την φύση των θεών προς την ανθρώπινη. Μητέρα του ήταν Πυθαϊς, αγνή τω σώματι και την ψυχή η οποία ήλθε σε επαφή προς τον Θεό Απόλλωνα και ο Θεός αυτός απέδρασε στον καρπό της κοιλίας της και ούτω υπό την επίδραση του Απολλώνιου Φωτός γεννήθηκε ο Πυθαγόρας. Νέος ακόμα ο Πυθαγόρας έδειξε σημεία οργανικού κάλλους και πνευματικής ισχύος.
Η μητέρα του τον οδήγησε και τον παρέδωσε εις τους Διδασκάλους της εποχής εκείνης οι οποίοι εκαλούντο σοφοί: τον Φερεκύδη και τον Θαλή τον Μιλήσιο οι οποίοι το πρώτον δίδαξαν τον Πυθαγόρα. Αλλά ο Πυθαγόρας νεώτατος ακόμη εγκατέλειψε την Σάμο και ελθών εις Αίγυπτον εμυήθη εις τα εκεί μυστήρια. Εκείθεν, ευνοούμενος υπό του Θεού Απόλλωνος προσέφυγε εις τας διαφόρους Ασιατικές χώρες στις οποίες εξέμαθε την ιερή τέχνη του ιατρού, διδαχθείς αυτήν υπό των Ινδών, οι οποίοι την είχαν μεταδώσει στις χώρες αυτές μετά των οποίων επεκοινώνουν.
Ο Πυθαγόρας παραμείνας επί μακρόν χρόνο μετά των Ινδών, εξέμαθε απάσας τας απόκρυφους επιστήμας των ιερών του Βούδα και εκείθεν αναχωρήσας κατήλθεν εις την Ελλάδα ένθα και εμυήθη εις τα μυστήρια Ελευσίνας και εις τα εις Θήβας Καβείρια. Οι Ιεροφάνται της Ελευσίνας εκάλουν αυτόν να αναλάβει την διεύθυνσίν των, διότι εξετίμησαν αυτόν και εις το πρόσωπον του είδον θείον άνδρα, πλην όμως ο Πυθαγόρας δεν εδέχθη. Ο Πυθαγόρας παραμένων εις τας Θήβας ήλεγξεν δημοσίως την πολιτείαν των Καβείρων ως μη συνάδουσαν προς τα θεία μυστήρια των. Τούτο εκίνησε την οργήν των και εβουλήθησαν να τον φονεύσουν, ο Πυθαγόρας όμως γνώστης των ανθρωπίνων διανοημάτων διέφυγε τον κίνδυνον. Απελθών εκ των Θηβών διήλθεν πάσας τας Ελληνικός χώρας εις τας οποίας εθαυμάσθη ως θείος ανήρ. Προ παντας εξετιμήθη εις τους Δελφούς, όπου και παρέσχεν μεγίστην συμβολήν εις τους ιερείς του εκεί χρηστηρίου ως και εις μίαν των ιερειών του, την οποίαν προπαρασκεύασε να έρχεται εις επαφήν μετά του θεού Απόλλωνος. Παντού εξέπληττε, διότι και το κάλλος της μορφής του και η ισχύς του πνεύματος του επεβαλλοντο εις πάντας.
Εδίδασκεν παντού τον τρόπον του ζειν και εθεράπευεν πάσχοντας. Τούτο αρκούσε να νομίζουν οι άνθρωποι αυτόν θεόν. Δι’ ωρισμένων εκπληκτικών ικανοτήτων του εξέπληττε τα πνεύματα όχι μόνον των κοινών ανθρώπων, αλλά τα των σοφών. Εδίδασκε εις αυτούς από όπου διήρχετο την μουσικήν και τα μαθηματικά. Έδιδε μαθηματικούς ορισμούς και έλυε μέγιστα προβλήματα μόνον με την βοήθεια των αριθμών. Οι γνωρίσαντες τα Ορφικά μυστήρια διέκριναν εις το πρόσωπον του τον θείον Ορφέα.
