ψυχολόγοι”, όπως τους αρέσει να αυτοαποκαλούνται, νομίζουν ότι είναι σχετικά εύκολο να προβλέψουν τις στάσεις και τις συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων. Ο καθένας από εμάς διαθέτει διάφορες πληροφορίες που αφορούν τόσο στους εαυτούς μας και στους άλλους ανθρώπους που έχουν προέλθει από αμέτρητες προηγούμενες εμπειρίες. Πρέπει ωστόσο να πούμε με σιγουριά ότι έχουμε σταθερή πληροφόρηση για τους άλλους ανθρώπους; Καλύτερα να μην είμαστε τόσο σίγουροι.
Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι είναι προκατειλημμένοι όταν προβαίνουν σε εκτίμηση της συμπεριφοράς των άλλων ανθρώπων και των αιτιών τους. Και αυτές οι προκαταλήψεις μας βοηθούν να δούμε γιατί ακριβώς χρειαζόμαστε περισσότερα ψυχολογικά πειράματα και γιατί δεν μπορούμε να βασιστούμε στις διαισθήσεις μας για να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά των άλλων.
Μία από αυτές τις προκαταλήψεις ονομάζεται «η επίδραση της ψευδούς συναίνεσης». Στη δεκαετία του 1970 ο κοινωνικός ψυχολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ Lee Ross, έθεσε ως στόχο να δείξει πόσο η επίδραση της ψευδούς συναίνεσης λειτουργεί σε δύο πετυχημένες μελέτες (Ross , Greene and House, 1977).
Κατά την πρώτη μελέτη οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να διαβάσουν πληροφορίες σχετικά με ορισμένες καταστάσεις, στις οποίες είχε προκύψει μία σύγκρουση και μετά τους έδωσαν δύο εναλλακτικούς τρόπους αντίδρασης. Τους ζητήθηκε να κάνουν τρία πράγματα:
– Να μαντέψουν ποια επιλογή θα κάνουν οι άλλοι άνθρωποι,
– Να πουν ποια επιλογή θα διάλεγαν οι ίδιοι,
– Να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά του ατόμου που θα επιλέξει κάθε μία από τις δύο επιλογές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν περισσότερους άνθρωπους να πίστευουν ότι οι άλλοι θα κάνουν το ίδιο με αυτούς, ανεξάρτητα με το ποια από τις δύο απαντήσεις επέλεξαν οι ίδιοι πραγματικά. Αυτό δείχνει τί ονόμασαν ως επίδραση της ψευδούς συναίνεσης ο Ross και οι συνεργάτες του – την ιδέα ότι ο καθένας από εμάς πιστεύει ότι οι άλλοι άνθρωποι σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε και εμείς όταν στην πραγματικότητα δεν το κάνουν καθόλου συχνά.
Μια άλλη προκατάληψη, προέκυψε όταν οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά του ατόμου που έκανε την αντίθετη επιλογή με τις δικές τους. Σε σύγκριση με άλλα άτομα που έκαναν την ίδια επιλογή με αυτούς, οι άνθρωποι έκαναν πιο άσχημες υποθέσεις σχετικά με τις προσωπικότητες εκείνων που δεν συμμερίστηκαν την επιλογή τους. Για να το θέσω λίγο πιο χονδροειδώς: οι άνθρωποι έχουν την τάση να υποθέτουν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με όσους δεν συμφωνούν με τους ίδιους! Μπορεί να φαίνεται αστείο, αλλά είναι μια πραγματική προκατάληψη που επιδεικνύουν οι άνθρωποι.
Η διαπίστωση από την πρώτη μελέτη είναι πολύ καλή στη θεωρία. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται πραγματικά με τον τρόπο που λένε ότι θα το κάνουν; Στο κάτω κάτω, οι ψυχολόγοι έχουν βρει ελάχιστη σχέση μεταξύ της στάσης και της συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Γιατί είναι δύσκολο να «ψυχολογήσουμε» τη συμπεριφορά των άλλων;Στη δεύτερη μελέτη, ως εκ τούτου, ο Ross και οι συνεργάτες του εγκατέλειψαν τις υποθετικές καταστάσεις, τα τεστ με το μολύβι και το χαρτί και αντί αυτού, χρησιμοποίησαν ένα χάρτινο διαφημιστικό πλακάτ, όπως αυτά που φορούν στους δρόμους.
