tromaktiko: Στην Πνομ Πενχ, οι φτωχοί ζουν -και- δίπλα στους νεκρούς

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Στην Πνομ Πενχ, οι φτωχοί ζουν -και- δίπλα στους νεκρούς



Της Μάχης Μαργαρίτη
Σε απόσταση 20 μόλις λεπτών από το κέντρο της ραγδαία αναπτυσσόμενης Πνομ Πενχ, βρίσκεται το νεκροταφείο Ντoμ Σλενγκ. Για 95 οικογένειες, αυτό είναι το...
σπίτι τους. Μαγειρεύουν, πλένουν, κοιμούνται. Οι τάφοι γίνονται «έπιπλά» τους. Εικόνα και αυτή -ανάμεσα σε άλλες, πιο λαμπερές- μιας χώρας που την αποκάλεσαν και «Νέο Ασιατικό Τίγρη». Εκεί όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δουλεύουν στα εργοστάσια για λίγα δολάρια τη μέρα, και άλλοι κάνουν σπίτι τους τα νεκροταφεία.

Στο νεκροταφείο Ντoμ Σλενγκ της Καμπότζης, παιδιά παίζουν ανάμεσα στους τάφους. Που γίνονται και τραπέζια, καθίσματα, πάγκοι μαγειρέματος. Πάνω τους πλένουν ρούχα, ετοιμάζουν φαγητό, στεγνώνουν ρύζι. Οι μικρότεροι κάτοικοι ξαπλώνουν στους τάφους, για τους ενήλικες είναι ο «κοινωνικός τους χώρος», εκεί όπου παίζουν χαρτιά για να περνάει η ώρα. Οι οικογένειες έχουν φτιάξει αυτοσχέδια σπίτια, μικρές παράγκες ανάμεσα στις πέτρες.


Ο «φόβος των νεκρών»

Όσοι ήρθαν να ζήσουν εδώ, στην αρχή είχαν φόβους για τα φαντάσματα. Έτσι είπαν στον Ρεμίσα Μακ του European PhotoPress Agency που τους φωτογράφισε. Αλλά σιγά-σιγά, όπως λένε, ξεπέρασαν τον φόβο. Άλλοι, είναι πιο προσεκτικοί, και αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τους τάφους. Όπως η Κοκ Σρέι. Η ίδια δεν ανεβαίνει στους τάφους, και λέει και στα εγγόνια της να μην το κάνουν, όπως εκμυστηρευόταν το 2015 στον Ντέιβιντ Έιμερ του Post Magazine. Η ηλικιωμένη γνώρισε την οικογένεια του ανθρώπου που έχει ταφεί κάτω από το σπίτι της. Έρχονται κάθε χρόνο, στο τέλος του Βιετναμέζικου Νέου Έτους. «Έρχονται να καθαρίσουν τον τάφο και να προσευχηθούν. Εγώ βάζω μια προσφορά πάνω στον τάφο κάθε φορά που έρχονται. Η οικογένεια δε θυμώνει μαζί μου που μένω εδώ. Καταλαβαίνουν την κατάστασή μου και μου φέρνουν πάντα φαγητό.»

Δε συμβαίνει το ίδιο με όλους τους συγγενείς. Γι΄αυτό και δε γίνονται πια ταφές στον χώρο.

«Παιδική χαρά,» ανάμεσα στους τάφους

Η ζωή ανάμεσα στους τάφους

Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπάρχει. Ούτε καθαρό τρεχούμενο νερό. Δεν υπάρχει αποχετευτικό σύστημα. Τα σκουπίδια καίγονται ή θάβονται. Ζέστη τους μήνες της ξηρασίας, λάσπη την περίοδο των βροχών. Η οργάνωση Friends International που βοηθά τους ανθρώπους στον καταυλισμό, λέει ότι εκτός από τη φτώχια και την ανεργία, έχουν να αντιμετωπίσουν τον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, το AIDS, την οικιακή βία και την παιδική εργασία. Η ίδια οργάνωση αναφέρει ότι 15 παιδιά πέθαναν τα τελευταία χρόνια, κάποια από AIDS και άλλα από πνιγμό στη διάρκεια πλημμυρών, που κάθε χρόνο «σαρώνουν» τον αυτοσχέδιο οικισμό.

