tromaktiko: Γιατί και πώς η ΕΕ πρέπει να ασχοληθεί εκ νέου με την Τουρκία

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Γιατί και πώς η ΕΕ πρέπει να ασχοληθεί εκ νέου με την Τουρκία



Του Steven Blockmans
Από το 1999, όταν επιδόθηκε στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας, μέχρι το αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης...
το 2015, η ΕΕ έχει χρησιμοποιήσει τόσο τον συμβολισμό όσο και το πλαίσιο της πολιτικής για τη διεύρυνση, για να προσπαθήσει και να φέρει τις αλλαγές στην χώρα. Ακολούθησαν μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα σε εκείνους τους τομείς όπου οι διαπραγματεύσεις ένταξης έχουν ανοίξει από το 2005. Στην τακτική έκθεση πέρυσι, η Κομισιόν επαίνεσε το προηγμένο επίπεδο προετοιμασίας της Τουρκίας στους τομείς του εταιρικού δικαίου, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της επιστήμης, της έρευνας, της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, της πνευματικής ιδιοκτησίας, της επιχειρηματικής και βιομηχανικής πολιτικής, μεταξύ άλλων. Αλλά σε άλλους τομείς έχει υπάρξει μια ανησυχητική υποχώρηση, ιδιαίτερα στην δικαιοσύνη, στο πισωγύρισμα της κυβέρνησης στην ελευθερία έκφρασης και στις απροσδόκητες επιλογές στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Δυστυχώς, αυτοί οι τομείς περιλαμβάνονται στα ίδια τα κεφάλαια στα οποία οι συνομιλίες ένταξης είτε είχαν παγώσει είτε είχαν μπλοκαριστεί από τα κράτη-μέλη εξαιτίας του κυπριακού ζητήματος. Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ είχε περιορισμένη επιρροή στην, όπως την αποκάλεσε ένας σχολιαστής το 2009, λεγόμενη "ολίσθηση της Τουρκίας προς τον αστικό αυταρχισμό”. Είναι μόνο μια μικρή υπερβολή αν πούμε ότι το πιο σημαντικό εργαλείο πολιτικής που χρησιμοποιήθηκε από την ΕΕ για να ωθήσει την Τουρκία προς το κράτος δικαίου αντί του "δικαίου του ηγεμόνα”, ήταν η ετήσια έκθεση για την χώρα. Αναμφισβήτητα, αυτό δεν είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο στην εργαλειοθήκη της Ένωσης.

Μεταναστευτική κρίση

Ομοίως, η ΕΕ στεκόταν και παρακολουθούσε την Τουρκία να απορροφά περισσότερους από τρία εκατομμύρια πρόσφυγες από τη γειτονική Συρία και τις χώρες πιο μακριά. Μόνο όταν μεγάλοι αριθμοί προσφύγων και μεταναστών ξεκίνησαν να φεύγουν από την Τουρκία για την ΕΕ, οι Βρυξέλλες ανακάλυψαν εκ νέου τη σημασία του να ασχοληθούν με την Άγκυρα. Αλλά η εκ νέου ανακάλυψη ήρθε με κόστος.

Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας που επιτεύχθηκε δύσκολα, στόχο είχε να περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές στο Αιγαίο, και έχει δικαίως επικριθεί από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την -μεταξύ άλλων- επιμονή της ΕΕ να σταματήσει τους Σύριους πρόσφυγες από το να φθάσουν στην Ελλάδα παρά να σταθεί στις ανθρωπιστικές αρχές που προάγουν οι Συνθήκες της. Ωστόσο είναι αδιαμφισβήτητο ότι η συμφωνία, σε συνδυασμό με το καλόπιασμα αρκετών βαλκανικών χωρών από την Ένωση, για να κλείσουν τις διόδους στα σύνορα με την Ελλάδα, έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στο να μειώσει τον αριθμό των προσφύγων που κατευθύνονται προς την Ελλάδα. Η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας έχει προσφέρει και στις δύο πλευρές έναν συγκεκριμένο τομέα αμοιβαίου συμφέροντος και μια διμερή συνεργασία, που τους επιτρέπει να ανοίξουν άλλο ένα κεφάλαιο στις διαπραγματεύσεις για την ένταξη, να εργαστούν προς την ολοκλήρωση του καθεστώτος ταξιδίων χωρίς βίζα και να συνάψουν μια συμφωνία επανεισδοχής, να συνδέσουν την Τουρκία με τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου, και να συμφωνήσουν σε οικονομική βοήθεια της ΕΕ προς την Τουρκία για να μοιραστεί το κόστος της φιλοξενίας των Σύριων προσφύγων στο έδαφός της. Αλλά η πικρία σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας, για παράδειγμα το αίτημα της ΕΕ να αλλάξει η Τουρκία τον ευρύ ορισμό της τρομοκρατίας στην αντιτρομοκρατική της νομοθεσία, έχει εκθέσει την ευθραυστότητα της συμφωνίας και την βαθιά δυσπιστία μεταξύ των εταίρων. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία εκτροχιάστηκε από μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα και η επακόλουθη εκκαθάριση

Ενώ η Ύπατη Εκπρόσωπος Mogherini και ο Ευρωπαίος Επίτροπος Hahn έσπευσαν να καταδικάσουν την απόπειρα πραξικοπήματος και να δηλώσουν την αλληλεγγύη της ΕΕ στην Τουρκία και στους πολίτες της, η υπόλοιπη Ευρώπη άργησε να αντιδράσει. Το χαμηλό επίπεδο συμπάθειας που έδειξαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες μετά από την βίαιη επίθεση κατά του δημοκρατικού συστήματος μιας υποψήφιας χώρας, έγινε ακόμη χειρότερο από την φύση και το μέγεθος της απάντησης της τουρκικής κυβέρνησης: ο πρόεδρος Erdogan κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και το υπουργικό του συμβούλιο υιοθέτησε ακραία μέτρα που οδήγησαν σε μια δρακόντεια εκκαθάριση των πολιτικών αντιπάλων. Αυτοί οι αντίπαλοι φέρεται να συνδέονται με το θρησκευτικό και κοινωνικό κίνημα του εξόριστου κληρικού Fethullah Gulen, έναν πρώην σύμμαχο και τώρα εχθρό του προέδρου Erdogan. Ο Gulen έχει κατηγορηθεί ότι βρίσκεται πίσω από την οργάνωση του πραξικοπήματος. Περισσότεροι από 10.000 στρατιώτες κρατούνται. Σχεδόν 9.000 αστυνομικοί και 21.000 στελέχη του υπουργείου Παιδείας απολύθηκαν, περισσότερα από 2.500 μέλη του δικαστικού σώματος, 1.500 στελέχη του υπουργείου Οικονομικών και 21.000 δάσκαλοι σε ιδιωτικά σχολεία έχουν απολυθεί. 1.500 κοσμήτορες πανεπιστημίων έχουν οδηγηθεί σε παραίτηση και περισσότερα από 100 ΜΜΕ έχουν κλείσει με τουλάχιστον 28 "Gulen-ιστές” δημοσιογράφους να έχουν συλληφθεί.

Αντιμέτωποι με έναν πρόεδρο ο οποίος έχει εξαπολύσει μια καταστολή που δεν έχει προηγούμενο στην σύγχρονη ιστορία, είναι κατανοητό ότι υπάρχουν ανησυχίες μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών για τις προθέσεις της τουρκικής κυβέρνησης στην τήρηση των ευρωπαϊκών αξιών. Πολλοί παρατηρητές βλέπουν τις πράξεις του Erdogan ως περαιτέρω απόδειξη της τουρκικής στροφής προς τον αυταρχισμό. Ενώ οι πτυχές του αποτυχημένου πραξικοπήματος και εάν ο Gulen το οργάνωσε ή όχι, παραμένουν ακόμη ασαφείς, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι Gulen-ιστές αξιωματικοί ήταν πίσω από αυτά και ότι υπάρχουν μερικοί λόγοι για να σκεφτεί κανείς συνωμοσιολογικά, ότι το οργάνωσε ο Erdogan για να εδραιώσει τον έλεγχό του στην εξουσία. Δεν είναι πετυχημένο κάθε στρατιωτικό πραξικόπημα.

