tromaktiko: Ό,τι επιχειρείται δεν είναι αναγκαστικά επιχειρείν κι ό,τι είναι επιχειρείν δεν είναι αναγκαστικά επιχειρηματικότητα

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Ό,τι επιχειρείται δεν είναι αναγκαστικά επιχειρείν κι ό,τι είναι επιχειρείν δεν είναι αναγκαστικά επιχειρηματικότητα



Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης
Με την κρίση, ανάμεσα στα άλλα ζητήματα, που «δοθείσης της ευκαιρίας» αναδύθηκαν στην επιφάνεια ως «παραμελημένες και...
εν ταυτώ σημαντικές πραγματικότητες», είναι και η παράμετρος του «επιχειρείν», η τόνωση του οποίου αιτείται κατεπειγόντως από τον «κόσμο του επιχειρείν».

Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των συζητήσεων, είναι η θεμελιώδης σύγχυση, αν όχι άγνοια, που συχνά διαπιστώνεται στις σχετικές αναφορές, μια σύγχυση και μια άγνοια, που προκύπτει από το γεγονός ότι το επιχειρείν προβάλλεται ως κάτι που αφορά αποκλειστικά την «ιδιωτική πρωτοβουλία», την οικονομία και τις αγορές, με λίγα δηλαδή λόγια ταυτίζεται με την επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, προκειμένου δε να δραματοποιήσουν την σημασία του, επισημαίνουν τη συμβολή του στην «δημιουργία» ή τη «διατήρηση» θέσεων εργασίας, (πάντα σε περιόδους ισχνών αγελάδων στις αγορές, πόσο μάλλον σε περιόδους μεγάλων οικονομικών κρίσεων και υφέσεων, οι «εργαζόμενοι» αναδεικνύονται στη πρώτη και έσχατη «μέριμνα» των επιχειρηματιών, όταν διεκδικούν τα δικά τους αιτήματα, ενώ η λέξη «κέρδος» σχεδόν απουσιάζει καθολικά, ενοχοποιώντας το οι ίδιοι οι δημιουργοί του -ας μου επιτραπεί να ρωτήσω : γιατί;), κ.λπ.

Έτσι, το να ισχυριζόμαστε στα σοβαρά ότι το (ιδιωτικό) επιχειρείν συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας, είναι το ίδιο σα να λέμε ότι όμοια συμβάλλει στην γενικότερη οικονομική δραστηριότητα μέσω της αγοράς του αναγκαίου μηχανικού εξοπλισμού για να λειτουργήσει μια επιχείρηση, της αγοράς χαρτικής και γραφικής ύλης, εκτός κι αν όσοι προβάλλουν τέτοια επιχειρήματα μπορούν να μας πείσουν ότι θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν εμπορικά ή επαγγελματικά χωρίς την ανάγκη των παραπάνω και ασφαλώς χωρίς τους αναγκαίους εργαζόμενους. Ούτε οι αυτονόητες όσο και αναγκαίες προϋποθέσεις εκτέλεσης μιας δραστηριότητας, κοινές και υποχρεωτικές για τον καθένα που ασκεί την ίδια δραστηριότητα, ούτε η αυτονόητη ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση κάθε είδους προβλημάτων που προέρχονται από το εσωτερικό ή το εξωτερικό τους περιβάλλον, εμπίπτει στην έννοια του επιχειρείν. Όλα αυτά είναι και αυτονόητα και κοινά για όλους και τίποτα απ' αυτά δεν συνιστά δραστηριότητα που να αξίζει του ονόματος επιχειρείν.

Η θεμελιώδης αυτή σύγχυση και άγνοια που διαπιστώνεται, κατά τα ανωτέρω, όταν δεν οφείλεται στην άγνοια του τι είναι και τι όχι «επιχειρείν», οφείλεται στο ατελώς ερμηνευόμενο περιεχόμενό του, τουλάχιστον στο επίπεδο του δημόσιου λόγου. Η όποια αναφορά σ’ αυτό, δηλαδή στο επιχειρείν, γίνεται ως εάν να μιλάμε για κάτι που είναι γνωστό σε όλους ως περιεχόμενο και ως πράξη, και κυρίως, ως εάν να είναι γνωστό με το αυτό περιεχόμενο, όταν αυτό το περιεχόμενο υπάρχει, ή είναι ξεκαθαρισμένο στο μυαλό όσων μιλάνε για το «επιχειρείν», πράγμα καθόλου βέβαιο.

Συνεπώς, ό,τι επιχειρείται στο παρόν άρθρο, είναι μια προσπάθεια «επίσκεψης του ονόματος» του «επιχειρείν», τουλάχιστον έτσι όπως προσεγγίζεται με βάση τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων.

