Γράφει η Αντιγόνη Καρατάσου
Η ακμή του ιερού στο Δεσποτικό, χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στη γεωμετρική εποχή. Τιμώμενη θεότητα κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο ήταν ο Απόλλωνας αλλά και η θεά Εστία με το επίθετο «Ισθμία». Η αποκάλυψή του έχει αλλάξει ριζικά την εικόνα που έχουμε για το λατρευτικό τοπίο των γεωμετρικών και αρχαϊκών Κυκλάδων.
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο εξέτασε και ενέκρινε τη μελέτη αναστήλωσης δύο σημαντικών κτιρίων, του ναού και του τελετουργικού εστιατορίου (που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο). Θα χρησιμοποιηθεί αρχαίο υλικό διάσπαρτο στην περιοχή αλλά και αρκετό νέο, προκειμένου να υποδηλωθεί η τρίτη διάσταση του συνόλου, ώστε να γίνει κατανοητό και ευανάγνωστο. Έχουν διασωθεί αρκετά, αλλά και αρκετά έχουν διαρπαγεί είτε από τους Πάριους είτε από τους Βενετούς. Οι τελευταίοι έστελναν τα κομμάτια μαρμάρου που έβρισκαν διάσπαρτα στα καλλιτεχνικά τους εργαστήρια, όπως είπε ο καθηγητής του ΕΜΠ, αρχιτέκτονας Μανόλης Κορρές.
Οι εργασίες έχουν ήδη ξεκινήσει, σύμφωνα με την πρώτη φάση της προμελέτης αναστήλωσης που είχε εγκριθεί από το ΚΑΣ. Την Τρίτη εξετάστηκε και εγκρίθηκε η πλήρης μελέτη αποκατάστασης και αναστήλωσης των δύο κτιρίων, μαζί με τις προτάσεις για την αντισεισμική επάρκεια του μνημείου, μελέτη για την οποία εκπόνησε ο Δημήτρης Εγγλέζος.
Το αναστηλωτικό έργο αφορά σε τρεις κίονες του ναού και τρεις του εστιατορίου, που θα «ακουμπούν» σε μεσοτοιχία, μαζί με τα κιονόκρανα και τα επιστύλια, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, όπου υπάρχουν (π.χ. μετόπες, τρίγλυφα, γείσα). Η μεσοτοιχία θα έχει ύψος περίπου 5 μ. Θα συμπληρωθούν και άλλοι τοίχοι, ενώ θα τοποθετηθούν και οι παραστάδες των θυρών.
Με την ολοκλήρωση του έργου θα είναι δυνατόν να αποτελέσει η ανασκαφή ένα πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο στις Κυκλάδες. Θα υπάρχει εποπτικό ενημερωτικό υλικό και διαδρομές περιήγησης σε όλο το νησί, αφού πρόκειται για ένα από τα μοναδικά ακατοίκητα νησιά στις Κυκλάδες, με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος και έχει κηρυχθεί όλο αρχαιολογική ζώνη Α΄, απολύτου προστασίας και αδόμητη.
Το Δεσποτικό και η Αντίπαρος ήταν κάποτε ενωμένα με την Πάρο. Όπως είπε ο καθηγητής μέλος του ΚΑΣ, Μανόλης Κορρές, το σύνολο μέσα σε δύο χιλιετίες έχει βυθιστεί περίπου 6 μέτρα, με αποτέλεσμα η αρχική ενότητα να έχει χωριστεί σε τρία μέρη.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τμήματα ενός αρχαίου ναού των κλασικών χρόνων, ένα αρχαϊκό δωρικό κιονόκρανο, μαρμάρινα τμήματα κτιριακών συγκροτημάτων, ειδώλια αλλά και πλήθος από αντικείμενα.
Το Δεσποτικό ταυτίζεται με την αρχαία Πρεπέσινθο, ή Περπέσινθο, η οποία αναφέρεται από το Στράβωνα, καθώς και από τον Πλίνιο. Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στο νησί έγιναν το 1898 από το Χρήστο Τούντα, που ανακάλυψε δυο πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία ενώ αργότερα επισήμανε λείψανα προϊστορικών οικισμών στο Xειρόμυλο.
Το έτος 1959 οι αρχαιολόγοι Φωτεινή Zαφειροπούλου και Aγγελική Λεμπέση ασχολήθηκαν με το νησί, αποκαλύπτοντας πρωτοκυκλαδικούς τάφους, ενώ αργότερα ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά μέλη ενός δωρικού κτιρίου και λείψανα ενός κτιριακού συγκροτήματος των κλασικών χρόνων.
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν πάλι το 1997 από τον κ. Κουράγιο που έχει φέρει στο φως το ιερό. Η έρευνα δείχνει τη συνέχεια κατοίκησης και ζωής που υπήρξε στο Δεσποτικό από την πρωτοκυκλαδική εποχή, δηλαδή από το 3000 π.X. Υπήρχαν εκεί οικισμοί αλλά και νερό. Η ακμή του ιερού προσδιορίζεται περίπου στο 510 π.Χ.