κάτι που αγαπάνε. Και αυτοί οι άνθρωποι κουράζονται φυσικά, αλλά η κούρασή τους από την κάθε ημέρα εργασίας είναι «γλυκιά», ακριβώς επειδή αφιερώνουν το χρόνο και την ενέργειά τους σε κάτι με το οποίο περνούν καλά. Όμως αυτό, δυστυχώς, δεν ισχύει για τους περισσότερους ανθρώπους. Οι περισσότεροι κάνουν δουλειές που ουσιαστικά δεν ήταν «το όνειρό τους» και στις πλείστες των περιπτώσεων –ειδικά στη σημερινή Ελλάδα- δουλεύουν με εξοντωτικά ωράρια και ρυθμούς, ενώ οι απολαβές τους μόλις που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους.
Υπάρχει όμως και μία τρίτη κατηγορία ανθρώπων, που ενώ έχουν προ πολλού εξασφαλίσει ο,τι χρειάζονται σε υλικό επίπεδο οι ίδιοι, οι οικογένειές τους και οι απόγονοί τους για πολλές γενιές μπροστά, συνεχίζουν να δουλεύουν μανιωδώς. Κυριολεκτικά «καίγονται» στη δουλειά και με αυτόν τον τρόπο ζωής δεν απολαμβάνουν ουσιαστικά την οικονομική τους ευμάρεια.
Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε;
Μιλώντας σε μία τηλεοπτική συζήτηση το 2014, ο διευθύνων σύμβουλος της Google, Larry Page, είχε επισημάνει ότι όλοι εργαζόμαστε πολύ περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται. «Η ιδέα ότι όλοι πρέπει να εργάζονται μανιωδώς για να ανταποκριθούν στις ανάγκες, απλά δεν είναι αλήθεια» είχε πει, επισημαίνοντας ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει καταστήσει την κάλυψη των βασικών αναγκών της ανθρωπότητας πολύ ευκολότερη.
Πολλοί άνθρωποι εργάζονται σκληρά για να πληρώσουν το ενοίκιο, να φέρουν φαγητό στο τραπέζι, άλλοι γιατί το απολαμβάνουν ή –σε πιο σπάνιες περιπτώσεις- γιατί η δουλειά τους όντως το απαιτεί. Τι γίνεται όμως με όλους τους άλλους, αυτούς που κερδίζουν περισσότερα απ’ όσα χρειάζονται και παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να τρέχουν πανικόβλητοι, συχνά εργαζόμενοι μέχρι τελικής εξάντλησης;
Ο Christopher K. Hsee, καθηγητής στο University of Chicago Booth School of Business, έχει εξετάσει το ερώτημα αυτό. Η βασική υπόθεση είναι ότι οι άνθρωποι εργάζονται μέχρι να εξαντληθούν, αντί να εργάζονται έως ότου έχουν «αρκετά». Αυτό σημαίνει ότι κυρίως οι υψηλόβαθμοι και υψηλόμισθοι είναι αυτοί που συνήθως εργάζονται πολύ περισσότερο απ’ ότι στην πραγματικότητα χρειάζεται.
Ο ίδιος καλεί το φαινόμενο αυτό «overearning» («υπερκέρδος», όπως «υπερφαγία»): όταν οι άνθρωποι παραιτούνται του ελεύθερου χρόνου, για να εργαστούν και να κερδίσουν περισσότερα απ’ ότι πραγματικά χρειάζονται.
Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε πέρυσι στην έκδοση Psychological Science, ο Hsee και οι συνεργάτες του βρήκαν, ότι και οι φοιτητές που συμμετείχαν σε μία σειρά εργαστηριακά πειράματα έκαναν ακριβώς αυτό – ακόμα κι όταν οι ερευνητές εξάλειψαν όλους τους «κανονιστικούς λόγους» για υπερβολική εργασία, όπως την ευχαρίστηση της συγκεκριμένης απαχόλησης, την αβεβαιότητα για το μέλλον και την επιθυμία να κληροδοτήσουν πλούτο σε άλλους.
Οι λόγοι αυτοί μπορεί να είναι αληθινά και λογικά κίνητρα υπερ-εργασίας, όμως τα αποτελέσματα της μελέτης υποδεικνύουν ότι κάτι άλλο συμβαίνει, κάτι πιο αποκαρδιωτικό.
Το πείραμα
Αυτό είναι το δημιουργικό πρότυπο που έστησαν στο εργαστήριο. 'Ηταν σχεδιασμένο για να είναι μινιμαλιστικό και ελεγχόμενο, όχι απολύτως ρεαλιστικό:
Στο Στάδιο Ι, οι συμμετέχοντες μπορούν να χαλαρώσουν και να ακούσουν μουσική (προσομοιάζοντας τον ελεύθερο χρόνο, την ανάπαυση) ή να πατήσουν ένα κουμπί για να διακόψουν τη μουσική και να ακούσουν έναν θόρυβο (προσομοιάζοντας τη δουλειά). Για έναν συγκεκριμένο αριθμό φορών που ο συμμετέχων ακούει το θόρυβο (π.χ. 20 φορές), κερδίζει μία σοκολάτα…
Ο συμμετέχων μπορεί μόνο να κερδίσει (και όχι να φάει) τις σοκολάτες στο Στάδιο Ι, ενώ μπορεί μόνο να φάει (και όχι να κερδίσει περισσότερες) στο Στάδιο ΙΙ.