Η επισήμανση που κάναμε παραπάνω, για τη σχέση επιχειρηματικότητας και επιχειρείν, αποτελεί ένα καλό σημείο για να ξεκινήσουμε. «Επιχειρείν», δεν είναι  γενικώς να «κάνεις δουλειές ως ελεύθερος επιχειρηματίας». «Επιχειρείν», είναι να δώσεις αξία σε κάτι. Μια νέα αξία σε κάτι που ήδη υπάρχει -αν όχι εκεί όπου δεν υπάρχει, δημιουργώντας το εξ αρχής. Να δεις κάτι με μια άλλη ματιά.

Σ’ αυτό, δεν θα σε βοηθήσουν σε τίποτα τα «ορθολογικά» μοντέλα «διοίκησης» και «λήψης αποφάσεων». Αυτά απλώς καθορίζουν «ορθολογικές» διαδικασίες διαχείρησης και λήψης αποφάσεων, και στο τέλος θα «μετρήσουν» μια μεταβολή στα ποσοτικά μεγέθη, όμως, δεν θα μπορέσουν ποτέ ν’ απαντήσουν σ’ εκείνο το «γιατί» στο οποίο η απάντηση δεν βρίσκεται σ’ αυτό που μετρείται αλλά σε παράγοντες που δεν μετρούνται, όπως π.χ., το όραμα που καθοδηγεί, η διαίσθηση, η νοοτροπία και η αντίληψη, η μη υλική κινητοποίηση υλικών και μη υλικών πόρων. Εδώ, αυτή η «ματιά», κλείνει μέσα τις όλες τις θεμελιώδεις παραμέτρους της ηγεσίας, του λειτουργικού και του στρατηγικού μάνατζμεντ. Κλείνει το «κλίμα», κλείνει «αξίες», κλείνει «κουλτούρα».

Το επιχειρείν συλλαμβάνει μια αξία, μια χρησιμότητα, ενδεχομένως απολύτως αμορφοποίητη, και με πρώτη ύλη τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του «επιχειρούντος», αρχίζει να μορφοποιεί αυτή την ιδέα, για να την μετατρέψει σε κάτι το χειροπιαστό σαν ύλη, ή σε κάτι το καινοτόμα λειτουργικό σε ένα οργανωτικό πλέγμα, ή σε μια νέα θεωρία που αναδιευθύνει ή αναδιευθετεί σημαντικά μια μέχρι τότε αποδεκτή θεωρία οιασδήποτε μορφής, κ.λπ.

Στον κόσμο των οργανισμών, το «επιχειρείν», αφορά όλους όσους δραστηριοποιούνται μέσα σ’ αυτόν, σε ΚΑΘΕ οργανισμό, ιδιωτικό ή δημόσιο αδιάφορα. Δεν αφορά μονάχα και δεν απευθύνεται μονάχα στα «στελέχη», απευθύνεται σε όλους, διότι ζητά τη συμμετοχή όλων. Τη ζητά ισότιμα. Οι «καλές» ιδέες και οι «καλές» προτάσεις, δεν θεωρείται μονοπωλιακή ικανότητα όσων βρίσκονται σε κάποιες «θέσεις». Στο μέτρο και το βαθμό που ένας οργανισμός, βλέπει τους «απλούς» εργαζόμενους σαν τους «απλούς εκτελεστές» ήδη ειλημμένων αποφάσεων, το μόνο που κάνει είναι αφήνει αναξιοποίητους δυνητικούς παραγωγικούς πόρους, που είναι αυτές οι αναξιοποίητες ιδέες. Ιδέες για το πώς οι λειτουργίες θα εκτελούνται αποτελεσματικότερα, απ’ αυτούς που τις εκτελούν και όχι μόνο απ’ αυτούς που τις σχεδιάζουν, ιδέες για το πώς θα προσεγγίσουμε καλύτερα και αποκτήσουμε ένα πελάτη, από τον ίδιο τον «απλό» πωλητή, κι όχι μόνο από εκείνους που σχεδιάζουν το μάρκετινγκ στο γραφείο τους. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει ΟΛΟΙ να έχουν συμμετοχή στη διαδικασία σχεδιασμού, ο καθείς για τον ιδιαίτερο λειτουργικό ή/και διοικητικό χώρο ευθύνης του. Το επιχειρείν όπως το προσεγγίζουμε εδώ, είναι επίσης προϋπόθεση ώστε το σύστημα στο οποίο αναφέρεται και μέσα στο οποίο λειτουργεί να παραμένει ανοικτό και να μη καταλήξει κλειστό, βρόγχος που κάποια στιγμή θα το πνίξει.