Οι άντρες προσπαθούν να βρουν δουλειά, οι γυναίκες φτιάχνουν παραδοσιακά γλυκά ρυζιού των Χμερ και τα πουλάνε. Πολλοί αγωνίζονται με κάθε τρόπο να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Αλλά συχνά, τα παιδιά εγκαταλείπουν το σχολείο και καταλήγουν να δουλεύουν για να βοηθούν τις οικογένειές τους.

Κάποιοι από τους κατοίκους ήρθαν από κοινότητες του ποταμού Μεκόνγκ όταν τα σπίτια τους καταστράφηκαν από τις πλημμύρες. Άλλοι «μετακόμισαν» εκεί από άλλες παραγκουπόλεις, όταν γειτονιές ολόκληρες πουλήθηκαν, στο πλαίσιο της «ανάπτυξης» της πρωτεύουσας της Καμπότζης.

Και καθώς όλο και περισσότεροι καταφθάνουν στο νεκροταφείο, τα προβλήματα μεγαλώνουν. Οι κάτοικοι λένε ότι αρρωσταίνουν όλο και πιο συχνά, καθώς γίνονται πιο δύσκολες οι συνθήκες διαβίωσης.Τα αυτοσχέδια σπίτια στο νεκροταφείοΕκεί, και το πλύσιμο των ρούχων

Η «επιδημία των εξώσεων»

Ο πληθυσμός της Πνομ Πενχ αυξάνεται κάθε χρόνο, καθώς μετανάστες από αγροτικές περιοχές φτάνουν στην πρωτεύουσα ψάχνοντας για δουλειές. Καταλήγουν να ζουν σε παραγκουπόλεις. Εκεί όπου καταλήγουν και όσοι αναγκάζονται να αφήσουν τα σπίτια τους. Για κύμα αναγκαστικών εξώσεων που σαρώνει τη χώρα» μιλούσε η Διεθνής Αμνηστία το 2011. Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη με μια αγορά γης πρόσφατα ιδιωτικοποιημένη έχει οδηγήσει σε αύξηση στις εξώσεις σε όλη την Καμπότζη, σημείωνε η έκθεση. «Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την Καμπότζη», έλεγε η τότε υπεύθυνη της Διεθνούς Αμνηστίας για τις χώρες της Ασίας-Ειρηνικού Ντόνα Γκεστ, «χάνουν παράνομα τα σπίτια τους εξαιτίας των απαιτήσεων των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι αναγκαστικές εξώσεις συχνά οδηγούν στη διάλυση των κοινοτήτων και την επιδείνωση της φυσικής και ψυχικής υγείας των οικογενειών. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση και τις υπηρεσίες υγείας πιθανά διακόπτεται. Πολλά θύματα εξώσεων λαμβάνουν μικρή αποζημίωση και μεταφέρονται σε απομακρυσμένες περιοχές. Η απώλεια του σπιτιού και της κοινότητας ενός ανθρώπου είναι μια τραυματική εμπειρία.»

Στην πρωτεύουσα, οι εξώσεις «ανοίγουν χώρο» σε ξενοδοχεία και ουρανοξύστες. Στην ύπαιθρο, οι εξώσεις γίνονται για την κατασκευή ορυχείων, καζίνο ή εξοχικών κατοικιών, σημείωνε το Irinnews. Και ηκαμποτζιανή οργάνωση Licadho, έγραφε σε έκθεσή της, ήδη από το 2009, ότι το 10% του πληθυσμού του 1,3 εκατομμυρίου κατοίκων της Πνομ Πενχ βίωσε τις συνέπειες των εξώσεων από το 1990, ενώ πάνω από 250.000 άνθρωποι σε 13 επαρχίες έζησαν αρπαγή γης και εξώσεις από το 2003.Γυναίκες ετοιμάζουν παραδοσιακά γλυκίσματα που θα πουλήσουν στους δρόμους

Πνομ Πενχ: Πόλη «κομμένη» στα δύο

Η πόλη είναι φανερά μοιρασμένη στα δύο: σε «αυτούς που έχουν» και «αυτούς που δεν έχουν», έγραφε πριν από δύο χρόνια ο Ντέιβιντ Νέιθαν στο New Internationalist.