Ήτο περιβεβλημένος την ιεράν των φιλοσόφων λευκήν τήβεννον και στεφανωμένος με στέφανον κατασκευασμένον εκ χρυσού και ποικιλμένον υπό ιερών λίθων. Η όψη του ήτο μεγαλοπρεπής, επιβάλλουσα, θεία. Ουδείς αντετάσσετο εις το βλέμμα του αλλά πάντες εφώνουν «Αυτός Εφα». Εις την διάβασίν του εκάμπτοντο πάντες οι Τύραννοι και κρυφίως τον εμίσουν δια την υπεροχήν του. Ο θείος σοφός μέχρι της εν Αθήναις και Θήβαις διαμονής του εδεικνύετο άσημος. Μόνον οι Ιεροφάνται βαθέως είχον γνωρίσει αυτόν. Όταν δε έλαβε την προς την τότε Μεγάλην Ελλάδα άγουσαν, ήρξατο να εκδηλώνη τας δυνάμεις του και τούτο, διότι προς τα εκεί έβλεπε ως κατάλληλον τόπον και περισσότερον αναγκαίον να διδάξει τας ιεράς αυτού ιδέας. Κατά την εκ Θηβών αναχώρησίν του η φήμη του προέτρεχε των πόλεων τας οποίας επεσκέπτετο και του προπαρασκεύαζε υποδοχήν.
Μέχρι της εις Κρότωνα αφίξεώς του δεν εδίδασκε δημοσία, αλλά κατ’ ιδίαν μόνον, εις δε τους συναστρεφομένους αυτόν υπεδείκνυε τας θείας του δυνάμεις: Εις πολλούς προέλεγε τα μέλλοντα εις αυτούς να συμβούν και τους υπεδείκνυε ποίοι ήσαν εις προγενεστέραν ζωήν των. Εδίδασκεν, ότι ο άνθρωπος, ουχί άπαξ, εμφανίζεται εν τη ανθρωπίνη μορφή και ότι ο ίδιος 440 φορές είχεν αλλάξει μορφήν εν τη Φύσει. Εδίδασκεν εις άπαντας το αντιπεπονθός και λαμβάνων ως αρχήν αυτό υπεδείκνυε ποία έπρεπε να είναι η δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Απεκάλει τους Θεούς δικαίους και ως ουδέποτε καταχρωμένους τας δυνάμεις των, ευνοούντες ούτω τούτον ή εκείνον τον άνθρωπον. Έλεγε «τόσον η κακία εσκότισεν τον ανθρώπινον νουν, ώστε μόνον ο θάνατος δύναται να ευεργετήσει την ψυχήν του». Απεκάλει την Πατρικήν Ιεράν Τέχνην διδασκομένην υπό των Θεών μόνον εις τους σοφούς, διότι αυτοί δεν καταχρώνται της γνώσεως.
Ο Πυθαγόρας μετεχειρίζετο ως τροφήν σπέρματα και καρπούς και ωρισμένα είδη εις εκάστην εποχήν. Εδίδασκεν να περιβάλωνται δια λινών ενδυμάτων οι άνθρωποι διότι το μάλλινον ένδυμα είναι αρνητικός αγωγός των επιρροών και συντρέχει εις το να μη συναντάται η θερμότης του οργανισμού με την θερμότητα της Φύσεως. Εδίδασκεν την λατρείαν προς τον Ήλιον, ως μόνης πηγής εκ της οποίας η ψυχή αντλεί δυνάμεις δια του οργανισμού της, τα δε υπό της θείας του Ηλίου επιρροής γινόμενα φυτά είναι τα καταλληλότερα προς ίασιν των ασθενών.