Το επιχειρείν δεν υπόκειται σε καμιά τυποποίηση, διαδικασία, ιεραρχία ή τυπική οργάνωση. Το επιχειρείν είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης της φαντασίας μέσω της απελευθέρωσης της δημιουργικότητας από τα δεσμά της τυποποίησης και της ιεραρχίας. Αν η τυπική οργάνωση μπορεί να συμβάλλει θετικά στο επιχειρείν, αυτό μπορεί να το κάνει με την κατά τρόπο τυπικό ουσιαστική αποδέσμευση του επιχειρείν από τον ίδιο τον εαυτό της. Οι μόνοι περιορισμοί δεν μπορεί να είναι άλλοι από εκείνους που θέλει και θέτει το δημοκρατικά αποδεκτό κοινωνικό  αξιακό πλαίσιο, ώστε να μην υπάρχει χώρος για την εκδήλωση του κοινωνικά απαραδέκτου επιχειρείν.

Ο συνεχής ανταγωνισμός της εγκληματικής φαντασίας και του εγκληματικού επιχειρείν π.χ., της μεγαλοδιαπλοκής ή της μεγαλοφοροδιαφυγής, που η φαντασία τους και η δημιουργικότητά τους δεν γνωρίζει όρια προκειμένου όχι μονάχα να τελούν τα εγκλήματά τους μα και να σβήνουν τα ίχνη τους, από τη μια, και του επιχειρείν της πολιτείας από την άλλη να αντιτάξει ένα δικό της «επιχειρείν» που να ανταγωνίζεται με αξιώσεις το παραπάνω κοινωνικά καταδικαστέο επιχειρείν, και εν τέλει να το εξαλείφει, είναι ένα πρόχειρο όσο και χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που θέλουμε να τονίσουμε. Μ’ αυτή την έννοια, το «επιχειρείν» εμφανίζεται αρχικά ως κάτι το «ουδέτερο», και είναι το κοινωνικά παραδεκτό ή το κοινωνικά απαράδεκτο της αξίας που παράγει ώστε να γίνει αποδεκτό ή όχι το «προϊόν» του. Όμως, αυτή καθ’ αυτή η πραγματικότητα, πως η φαντασία και η δημιουργικότητα, εμφανίζονται όχι μονάχα σε δραστηριότητες νόμιμες και ηθικές, και παράνομες και ανήθικες, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που αυτό το παράνομο και ανήθικο «επιχειρείν» εντυπωσιάζει με την φαντασία που επιδεικνύει, επίσης κι αυτό είναι μια πραγματικότητα. Εδώ είναι κάτι ανάλογο με το όπλο, ως υλικό αντικείμενο. Το όπλο γίνεται «καλό» ή «κακό», ανάλογα στα χέρια που βρίσκεται και για ποιον λόγο χρησιμοποιείται.

Το επιχειρείν όχι μονάχα ως προς το περιεχόμενο μα και ως «γίγνεσθαι», είναι μια βαθιά κοινωνική παράμετρος της ανθρώπινης δράσης, οικονομικής, ατομικής, συλλογικής, πολιτικής, πνευματικής, επιστημονικής. Ακόμα κι αν προσεγγισθεί με αυστηρά αγοραίους όρους, μια καινοτομία οικονομικά και κοινωνικά ενδιαφέρουσα στη Γαλλία δεν σημαίνει, αυτή η ίδια καινοτομία πως θα είναι και οικονομικά και κοινωνικά ενδιαφέρουσα για κάθε άλλη κοινωνία σε οποιοδήποτε κράτος της γης, ακόμα και με κριτήρια καθαρά πολιτισμικά και όχι οικονομικά. Ακόμα μπορεί να διαφοροποιείται και εντός του ίδιου κράτους στις διάφορες περιφέρειές του.

Μένοντας λίγο παραπάνω στο ζήτημα της σύγχυσης και της άγνοιας που επισημάναμε στην έννοια του «επιχειρείν», υπογραμμίζουμε ότι η αποσύνδεση της έννοιας από τον αγοραίο ομφάλιο λώρο της είναι θεμελιώδους σημασίας. Το επιχειρείν, ας το ξανατονίσουμε, μπορεί να φορά το ίδιο την «ιδιωτική» αγορά, όσο και μία Δ.Ο.Υ., ένα αστυνομικό τμήμα, ένα δημόσιο νοσοκομείο, ένα υπουργείο, ένα πανεπιστήμιο, την ίδια τη κυβέρνηση ως «όργανο» διοίκησης από την οποία αναμένεται να συμβάλλει στο «εθνικό γίγνεσθαι» με πράξεις τέτοιες που να προσθέτουν θετική αξία και θετική σημασία σ’ αυτό το γίγνεσθαι. Για να υπογραμμιστεί αυτό όσο το δυνατό περισσότερο, ας αναφερθούμε, π.χ., στη περίπτωση του διοικητή ενός αστυνομικού τμήματος. Αν υποθέσουμε ότι αυτός δεν «διοικεί» απλώς το τμήμα του όσο καλύτερα μπορεί, μα «επιχειρεί» να δώσει «αξία» στην υπηρεσία που προσφέρει στη τοπική κοινωνία, μέσω στρατηγικών και πολιτικών που υπερβαίνουν την απλή έννοια της «αστυνόμευσης», αυτός είναι ένας κρατικός λειτουργός προσανατολισμένος στο «επιχειρείν». Έτσι, π.χ., ο Joseph A. Litterer [The Analysis of Organizations, 2nd ed., John Wiley & Sons, Inc., New York, 1973, σελ. 10] κάνει την πολύ σημαντική παρατήρηση, σχετικά με το παραπάνω παράδειγμά μας ότι : «Έχοντας ένα αστυνομικό τμήμα το οποίο παρέχει προστασία στην κοινωνία απαιτεί περισσότερα πράγματα από του να προσλάβεις ανθρώπους και να τους βάλεις μέσα σε μία στολή. Αυτοί πρέπει να φθάσουν σ’ εκείνο το σημείο που να μπορούμε να τους αποκαλούμε «οργανωμένους», το οποίο συμβαίνει εκεί όπου οι ατομικές τους προσπάθειες δικτυώνονται και αποκορυφώνονται σε κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να παραχθεί ατομικά. Η αναγκαιότητα χτισίματος αυτής της διαμεσολαβητικής συνιστώσας καθυστερεί την ικανοποίηση των αναγκών μας και απορροφά πόρους και ενέργεια».