Προς αποκατάσταση των σχέσεων

Αναμφισβήτητα, η περιορισμένη συμπάθεια πολλών Ευρωπαίων για την επίθεση στη δημοκρατία που δέχθηκε η Τουρκία, στην οποία τουλάχιστον 270 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, είναι το αποτέλεσμα του χαμηλού επιπέδου κατανόησης της σύνθετης πραγματικότητας στην χώρα. Το αποτυχημένο πραξικόπημα έχει αποδείξει την εύθραυστη κατάσταση του τουρκικού στρατού και των κρατικών θεσμικών οργάνων, καθώς και την "ανθεκτικότητα” (για να χρησιμοποιήσουμε ένα από τα τσιτάτα της νέας παγκόσμιας στρατηγικής της ΕΕ) μιας αστικής κοινωνίας η οποία -αν και έχει γίνει πιο ισλαμική με τα χρόνια- αποδείχθηκε ενωμένη στην απόρριψη της αλλαγής καθεστώτος, μέσω μιας στρατιωτικής χούντας που ανατρέπει έναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγεμόνα.

Η Τουρκία είναι τώρα πιο ανθεκτική σε σχέση με πριν από το επιχειρούμενο πραξικόπημα της 15η Ιουλίου. Αφήνοντας κατά μέρος το κουρδικό ζήτημα για ένα λεπτό, η Τουρκία είναι τώρα μια λιγότερο πολωμένη κοινωνία και υπάρχει περισσότερη συναίνεση μεταξύ των κοσμικών και των ισλαμικών πολιτικών κομμάτων. Μέχρι τις 15 Ιουλίου, ο πολιτικός λόγος διαμορφώθηκε από εθνικιστές που ζητούσαν συνταγματική μεταρρύθμιση προκειμένου να μετατραπεί η δημοκρατία της Τουρκίας σε ένα προεδρικό σύστημα. Τώρα, η έννοια της δημοκρατίας τονίζεται με αναφορά στους πολίτες που βγήκαν στους δρόμους, στάθηκαν μπροστά στους αδίστακτους στρατιωτικούς και σταμάτησαν το πραξικόπημα. Είναι εντυπωσιακό πως όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), συσπειρώθηκα πίσω από τον Erdogan για αυτό το ζήτημα.

Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της Τουρκίας: η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας φουσκώνει με υπερηφάνεια στην έννοια της δημοκρατίας. Βεβαίως, υπάρχουν κάποιες κρίσιμες πτυχές της έντονης ρητορικής στη διάρκεια του καλοκαιριού, όπως οι εκκλήσεις για επαναφορά της θανατικής ποινής. Αλλά η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό συνιστά κόκκινη γραμμή για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία αν περάσει, θα οδηγήσει στην αναστολή και στον πιθανό τερματισμό της διαδικασίας ένταξης. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που πολεμά όχι μόνο τους Gulen-ιστές, αλλά επίσης την ISIS και τους Κούρδους "τρομοκράτες” στα ανατολικά της χώρας και στη Συρία.

Το διακύβευμα είναι πολύ υψηλό τώρα για να ρισκάρει μια κατάρρευση των διμερών σχέσεων: η Τουρκία και η ΕΕ χρειάζονται η μία την άλλη. Η διπλωματία του μεγαφώνου δεν βοηθάει. Και οι δύο εταίροι θα πρέπει να επενδύσουν στο να αναλύσουν και να κατανοήσουν καλύτερα τις σύνθετες πραγματικότητες του καθενός προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο momentum έντονης δέσμευσης και αντιμετώπισης των πολλών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην κοινή γειτονιά. Ο πόλεμος στη Συρία μαίνεται κατά μήκος των συνόρων. Οι δυναμικές στην ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας αλλάξει, υπάρχει το αποτυχημένο κράτος της Λιβύης και η αύξηση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού.