Αφιχθέντα τον Πυθαγόρα εις Κρότωνα τον υπεδέχθησαν και του παρήξαν πάντα τα μέσα να ιδρύσει σχολήν. Κατά πρώτον συνέστησεν Σύλλογον ή Φιλοσόφων ενδιαίτημα, ως ο ίδιος απεκάλει την σχολήν του, εις την οποίαν εφοίτουν νέοι και νέαι. Η εις την σχολήν αυτήν διδασκαλία του υπήρξεν γονιμότατη και η φήμη του διεσπάρη εις πάσας τας Ελληνίδας πόλεις. Εδίδασκεν την κοινωνικήν αγωγήν, τον τρόπον της ερεύνης των φυσικών λειτουργιών, την μουσικήν, την αριθμητικήν και προ παντός την συγκρότησιν κοινωνίας εν αρμονία βιούσης. Ηκροώντο αυτού ως εάν ητο θεός. Το επιβάλλον του ύφους του και ο έξοχος χαρακτήρ του εμάγευε πάντα ακροατήν του. Η διδασκαλία του ήτο σύντομος, σαφής, ευπρόσδεκτος εις πάντας. Ομιλών περί του βίου τον οποίον έπρεπε να διάγουν οι άνθρωποι παρέβαλεν αυτόν προς την συνεργασίαν του Ουρανού δια των επιρροών του προς την Γη της οποίας αποτέλεσμα είναι η επί της επιφανείας της μορφή, η έχουσα κάλλος Νύμφης την οποίαν ερώσι οι Θεοί. Το αποτελέσματα της συνεργασίας εις την κοινωνίαν των ανθρώπων, έλεγεν, «πρέπει να είναι διανοητική φώτισις, σωματική διάπλασις και ψυχική εκπαίδευσις, η οποία προ παντός πρέπει να την προσηλώνη προς τα έργα των Θεών».
Η εκπαίδευσις εις την μουσικήν της οποίας εισήγαγε τα στοιχεία και εις την αριθμητικήν, είναι εφόδιον της ψυχής το οποίον καλλύνει την μορφήν της και προλειαίνει την οδόν της εις το Φως το οποίον έλεγε «οι θεοί δωρούν εις τους ανθρώπους όπως καταστούν ήμεροι, γενναίοι, ευπροσήγοροι, λάτραι του Ηλίου και της Φύσεως και γνώσται των λειτουργιών των Ουρανίων σωμάτων περί των οποίων ωσαύτως εδίδασκεν καταδεικνύων τον δρόμον τον οποίον έκαστος έχει εις το Άπειρον. Δια των αριθμητικών πράξεων, πλείστοι των οποίων υπήρξαν ιδικαί του κατασκευαί, κατεδείκνυε τας λύσεις προβλημάτων της κινήσεως του Ουρανού και της παραγωγής των φαινομένων τα οποία ήτο αδύνατον άλλως να κατανοήσει ο νους των ακροατών του. Αι προλήψεις, διότι και τότε υπήρχαν προλήψεις, προ των εξηγήσεων τας οποίας έδιδεν ο μέγας σοφός, υπεχώρουν και ο νους προσηλούτο εις την γνώσιν.
Αι Ιέρειαι, όταν έφθανε, τον προσεφώνουν δια των λέξεων, «Ως ευ παρέστης υιέ του Απόλλωνος». Επιστρέψας εις Κρότωνα ενυμφεύθη την παρθένον και εξαισίαν το κάλλος Θεανώ. Η Νύμφη Θεανώ ηράσθη τον Πυθαγόρα, το δε ψυχικόν της κάλλος έπεισε τον θείον άνδρα να την λάβει σύζυγον, των Θεών επιτρεψάντων να έλθει εις γάμον. Μετά τον γάμον του κατέστη θειότατος. Ο έρως της Θεανούς ανύψωσε τον Πυθαγόρα και κατόπιν των συμβουλών τας οποίας έλαβε εκ των Μαντείων τα οποία επεσκέφθη, ίδρυσε τα Πυθαγόρεια μυστήρια. Ταύτα απετελούντο εξ ΕΝΝΕΑ ΒΑΘΜΩΝ, εις ένδειξιν του μεγάλου σεβασμού τον οποίον είχεν προς τας εννέα (9) αριθμητικός Μονάδας, αι οποίαι έλεγεν ότι έξεπροσώπουν εννέα (9) βάσεις επί των οποίων εθεμελιώθη το Σύμπαν.