Η «εκροή» του επιχειρείν εξαρτάται, θα μπορούσαμε να πούμε, μέσω ενός οιδιπόδειου επιχειρηματικού συμπλέγματος (επιχειρηματικού υπό την έννοια του επιχειρείν), από την πνευματική συγκρότηση και το περιεχόμενο ενός ανθρώπου, και όχι με τις θεμελιωμένες πάνω στο χρήμα και τις αγοραίες λειτουργίες του ικανότητες και δεινότητες του ίδιου ανθρώπου. Εδώ η αγορά μπορεί να μην έχει την κλασική της έννοια.

Αυτό που ζητά να επιχειρηθεί δεν είναι πάντα προφανές. Ιδίως αν τα πράγματα πάνε σχετικά καλά και οι προοπτικές δεν παρουσιάζουν ανησυχητικά σημάδια, το αίτημα του επιχειρείν παραμένει στην αφάνεια ή μόλις είναι ορατό. Όμως, ο επιχειρών, δεν υποκινείται μονάχα από εξωτερικούς παράγοντες. Το επιχειρείν το έχει μέσα του, και αυτό που τον υποκινεί είναι και η στρατηγική του σκέψη. Το ίδιο το επιχειρείν, στην πιο προωθημένη του έκφραση και το πιο προωθημένο του περιεχόμενο, είναι μια στρατηγική αντίληψη των πραγμάτων. Επιχειρώ σήμερα, όχι απλά για να βρίσκομαι αύριο σε μια καλύτερη θέση, μα επιχειρώ και για να συμμετάσχω κι εγώ σ' αυτή τη διαμόρφωση, και αν είναι δυνατόν, να δημιουργήσω μια εντελώς νέα κατάσταση πραγμάτων, εντελώς οφειλόμενη και κυρίως ελεγχόμενη από μένα, ή, σε κάποιο ικανοποιητικό βαθμό αυτή η κατάσταση να οφείλεται και να ελέγχεται από μένα.

Το επιχειρείν μιλά κυρίως μέσω των πράξεών του, των επιτευγμάτων του, και αποτελεί κατά τούτο το πλέον ενεργητικό γλωσσικό ιδίωμα, μέσα στην κυρίαρχη τυπική γλώσσα στην οποία ανήκει, η οποία ακριβώς λόγω της τυπικότητάς της, έρχονται στιγμές που βυθίζεται μέσα στην αφόρητη ανία και στη παθητικότητα που πνίγει κάθε ενεργητικότητα.

Είναι δε πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό να πούμε εδώ, ότι το επιχειρείν, τουλάχιστον στο στάδιο της σύλληψης και της πνευματικής του κυοφορίας, είναι σχεδόν αποκλειστικά τέκνο της εξορκισμένης από τον τεχνοκρατικό ορθολογισμό φαντασίας και οράματος. Ο αλλοτριωμένος ορθολογισμός εστιάζοντας αποκλειστικά στους αριθμούς, έχει πάθει πνευματικό και επιστημονικό στραβισμό που δεν του επιτρέπει να διακρίνει ποιο το αίτιο και ποιο το αιτιατό του. Γι' αυτόν, ο αριθμός προάγεται από αριθμούς, δυνάμεις και νόμους στους οποίους ο εξατομικευμένος ανθρώπινος παράγων, είτε είναι μια μαγική φιγούρα είτε, το πιο συχνό, αριθμητικοποιείται κι αυτός για να αποτελέσει ένα γράμμα της αλφάβητου ως μεταβλητή σε ένα ντετερμινιστικό μοντέλο.

