία μιας ολόκληρης πλάκας μέσα σε ένα βράδυ», δήλωσε ο Ρ. Τάντζι.
Οι επιστήμονες θεωρούν πιθανό πλέον ότι -καθώς ο οργανισμός προσπαθεί να αμυνθεί- η μικροβιακή λοίμωξη «πυροδοτεί» το σχηματισμό πλακών, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Στην περίπτωση μιας λοίμωξης, βακτήρια, ιοί, μύκητες και άλλοι παθογόνοι μικροοργανισμοί μπορεί να διασχίζουν τον προστατευτικό αιματο-εγκεφαλικό φραγμό και να διεισδύουν στον εγκέφαλο. Τότε ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί το βήτα-αμυλοειδές για να παγιδεύσει και να εξοντώσει τα μικρόβια. Αν όμως αυτές οι κολλώδεις πρωτεϊνικές πλάκες δεν απομακρυνθούν αρκετά γρήγορα από τον εγκέφαλο (και αυτό μπορεί να εξαρτάται από το γενετικό «προφίλ» ενός ανθρώπου), τότε αποκτούν τοξική δράση.
Το επόμενο βήμα για τους Αμερικανούς ερευνητές θα είναι να εξετάσουν τους εγκεφάλους ασθενών που πέθαναν από Αλτσχάιμερ. Αν βρουν μικροβιακό DNA ή RNA μέσα στις πλάκες του βήτα-αμυλοειδούς, τότε θα έχουν ισχυρές ενδείξεις υπέρ της θεωρίας τους. Οι επιστήμονες, που προς το παρόν δηλώνουν επιφυλακτικοί ως προς τη νέα τους ανακάλυψη, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