Αυτό που χρειάζεται στην πραγματικότητα, είναι αυτού του είδους ο ρεαλισμός των αρχών που περιγράφει η Παγκόσμια Στρατηγική της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική της Ένωσης: Μια αναγνώριση ότι τα έκτακτα μέτρα απαιτούνταν για να διασφαλίσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς της Τουρκίας εναντίον της επιχειρούμενης αλλαγής καθεστώτος από ένα τμήμα των ενόπλων δυνάμεων. Αλλά την ίδια στιγμή μια επιμονή ότι αυτά τα έκτακτα μέτρα πληρούν τις απαιτήσεις της αναλογικότητας και του κράτους δικαίου.

Αυτή ήταν η προσέγγιση που ακολουθήθηκε από βασικά μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όπως ο Elmar Brok (πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων), η Kati Piri (εισηγητής για την Τουρκία)) και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Martin Schulz, ο οποίος άλλαξε την προηγούμενη κριτική του με έναν πιο συμφιλιωτικό τόνο μετά από την επίσκεψή του στην Τουρκία, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η χώρα τηρεί τις δεσμεύσεις της για την απόκτηση του δικαιώματος ταξιδιού χωρίς βίζα. Εάν η Τουρκία δεν θεωρεί ότι είναι σωστός ο χρόνος για την αλλαγή της αντιτρομοκρατικής της νομοθεσίας, τότε δεν θα πρέπει να περιμένει η ΈΕ να τηρήσει το συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα για την απελευθέρωση της βίζας.

Η συμμετοχή του υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων της Τουρκίας στο άτυπο Συμβούλιο στις 3 Σεπτεμβρίου και ο πολιτικός διάλογος για τον οποίο οι Federica Mogherini και Johannes Hahn θα ταξιδέψουν στην Άγκυρα στις 9 Σεπτεμβρίου, αποτελούν περαιτέρω βήμα για την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης και για να συζητηθούν σειρά διμερών και περιφερειακών ζητημάτων. Η βελτιωμένη συνεργασία στην αντιτρομοκρατία και ο στενότερος συντονισμός των πολιτικών προς την κοινή γειτονία, θα μπορούσαν να βοηθήσουν να σχηματιστεί μια νεά αφήγηση σε εκείνη της μάλλον αόριστης προοπτικής της μελλοντικής ένταξης στην ΕΕ.

Το ερώτημα ωστόσο είναι εάν το νέο αφήγημα θα μπορούσε τελικά να αντικαταστήσει "το πρόσχημα ότι η ένταξη παραμένει ρεαλιστική επιλογή για το προσεχές μέλλον”. Η δήθεν επικείμενη λύση του Κυπριακού ζητήματος θα μπορούσε να βοηθήσει να ανοίξουν τα κεφάλαια 23 και 24. Αυτό επίσης θα βοηθήσει την Τουρκία να μεταρρυθμίσει το δικαστικό της σύστημα και να εφαρμόσει θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές. Αλλά δεν εγγυάται από μόνο του, την τήρηση των ευρωπαϊκών αξιών. Πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο γρήγορα και σε ποιον βαθμό ο πρόεδρος Erdogan και το υπουργικό του συμβούλιο θα επιτρέψουν στην Τουρκία να επιστρέψουν σε συνθήκες ομαλότητας. Αυτό το καθεστώς ομαλότητας θα πρέπει να είναι ένα στο οποίο η έννοια της δημοκρατίας θα εφαρμόζεται με κάτι περισσότερο από τις εκλογές -με έναν κατάλληλο διαχωρισμό των αξιών, με χώρο για έναν ελεύθερο Τύπο, και μια διαδικασία συμφιλίωσης σε μια κοινωνία που περιλαμβάνει την κουρδική μειονότητα.

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!