Μέσα σ' αυτά τα μοντέλα ο άνθρωπος αποκτά τη λογική των φυσικών νόμων, με αντάλλαγμα τον εξανθρωπισμό του, αφού πλέον ο ανθρώπινος ορθολογισμός, ο τόσο πολύ ανορθολογικός σε σχέση με τους αυστηρούς ντετερμινιστικούς νόμους, που χάρη σ' αυτόν ακριβώς τον πολύ ιδιαίτερο λογικά ανθρώπινο ανορθολογισμό του δημιούργησε τον ανθρώπινο πολιτισμό και που δεν θα τον δημιουργούσε αν συμπεριφέρονταν αυστηρά ως μια παράμετρος σε ένα μαθηματικοποιημένο μοντέλο στο οποίο μπορεί να υπάρξει μονάχα ως ρομπότ ή ζόμπι.

Αυτή η μαθηματική μοντελοποίηση του ανθρώπινου παράγοντα, όχι μονάχα σε μακροοικονομικό μα ενίοτε και σε μικροοικονομικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο επιχείρησης, αποτελεί μια αληθινή καταστροφή δυνητικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν θετικά και οικονομικά επωφελώς στην συνολική προσπάθεια. Όταν π.χ., τίθενται επιχειρηματικοί και επιχειρησιακοί στόχοι σε επίπεδο μέσων όρων ή με μια μαξιμαλιστική φιλοσοφία, τότε στην μεν πρώτη περίπτωση οδηγείς στην παραίτηση λόγω απογοήτευσης όσων οι αντικειμενικές ικανότητες και δεξιότητες βρίσκονται κάτω του μέσου όρου, ενδεχομένως δε να επιφέρεις την ίδια απογοήτευση, αλλά από την αντίθετη πλευρά σε όσους αισθάνονται να πιέζονται ή ισοπεδώνονται προς τα κάτω, ενώ στην δεύτερη περίπτωση του μαξιμαλισμού των στόχων, η απογοήτευση μπορεί να είναι ακόμα πιο γενική, ενώ, παραβλέπει την πραγματικότητα εκείνη που λέει πως ακόμα κι αν επιδιώκεις αυτούς τους στόχους με την εγκαθίδρυση ισχυρών κινήτρων, δεν μπορείς να αντέξεις για πολύ έναν μαραθώνιο αγώνα δρόμου, όντας αθλητής των 100, 200 ή 400 μέτρων, όπως ένας αθλητής του μαραθωνίου δρόμου δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αθλητή των 100 μέτρων στο δικό του αγώνισμα. Αυτές οι πραγματικότητες απαιτούν εξατομικεύσεις των στόχων, και κατάλληλη κατανομή των αθλητών στα αγωνίσματα που καθημερινά διεξάγει μια επιχείρηση και διεξάγονται στην αγορά γενικότερα. Υπ' αυτήν την έννοια, ένας τέτοιος παράλογος τεχνοκριτικός ορθολογισμός κατακτά ανορθολογισμός και αμείλικτος πολέμιος του επιχειρείν.

Είναι επίσης σημαντικό να σημειώνουμε πως το επιχειρείν ως ολοκληρωμένη εκροή και ήδη αξιοποιούμενη απ' τον «επιχειρήσαντα», δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην ότι είναι κατ' ανάγκην ορατή ή κατανοητή από κάθε ενδιαφερόμενο εξωτερικό παρατηρητή ή ανταγωνιστή. Ο τελευταίος μπορεί να βλέπει το προϊόν του επιχειρείν, αλλά, δεν είναι υποχρεωτικό να γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει ώστε να υπάρχει αυτή η νέα κατάσταση πραγμάτων, το νέο ή απλά καινοτόμο προϊόν ή η νέα ή καινοτόμα υπηρεσία, αν η όλη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε παραμένει άγνωστη, γνωστή μόνο στον «επιχειρήσαντα». Εξάλλου το ότι βλέπουμε το ίδιο πράγμα δεν σημαίνει κι ότι το ερμηνεύουμε το ίδιο ή ότι το θεωρούμε το ίδιο σημαντικό ή ενδιαφέρον ώστε να μας διεγείρει το ίδιο πνευματικά και ψυχολογικά.

Ο επιχειρών, είναι περισσότερο ένας ονειροπόλος, ένας οραματιστής, ένας ιδεολόγος, παρά ένας επιχειρηματίας που με γνώμονα τον ορθολογισμό και την τυπική οργάνωση (η θεωρία της άτυπης οργάνωσης, στην ουσία δεν είναι λιγότερο τυπική), διαχειρίζεται τα επείγοντα και σοβαρά προβλήματα της επιχειρηματικής καθημερινότητας τόσο μέσα στην επιχείρηση όσο και τους εξωτερικούς της κίνδυνους και απειλές. Αυτό που έχει σημασία εδώ, είναι να μη συγχέονται έννοιες και κυρίως η πρακτική τους χρησιμότητα και ο πρακτικός τους χειρισμός, όπως το επιχειρείν και η ορθολογικότητα. Σ' αυτή την τελευταία περίπτωση, η μια έννοια ως ύπαρξη και ως μεταφορά της στο λειτουργικό επίπεδο δεν αλληλοπροϋποθέτονται αναγκαίως.