Ο υπολογιστής δείχνει στους συμμετέχοντες το σύνολο που έχει κερδίσει ο καθένας σε σοκολάτες στο Στάδιο Ι. Στο Στάδιο ΙΙ μπορούν να φάνε όση σοκολάτα θέλουν, αλλά μόνο επί τόπου. Ότι μείνει πρέπει να το αφήσουν εκεί, δεν μπορούν να πάρουν τις σοκολάτες μαζί τους μετά το τέλος του χρόνου.
Αυτοί που επιλέγουν να διακόψουν την ανάπαυσή τους με τη μουσική, για να ακούσουν έναν θόρυβο τόσο συχνά, που τελικά καταλήγουν με περισσότερες σοκολάτες απ’ ότι μπορούν να φάνε, θεωρούνται «overearners» (έχουν την τάση να δουλεύουν για να κερδίζουν περισσότερο απ’ ότι όντως χρειάζονται).
Οι ερευνητές ονομάζουν αυτή τη συμπεριφορά «άλογη συσσώρευση» - κάτι που μπορεί να φανεί οικείο σε οποιονδήποτε έχει αναρωτηθεί κάποια στιγμή έπειτα από πάρα πολλές ώρες δουλειάς: «Γιατί είμαι ακόμα εδώ;».
Αυτό είναι ιδιαίτερα αντιπαραγωγικό ειδικά όταν πρόκειται για άτομα με υψηλές αμοιβές, που θα μπορούσαν να κερδίζουν αρκετά (και συχνά κάνουν τις δουλειές τους) σε μακράν λιγότερες ώρες.
«Ασχέτως από τις ανάγκες κατανάλωσης ή την εισοδηματική τάξη τους, οι συμμετέχοντες στο πείραμα δούλευαν περίπου τον ίδιο χρόνο – μέχρι να κουραστούν και όχι μέχρι να έχουν κερδίσει αρκετά» συμπέραναν οι ερευνητές.
Δεδομένου ότι ο βαθμός κούρασης των συμμετεχόντων ήταν ο ίδιος είτε κέρδιζαν μία σοκολάτα ανά 20 θορύβους, είτε ανά 120, οι ερευνητές συμπέραναν ότι αυτοί που αμείβονταν υψηλότερα, «υπερ-κέρδιζαν» (overearn) περισσότερο, χωρίς να παρατηρούν ότι χάνουν ελεύθερο χρόνο για να κάνουν άχρηστη «δουλειά», η οποία τους έφερνε απλώς πολύ περισσότερες σοκολάτες απ’ ότι θα μπορούσαν να θέλουν ή να φάνε.
Αυτό ακριβώς συνέβη…
Οι ερευνητές θεώρησαν ότι ίσως αυτός ο εσφαλμένος υπολογισμός προήλθε από μία στρατηγική που ανέπτυξαν οι άνθρωποι κάποτε, όταν το να δουλεύεις πάρα πολύ και να κερδίζεις πάρα πολλά δεν υπήρχαν ακόμα ως παράγοντες ανησυχίας.
«Το να κερδίζεις και να συσσωρεύεις όσο το δυνατόν περισσότερο ήταν ένα λειτουργικό εύρημα για την επιβίωση» γράφουν. «Οι άνθρωποι τότε δεν χρειαζόταν να ανησυχούν μήπως κερδίζουν πάρα πολλά, διότι δεν ήταν δυνατό να κερδίσουν περισσότερα απ’ ότι χρειάζονταν».
Συγκρίνουν μάλιστα το φαινόμενο αυτό με την «υπερφαγία», που τώρα είναι ένα πολύ διαδεδομένο συμπεριφορικό πρόβλημα, αλλά δεν υπήρχε ούτε σαν πιθανότητα κάποτε, που ο κανόνας ήταν η έλλειψη.
Την πορεία της ανθρωπότητας προς το φαινόμενο αυτό φαίνεται ότι είχε αντιληφθεί ο John Maynard Keynes ήδη από το 1930, προβλέποντας ότι θα έρθει η εποχή που θα μπορούμε να έχουμε άφθονο ελεύθερο χρόνο, αλλά δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτόν. Σε μία διάσημη πραγματεία του είχε γράψει χαρακτηριστικά: «Έχουμε εκπαιδευτεί για πάρα πολύ καιρό να πασχίζουμε και να μην απολαμβάνουμε».