Η κλίσις του προς τας αριθμητικός και εν γένει μαθηματικός πράξεις τον ήγαγε εις το να εύρει ότι το Σύμπαν είναι συγκροτημένον από αριθμούς, έκαστος των οποίων εξεπροσώπει εις αυτό τας ποιότητας των μορφών του. Οι αριθμοί, έλεγεν, «δεν είναι πράξεις δεικνύουσαι την ποσότητα των μορφών του Σύμπαντος, αλλά την ποιότητα η δε ποιότητα ενδείκνυται εκ της ποιότητος των μορφών, αι ποιότητες δε καταδεικνύουν την βαθμιαίαν αυτού διαμόρφωσιν». Τα μυστήρια του διηρούντο εις τρείς κατηγορίας. Εις τα αφορώντα εις την διαμόρφωσιν του ανθρώπου και καταδεικνύοντα την προέλευσιν αυτού, εις τα διδάσκοντα τας δυνάμεις αι οποίαι αποτελούν τας μορφάς της Φύσεως και τας ποικιλίας των οργάνων των διαφόρων μορφών και εις τα μεγάλα και ιερά, τα οποία ουδέ λέξιν επέτρεπαν εις τους μύστας αυτών να είπουν καν περί της υπάρξεως των.
Εις την πρώτην τριάδα εμυούντο άνδρες και γυναίκες και υπεβάλλοντο εις πενταετή σιγήν. Εις την δευτέραν μόνον εξαγνισμένοι το σώμα και τον νουν και καθάριοι ανομημάτων την ψυχήν και εις την τρίτην φωτισμένοι και υπό των θεών εμπνευσμένοι νέοι ως και αγναί παρθένοι έχουσαι ψυχικον κάλλος όμοιον με την Θεανώ. Οι τέλειοι μεμυημένοι ήσαν ήρεμοι την όψιν, γενναίοι το ήθος, απαστράπτοντες το κάλλος, οι δε οφθαλμοί αυτών εξέπεμπαν αίγλην φωτεινήν, ικανήν να διεισδύει και εις τα έγκατα των σκέψεων των ανθρώπων.
Ο βίος των Πυθαγορείων μυστών ήταν μοναδικόν παράδειγμα εις την ιστορίαν της ανθρωπότητας. Απετέλουν ιδίαν κοινωνίαν και επαρουσιάζοντο ως μία ψυχή ήρεμος, γαλήνια και γεναιόφρων εις αισθήματα. Η αδελφότης την οποίαν εννοούν οι σοφοί της εποχής μας, δεν είναι ή κοινή τις λέξις έναντι του συνδέσμου των ψυχών των Πυθαγορείων. Η προς την κοινωνίαν επίδρασίς των κατέρριπτε πάντα εγωισμόν και παρίστανε τους άλλους ανθρώπους ως στερημένους αισθήσεων και αισθημάτων. Ήσαν άκακοι, άνευ υποκρισίας άνευ συμφέροντος. Συμφέρον των ήτο το συμφέρον πάσης της κοινωνίας. Εις την διάβασίν των πάντες υπεχώρουν και ανεγνώριζαν αυτούς ως ψυχικώς ανωτέρους. Ενδεδυμένοι απλά, εύγραμμοι τω σώματι και εξαίσιοι τη μορφή, λιτότατοι και εργατικότατοι, εκαλλιέργουν την Γην και αφιερούντο εις τον πλουτισμόν της μορφής αυτής. Η Μουσική ήτο επίσης έργον των και μέλποντες επλήρουν χαράς και την Φύσιν και τους ανθρώπους. Νέοι και Νέαι περιπατώντες ομού με γλυκύτατο μειδίαμα εις τα χείλη των, εξέπλητον πάντα ερχόμενον εκ ξένης εις τον Κρότωνα πόλεως. Αποτελούσαν μία οικογένειαν και εσιτώντο ομού αναλόγως των βαθμών εις τους οποίους ανήκον, ο δε Πυθαγόρας προ της τοιαύτης χορείας παρίστατο ως άλλος Ζευς εν Ολύμπω.