Αυτή τη φορά ένα νέο δείγμα των συμμετεχόντων, οι οποίοι ήταν φοιτητές, ρωτήθηκαν αν θα ήταν πρόθυμοι να περπατήσουν γύρω από την πανεπιστημιούπολη τους για 30 λεπτά φορώντας ένα διαφημιστικό πλακάτ που έγραφε: «φάτε στου Τζο». (Δεν τους δόθηκαν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα των τροφίμων του Τζο και κατά συνέπεια, πόσο ανόητοι θα έδειχναν οι φοιτητές που θα υποστήριζαν κάτι που δεν ήξεραν).
Για να κινητοποιήσουν τους συμμετέχοντες, τους είπαν απλά ότι θα μάθουν «κάτι χρήσιμο», από τη μελέτη, αλλά ότι ήταν απολύτως ελεύθεροι να αρνηθούν, αν ήθελαν.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης επιβεβαίωσαν την προηγούμενη μελέτη. Από εκείνους που συμφώνησαν να φορέσουν το χάρτινο διαφημιστικό πλακάτ, το 62% πιστεύει ότι και οι άλλοι θα συμφωνήσουν επίσης. Από εκείνους που αρνήθηκαν, μόνο το 33% πιστεύει ότι οι άλλοι θα συμφωνήσουν να φορέσουν το χάρτινο διαφημιστικό πλακάτ.
Και πάλι, όπως και πριν, οι άνθρωποι κάνουν πιο άσχημες υποθέσεις για την προσωπικότητα του ατόμου που πήρε την αντίθετη απόφαση με τη δική τους. Μπορείτε να φανταστείτε που μπορεί να επεκταθεί αυτή η σκέψη… Οι άνθρωποι οι οποίοι συμφώνησαν να φορέσουν το χάρτινο διαφημιστικό πλακάτ θα μπορούσαν να πουν: «Τι δεν πάει καλά με κάποιον που αρνείται ; Νομίζω ότι πρέπει πραγματικά να φοβούνται μην μοιάζουν ανόητοι».
Ενώ οι άνθρωποι που αρνήθηκαν: «Ποιοι είναι αυτοί οι επιδειξίες που συμφώνησαν να φορέσουν το διαφημιστικό πλακάτ; Γνωρίζω ανθρώπους σαν κι αυτούς – είναι πραγματικά παράξενοι».Είμαστε φτωχοί διαισθητικοί ψυχολόγοι. Αυτή η μελέτη είναι συναρπαστικη, όχι μόνο γιατί δείχνει μια προκατάληψη για το πώς σκεφτόμαστε για τις συμπεριφορές των άλλων, αλλά και γιατί δείχνει τη σημασία των ψυχολογικών μελετών.
Όπως δείχνει αυτή η μελέτη κοινωνικής ψυχολογίας, οι άνθρωποι είναι πραγματικά πολύ κακοί διαισθητικοί ψυχολόγοι. Μία από τις λίγες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό είναι όταν η απάντηση είναι πραγματικά πολύ προφανής, όπως όταν ζητείται από τους ανθρώπους αν είναι σύμφωνοι για να διαπράξουν φόνο. Αλλά οι ερωτήσεις που μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι γενικά δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσες, όπως εκείνες στις οποίες παρουσιάζουμε διαφορετικές απόψεις.
Οι άνθρωποι είναι επίσης πιο πιθανό να υποθέσουν ότι κάποιος που δεν έχει τις ίδιες απόψεις με αυτούς έχει πιο «άσχημη» προσωπικότητα από τη δική τους. Αυτό συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι σκέφτονται για τον εαυτό τους, είτε συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι σίγουρα σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο όπως αυτοί;
Λοιπόν, προφανώς όχι. Το γεγονός ότι γνωρίζουμε, ότι δεν γνωρίζουμε τους άλλους ανθρώπους, αυτό είναι ένα σπουδαίο ξεκίνημα. Και αυτός είναι ένας καλός λόγος για τον οποίο χρειαζόμαστε ψυχολογικές μελέτες με αξιόπιστες αποδείξεις.
Πηγή