Εδώ δεν ονειρεύεσαι, δεν οραματίζεσαι εν ύπνω. Εδώ όλα γίνονται το ξύπνιο, μέσα σε μια πυρετώδικη νοητική διεργασία. Το ονειροθερμόμετρο, το οραματοθερμόμετρο, το ιδεοθερμόμετρο μετράνε πόσο απέχεις απ' το πιο επιθυμητό σημείο : το σημείο του κώματος κι ακόμα καλύτερα του βρασμού. Το σημείο όπου κάθε εμπόδιο που υπάρχει και κρύβει το όνειρο, το όραμα και την ιδέα, θα εξατμισθεί από τη θερμότητα της εσωτερικής πνευματικής λάβας, αλλά, μονάχα το εμπόδιο κι όχι ο πολύτιμος αιχμάλωτός του, η φαντασία, το όραμα και η ιδέα, που είναι αυτά που ακριβώς θα απελευθερωθούν.

Υπάρχει ακόμα σε τούτο το περίεργο επιχειρείν μια εξίσου περίεργη διαλεκτική εσωτερική ανάμεσα στον επιχειρούντα και στη φαντασία, το όραμα και την ιδέα του. Δεν γνωρίζει ακριβών τι ψάχνει, ίσως και να μη γνωρίζει όμως τι δεν ψάχνει. Σ' αυτή τη φάση του γίγνεσθαι του επιχειρείν, φαντασία, όραμα, ιδέα, νέο, βρίσκονται κι αυτά στο στάδιο του πρωτογίγνεσθαι, όχι μια γέννηση μα κυριολεκτικά μια γένεση. Δεν έχουμε ένα σπερματοζωάριο φαντασίας από τη μια και ένα ωάριο οράματος από την άλλη, και γνωρίζουμε τι θα γίνει όταν τα ενώσουμε. Εδώ θέλουμε κάτι το άξιο λόγου να προκύψει στην «αλυσίδα» μιας δεδομένης δραστηριότητας, ή σε ένα πλέγμα «αλυσίδων» μιας πιο σύνθετης δραστηριότητας, χωρίς να ξέρουμε τι είναι αυτό, και για να προκύψει αυτό που αγνοούμε ως αποτέλεσμα εξόν από το ότι έχουμε την αξίωση να είναι αξιόλογο, και χωρίς να ξέρουμε τι πρώτη ύλη θα χρειαστώ, σε τι αναλογίες και πώς θα τις μαγειρέψω μεταξύ τους χωρίς να κάψω το φαγητό, και κυρίως να μη καταλήξω σε κάτι που μόνο φαγητό δεν θάναι. Εδώ το επιχειρείν ορίζεται ως δημιουργία, και δίνει τους ποιοτικούς περιορισμούς της γένεσης που κάναμε λόγο παραπάνω.

Επιχειρείν δεν είναι να βλέπεις και να ασχολείσαι με το αυτονόητο και το υποχρεωτικά επιβαλλόμενο από την ίδια την  διαδικασία ή την τεχνική και την τεχνολογία, μα να ανακαλύπτεις το κρυμμένο ή να βελτιώνεις με τρόπο που οι άλλοι δεν σκέφτηκαν κάτι που ήδη υπάρχει (καινοτομία), η να ανακαλύπτεις και να δημιουργείς κάτι το εντελώς νέο.

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει συνεπώς πως αυτός ή αυτή που έχει μια ενδιαφέρουσα ιδέα που καταλήγει ή μπορεί να καταλήξει σε μια «κερδοφόρα» δραστηριότητα, (όχι αναγκαίως οικονομικά «κερδοφόρα»), δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα να είναι κι αυτός που θα την υλοποιήσει καρπούμενος και τα σχετικά οφέλη. Όσοι επαίρονται για τις καλές τους ιδέες καλό είναι να ελέγχεται αν είναι και οι ιδιοκτήτες της ιδέας ή απλώς με κάποιο τρόπο απλώς έχουν ιδιοποιηθεί ιδέες άλλων, κάτι καθόλου ασύνηθες στον κόσμο των επιχειρήσεων π.χ., αλλά και σε κάθε δραστηριότητα μη οικονομική κατ' ανάγκην. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως ενώ το «επιχειρείν» είναι ενιαίο ως «γίγνεσθαι», ο συντελεστής του, πάντα μια ανθρώπινη ύπαρξη, δεν είναι αναγκαίο να είναι ένας μόνο άνθρωπος, αλλά να αποτελεί μια καμίνευση ανεξάρτητων αρχικά «επιχειρείν» που προέρχονται από διάφορους ανθρώπους, αλλά που στη πορεία αυτά τα «ατομικά επιχειρείν», ξέχωρα αρχικά ποτάμια, ενώνονται στη πορεία μεταξύ τους ώστε διαδοχικά να ενώνονται σε μεγαλύτερους ποταμούς, ώσπου να ενωθούν στο τελικό μοναδικό ποταμό, που θα αντιπροσωπεύει το τελικό «συνθετικό επιχειρείν». Όμως, είναι το ίδιο αληθινό, πως το «επιχειρείν» δεν αποκλείεται να είναι και από την αρχή του μέχρι το τέλος, μια ατομική υπόθεση ενός ανθρώπου.