Η κυβέρνηση της χώρας από το τέλος της δεκαετίας του ΄90 «άνοιξε» την πόρτα στις ξένες επενδύσεις και τους έδωσε κίνητρα για να εγκατασταθούν εκεί. Από το 2004 ως το 2012, η οικονομία αναπτυσσόταν κάθε χρόνο. Το ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τα 13 δισεκατομμύρια. Ο τουρισμός άνθισε, και εμφανίστηκε και εκεί η «μεσαία τάξη». Η χώρα πήρε τα εύσημα του ΔΝΤ και του ΟΗΕ. Την αποκάλεσαν «Νέο Ασιατικό Τίγρη» και τη δέχτηκαν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Αλλά λίγο πιο μακριά από τα πολυτελή αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους και τις στολισμένες βιτρίνες των νέων εμπορικών κέντρων, στις φτωχογειτονιές, πάνω από 400.000 καμποτζιανοί μοχθούν μέσα στα εργοστάσια για μερικά δολάρια τη μέρα. Κάποιες φορές λιποθυμούν από την εξάντληση ή τη ζέστη. Είναι αυτά τα εργοστάσια που αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της χώρας. Το 2013, η αξία της βιομηχανίας υφαντουργίας εκτιμούνταν στα 5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Από το 1990 μέχρι σήμερα η ανισότητα στα εισοδήματα αυξήθηκε. Το 76% των κατοίκων δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα. «Τα περισσότερα νοσοκομεία στα οποία έχουν πρόσβαση οι φτωχότεροι είναι υποστελεχωμένα, υπο-εξοπλισμένα. Τα δημόσια σχολεία είναι τόσο ανεπαρκώς εξοπλισμένα, ώστε το 75% των μαθητών λυκείων απέτυχαν στις εξετάσεις αποφοίτησης το 2014. Την ίδια ώρα, ιδιωτικά σχολεία και δυτικού τύπου κλινικές έχουν αυξηθεί, με τους καμποτζιανούς της μεσαίας και της ανώτερης τάξης να μπορούν να πληρώνουν το τίμημα της ποιότητας», σημείωνε το New Internationalist.Ένα παιδί πλένεται δίπλα σε έναν τάφο

«Είναι αυτό ένα μοντέλο που αξίζει;»

Το 1996, ο καθηγητής δημόσιας διοίκησης και κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο των Φιλιππίνων, Γουόλντεν Μπέλο, έδωσε μια ομιλία μπροστά σε ακαδημαϊκούς, κυβερνητικούς αξιωματούχους της Καμπότζης και διεθνείς οργανισμούς στην Πνομ Πενχ. Και τότε, 20 χρόνια πριν, προειδοποίησε για τις συνέπειες της απορρύθμισης, των ιδιωτικοποιήσεων και της οικονομίας της «ελεύθερης αγοράς» που άρχιζε να αναπτύσσεται στη χώρα. Ασκώντας κριτική τόσο στην «ελεύθερη αγορά» όσο και στον «καπιταλισμό με κρατική υποστήριξη».

«Η ιδέα ότι το κλειδί στην προσέλκυση σημαντικού όγκου ξένων επενδύσεων είναι η χαλάρωση της νομοθεσίας και η παράδοση ολόκληρου ‘του μαγαζιού’ στους ξένους επενδυτές, είναι ένας μύθος, και μάλιστα επικίνδυνος. Οι κυβερνήσεις και οι άνθρωποι σε πρώην ή νυν σοσιαλιστικές χώρες που θέλουν να γίνουν σύγχρονα βιομηχανοποιημένα κράτη, θα έκαναν καλά να σκεφτούν προσεκτικά τις συνέπειες, και να αναρωτηθούν: είναι αυτό ένα μοντέλο που αξίζει να αναπαράγουμε;»

Για τους κατοίκους του νεκροταφείου Ντομ Σλενγκ, «ανάπτυξη», σημαίνει ότι οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν. Το ίδιο και οι εξώσεις. Σημαίνει ότι οι ίδιοι κατέληξαν να ζουν ανάμεσα στους τάφους. Και να φοβούνται ότι θα τους διώξουν και από εκεί. Επειδή, ούτε μαζί με τους νεκρούς δε δικαιούνται να ζουν.

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!