Η κακία όμως των μικρών ανθρωπίνων ψυχών εφθόνησε αυτούς. Γενομένης στάσεως εις τον Κρότωνα, κατά την οποίαν οι Πυθαγόρειοι Ναοί ενεπρήσθησαν και πολλοί εκ των μαθητών του έπεσαν φονευθέντες υπό της αγρίας ορμής των στασιαστών. Ο θείος Πυθαγόρας γνωρίζων το τέλος του ανέμενε αυτό απαθώς και εδέχθη τον θάνατον με μειδίαμα συγχωρών τους φονείς του, όταν εδέχθη την θανατηφόρον επίθεσιν και έπεσεν πληγείς υπό δηλητηριώδους βέλους. Αλλά κατά την στιγμήν του θανάτου του ενεφανίσθη εις το Μεταπόντιον αποχαιρετήσας τους εκεί προσφιλείς του μαθητας. Το γεγονός αυτό συνετέλεσε εις το να νομίζουν αυτόν ζώντα επί μακρόν χρόνον οι διασκορπισθέντες κατόπιν της εις τον Κρότωνα γενομένης στάσεως μαθηταί του. Ο Πυθαγόρας εγκατέλειπε ουχί ολίγας συγγραφάς. Αλλά των μαθητών του διασκορπισθέντων πλείστοι εξ αυτών κατεστράφησαν εις Κρότωνα, άλλαι δε παρεφθάρησαν, συντελέσαντος εις αυτό και του χρόνου. Μετά τον θάνατον του οι μαθηταί αυτού ίδρυσαν Πυθαγορείους σχολάς εις διαφόρους πόλεις. Εις τον Τάραντα μία τοιαύτη σχολή επί μακρόν λειτουργήσασα επέφερε και πάλιν επίδρασιν των Πυθαγορείων επί της κοινωνίας. Αι εις τον Κρότωνα όμως καταστραφείσαι συγγραφαί περί των τελετών του Πυθαγόρα, δεν κατέστη δυνατόν να αναπληρωθούν υπό των μαθητών του.
Εντεύθεν βαθμιαίως επήλθεν εξαφάνισις των μεγάλων ιδεών, παρ’ όλον ότι επί πολύν χρόνον αι αρχαί των Πυθαγορείων ήσαν το υπόδειγμα της κοινωνικής αρετής. Πάντες και αυτών των Στωικών μη εξαιρουμένων, ωμίλουν περί του Πυθαγορείου συστήματος ως περί θείου κοινωνικού συστήματος, δυναμένου να καταστήσει τον άνθρωπον ενάρετον, διεφώνουν όμως ως προς τας βαθύτερος εννοίας των Πυθαγορείων και εντεύθεν προήλθε η σύγχυσις περί των πραγματικών του Πυθαγόρου ιδεών. Βραδύτερον συγγραφαί τινές περί Αυτού, περιελθούσαι εις γνώσιν άλλων μικρών μυστηρίων, αναγέννησαν και πάλιν τον πόθον της εκ νέου συστάσεως Πυθαγορείων σχολών, αλλά επειδή αι συγγραφαί αυταί δεν ήσαν πλήρεις, οι πειραθέντες δεν κατώρθωσαν να φέρουν εις πέρας το έργον των. Μεταξύ των Πυθαγορείων διεκρίθησαν πλείστοι, μεταξύ των οποίων και η θυγάτηρ αυτού Δαμώ και ο υιός του Τηλαύγης.
Εάν όμως οι Πυθαγόρειοι δεν κατώρθωσαν λόγω της μεγάλης εις Κρότωνα καταστροφής να σώσουν τας μεγάλος ιδέας, δεν περιύβρισαν όμως τον Διδάσκαλόν τους, ως τούτο βραδύτερον έπραξαν οι Χριστιανοί ολοσχερώς καταστέψαντες το έργον του Διδασκάλου των και δημιουργήσαντες χάος εις την ανθρωπότητα. Περαίνων, ομολογώ ότι, ό,τι ανέφερα περί του θείου σοφού είναι ελάχιστον έναντι των μεγάλων αυτού ιδεών και έργων και δι’ αυτό θα ήθελα να σας παρακαλέσω να τύχω της δεούσης συγγνώμης μη δυνάμενος άλλως να πληρώσω τον πόθον ο οποίος εξεδηλώθη εις σας όπως γνωρίσετε περί του θείου αυτού σοφού.
Ομιλία Σπυρίδωνος Νάγου
Πηγή