Έτσι λοιπόν προκύπτει αβίαστα, πως το επιχειρείν συνιστά ένα θεμελιώδες κεφαλαιακό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο ανάλογα σε ποιον τομέα επιχειρείται (στην επιστημονική έρευνα, στην εκπαίδευση, στην αγορά κ.λπ.), λαμβάνει και την αντίστοιχη ειδική του σημασία, η οποία πάντα έχει και μια οικονομική διάσταση, μικρότερη ή μεγαλύτερη πέραν της κυρίως διάστασής του (επιστημονική στην επιστημονική έρευνα, οικονομική στο χώρο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, κ.λπ.).

Το επιχειρείν αποτελεί αφ' εαυτού υπεραξία, μια υπεραξία που παράγεται εσωτερικά στον άνθρωπο, πριν αρχίσει να παράγει εκ του μηδενός εξωτερικά άλλες υπεραξίες, ή να προσθέτετε σε ήδη υπάρχουσες.

Είναι ακόμα το επιχειρείν μια μορφή, περισσότερο από απλή αίσθηση μιας μορφής ουσιαστικής πνευματικής στην αρχή, υλικής ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μορφοποιημένης ελευθερίας. Το αν τελικά το προϊόν του επιχειρείν μετουσιωθεί ή όχι σε ένα είδος προσωπικής ιδιωφέλειας με οικονομικό ή άλλο είδους εξωτερικού κέρδους, θα παραμένει πάντα, το εσωτερικό κέρδος, η ικανοποίηση ότι μια αξία δημιουργήθηκε, έστω κι αν δεν αναγνωρίστηκε η σημασία της, κάτι που δεν θα συμβαίνει ούτε για πρώτη και ασφαλώς ούτε για τελευταία φορά.

Ο ουσιαστικός ανταγωνισμός και η πιο διαυγής καθαρή προστιθέμενη αξία σε μια οποιοδήποτε παραγωγική αλυσίδα, όχι μονάχα οικονομική και αγοραία, δεν είναι ό,τι είναι αποκτήσιμο ή εύκολα ορατό από τον οποιοδήποτε ώστε έγκαιρα και κατάλληλα να προσαρμοστεί προς μια ορατή πραγματικότητα, εκτός κι αν αδυνατεί να την αντιληφθεί από αμέλεια ή παθολογική νοητική ανεπάρκεια, μα εκείνο που είναι εντελώς αόρατο, ακόμα κι ως δυνητικότητα και άρα δεν υπάρχει καν, δηλαδή μια ιδέα που δεν βρίσκεται ακόμα παρά στο κεφάλι αυτού που την έχει, και η οποία, εφόσον κομίζει κάτι το νέο κι εφόσον εφαρμοστεί με επιτυχία, θα αναταράξει δημιουργικά τα νερά, τα δικά της αλλά και γενικότερα, ακόμη και μέσω μιας δημιουργικής καταστροφής, για να χρησιμοποιήσω μια σουμπετεριανή έκφραση. Εδώ ερείδεται και το συχνά ακουόμενο να «μετατρέψουμε τη κρίση σε ευκαιρία». Το μεγάλο ερώτημα είναι πως αυτοί που πιο συχνά το λένε, δηλαδή οι πολιτικοί μας, και κυρίως οι κυβερνώντες, θεωρούνται, διαχρονικά, ως οι πιο μεγάλες τροχοπέδες στην ανάδυση του επιχειρείν, όπως εδώ το προσεγγίσαμε.

Σε μια εποχή όπου το πρόταγμα της ανάπτυξης λαμβάνει ολοένα και πιο κρίσιμο χαρακτήρα, έννοιες όπως η εδώ προβαλλόμενη, του επιχειρείν, (που μέσω κάποιων παραδειγμάτων κερδοσκοπικής ή και μη κερδοσκοπικής «επιχειρηματικότητας» έγινε προσπάθεια να προσδιοριστεί σε γενικές γραμμές στο παρόν άρθρο), επίσης ολοένα και περισσότερο θα αναδύονται είτε ως παραμελημένοι πλην ουσιώδεις παράμετροι, είτε ως οι διαπιστωμένες κρίσιμες παράμετροι της επιτυχίας (όταν αυτή υπάρχει).

