που εφαρμόστηκε στις 25 Ιουλίου του 1929 και ο οποίος ποινικοποιούσε τις «ανατρεπτικές» ιδέες. Στόχος ήταν η δίωξη των κομμουνιστών και των αναρχικών και η καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Ο νόμος του οποίου κύριος εκφραστής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποτέλεσε την αρχή για τους μετέπειτα βασανισμούς, εξορίες, φυλακίσεις αριστερών.
«Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του Κράτους. Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά τας αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος» ήταν τα λόγια του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1928 σε προεκλογική του συγκέντρωση. Λόγια τα οποία κι έκανε πράξη ένα χρόνο αργότερα με την εκλογή του.
Ήταν η εποχή των διεκδικητικών αγώνων των εργατών και της ανόδου της κομμουνιστική ιδεολογίας. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, που ακολουθούσε τις ανάλογες τάσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη με την εξάπλωση των ριζοσπαστικών/κομμουνιστικών ιδεολογιών, η Μικρασιατική Καταστροφή με την άφιξη εκατομμυρίων προσφύγων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση των ιδεολογιών αυτών. Η γενικότερη κακή κατάσταση της χώρας αλλά και της οικονομίας λόγω του πολέμου και της πολιτικής αστάθειας των χρόνων εκείνων, οδήγησαν στην ψήφιση του νόμου.
Ήταν ουσιαστικά μια προσπάθεια των ισχύοντων θεσμών να διατηρήσουν τα κατεστημένα τους μπροστά στο φόβο της εξάπλωσης των νέων ιδεών.
Ο νόμος προέβλεπε ποινή φυλάκισης πάνω από έξι μήνες για όποιον, κατά το άρθρο 1, «επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικράτειας ή ενέργεια υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμού».
Οι αντιδράσεις αρχικά δεν ήταν πολλές, μόνο της τότε αντιπολίτευσης με επικεφαλής τους Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Γεώργιο Παπανδρέου και Γεώργιο Καφαντάρη, η οποία πρότεινε στον Βενιζέλο να διώκονται και οι φασίστες με το ίδιο νόμο. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίζεται στις 15 Ιουλίου και τίθεται σε εφαρμογή στις 25 Ιουλίου.
«Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξη τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, αλλά τη Γ' Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού. Το νομοσχέδιον επιδιώκει τη δίωξιν των οπαδών της Γ' Διεθνούς. Δε δυνάμεθα να διώξωμεν τον κομμουνισμόν, διότι και ο Χριστός υπήρξε κήρυξ της ιδέας αυτής. Ο Χριστός διεκήρυξε πρώτος τον κομμουνισμόν, αλλά από την υψηλήν ιδεολογίαν του κομμουνισμού μέχρι των ανατρεπτικών ενεργειών των ανθρώπων της Μόσχας, υπάρχει διαφορά» είχε πει στην Βουλή ο Βενιζέλος.
Ο νόμος αργότερα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο νομικός κόσμος της χώρας με αρθρογραφία στα περιοδικά «Θέμις» και «Δικαιοσύνη».
Φωνή διαμαρτυρίας ύψωσαν διανοούμενοι, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γεώργιος Νιρβάνας, ο Κωνσταντίνος Άμαντος, ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν και ο Ανρί Μπαρμπίς.
Από το 1929 έως το 1936 όπου και εφαρμόστηκε περίπου 16.500 πολίτες συνελήφθησαν. Από αυτούς 3031 καταδικάσθηκαν και εξορίστηκαν στα νησιά Φολέγανδρο, Ανάφη, Αμοργό και Σκύρο.
Με δικαστικές αποφάσεις διαλύθηκαν πολλές οργανώσεις και σωματεία, που επηρεάζονταν από το ΚΚΕ. Στον νόμο αυτό εξάλλου στηρίχτηκαν και οι μετέπειτα αυστηρότεροι νόμοι όπως από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Πηγή