παλαιά τα χρόνια, στα χωριά της Θεσπρωτίας. Αυτούς τους ήρωες της Θεσπρωτικής υπαίθρου γιατί τους ξεχάσαμε; Και γιατί ποτέ δεν σκεφτήκαμε να τους βραβεύσουμε; Ο ταχυδρόμος, γνώριμη φιγούρα, ξεμύτιζε από το βάθος της στράτας και έφερνε την χαρά και την ελπίδα, αλλά και τη λύπη και την απογοήτευση, με τα γράμματα που μετέφερε. Έρχονταν σε άμεση επαφή και δένονταν συναισθηματικά με την κάθε οικογένεια, τόσο στην ευτυχία, όσο και στη δυστυχία της ζωής. Αντίκριζε μάτια βουρκωμένα, έρχονταν καθημερινά σε επαφή με την λαχτάρα και τον πόθο των ανθρώπων. Η στολή του είχε χρώμα ανοιχτό γκρι και στη κεφαλή φορούσε πηλίκιο. Φορτωμένος με την ταχυδρομική του τσάντα, που κρεμούσε μπροστά στο στήθος ή στην πλάτη του, κατέφθανε στο χωριό στην αρχή με τα πόδια ή το άλογο, το γάϊδαρο και το μουλάρι και στη συνέχεια με μηχανοκίνητα μέσα. Από σπίτι σε σπίτι, από στάνη σέ στάνη για να μοιράσει τήν αλληλογραφία, να δώσει τήν επιταγή, νά μεταφέρει ένα καλό ή κι΄ ένα άσχημο νέο. Ξεποδαριασμένος και κατακουρασμένος, βρεγμένος και παγωμένος τον χειμώνα, ζεσταμένος στο λιοπύρι και ζαλισμένος από τον ήλιο το καλοκαίρι. Και κάποιες φορές και κυνηγημένος από αγριόσκυλα, γκέκηδες και ποιμενικούς, που φυλάγανε μαντριά και κοπάδια.
Πηγή