Ειδικότερη σημασία δίνουμε στην άνευρη δημόσια διοίκηση, του στενότερου και ευρύτερου κρατικού τομέα, για να υπογραμμίσουμε ότι πριν τη σπουδή για την εισαγωγή αρχών του μάνατζμεντ στη δημόσια σφαίρα δραστηριότητας, πρέπει να «εισάγουν» νέες αντιλήψεις και νέες συμπεριφορές, προσανατολισμένες στη δημιουργία «αλυσίδων αξίας» που θα «ενώνουν» την «δημόσια» και «κρατική» «παραγωγή» με τον πολίτη, που είναι και ο τελικός «καταναλωτής» ή «χρήστης» (αναλόγως) των δημόσιων αγαθών. Και δεν υπάρχει καμία προοπτική, όσο το δημόσιο μάνατζμεντ επιχειρεί έτσι πρόχειρα και ας μου επιτραπεί η έκφραση επιστημονικά ανόητα (α-νόητα : δηλονότι άνευ νοήματος) να «αντιγράφει» στα τυφλά μοντέλα διοίκησης από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο, που τα περισσότερα απ’ αυτά, εφαρμόζονται πολύ άσχημα και στον ίδιο τον ιδιωτικό τομέα, όταν κι εκεί αυτά τα μοντέλα μάνατζμεντ απλά «ξεπατώθηκαν» (δηλαδή αντιγράφηκαν) από επιχειρήσεις που πολύ πιθανόν να δραστηριοποιούνται κάτω από πολύ διαφορετικά δεδομένα λειτουργίας κυρίως του εσωτερικού τους περιβάλλοντος, και πιθανότατα κάτω από διαφορετικές αξιακές νόρμες του προσωπικού τους. Τόχω τονίσει και σ΄ άλλες εργασίες και άρθρα μου, και δεν θα κουραστώ να το ξανατονίζω, ότι το μάνατζμεντ, κυρίως το μάνατζμεντ, απαιτεί την παρουσία ειδικού ράφτη, αν θέλουμε το κουστούμι που θα ράψουμε, πράγματι να είναι λειτουργικό πάνω στο σώμα μας, και όχι ίσως εκ τύχης να μας έρχεται «γάντι». Δεν παραβλέπω καθόλου τις «γενικές βασικές αρχές της διοίκησης» που θα βρείτε σε κάθε βιβλίο του μάνατζμεντ, όμως, δεν είναι αυτό που εδώ αμφισβητώ, ούτε αυτό για το οποίο εδώ συζητώ.

Η εστίαση στον δημόσιο τομέα παραπάνω, ασφαλώς και δεν δίνει συγχωροχάρτι στον ιδιωτικό τομέα, διότι κι εκεί, αυτό που λέγεται «επιχειρείν», «καινοτομία» (ειδικότερη μορφή του «επιχειρείν»), «αξιοπρεπές επίπεδο μάνατζμεντ» (κυρίως στρατηγικό μάνατζμεντ) και «ηγεσία», δεν είναι λιγότερο «άνευρες» πραγματικότητες. Μπορείς να μέμφεσαι το κράτος, ότι όχι απλά δεν βοηθά την ιδιωτική πρωτοβουλία μα και την πολεμά στην ουσία, και να έχεις δίκαιο, όμως, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι στις δεκαετίες και τις εικοσαετίες που πέρασαν, κι εκεί, στις καλές περιόδους, ο ιδιωτικός τομέας, δεν έδειξε ότι είχε ενστερνιστεί εκείνο το «επιχειρείν» και εκείνο το «μάνατζμεντ», που θα έβαζαν τις στέρεες βάσεις οι οποίες θα προστάτευαν το εποικοδόμημα σε μελλοντικές κρίσεις και δύσκολα χρόνια. Μπορούσε να συγκρίνεται με τον «κακό δημόσιο τομέα», όμως, δεν ήταν σε θέση να συγκριθεί με το επίπεδο οργάνωσης αντίστοιχων ιδιωτικών επιχειρήσεων σε οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, όπως λογικά έπρεπε να γίνεται η σύγκριση. Το ότι μπορούσε να προβάλει ως παραδείγματα «επιτυχημένες» και καλώς οργανωμένες επιχειρήσεις, ασφαλώς κι αυτό ήταν και είναι δυνατό, διότι ασφαλώς και υπήρχαν τέτοιες εξαιρέσεις, αλλά, εξαιρέσεις, όπως εξαιρέσεις μπορούσαν να βρεθούν και στον δημόσιο τομέα, μονάχα που εκεί δεν προβάλλονται και τόσο.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!