tromaktiko: Η παρουσία της παράδοσης μέσα στη ροή του χρόνου

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Η παρουσία της παράδοσης μέσα στη ροή του χρόνου



Γράφει ο Γιώργος Ξεινός, Γιατρός – Λογοτέχνης
«Αλ­λ’ ό­τε ο ιε­ρεύς ε­ξελ­θών έ­ψα­λε το “Δεύ­τε ί­δω­μεν, πι­στοί, πού ε­γεν­νή­θη ο Χρι­στός”, τό­τε αι μορ­φαί των Α­γί­ων ε­φά­νη­σαν ως να...
ε­φαι­δρύνθη­σαν εις τους στί­χους. “Α­κο­λου­θή­σο­μεν λοι­πόν έν­θα ο­δεύ­ει ο Α­στήρ” και ο κυρ Α­λε­ξαν­δρής εν­θου­σιών έ­λα­βε την υ­ψη­λήν κα­λά­μην και έ­σει­σε τον πο­λυέλε­ον με τας λα­μπά­δας ό­λας α­νημ­μέ­νας. “Αγ­γε­λοι υ­μνού­σιν α­κα­τα­παύ­στως ε­κεί” και ε­σεί­σθη ο να­ός ό­λος α­πό την βρο­ντώ­δη φω­νήν του πα­πα-Φρα­γκού­λη με­τά πά­θους ψάλ­λο­ντος: “Δό­ξα εν υ­ψί­στοις λέ­γο­ντες τω σή­με­ρον εν σπη­λαί­ω τε­χθέντι”, και οι άγ­γε­λοι οι  ζω­γρα­φι­στοί, οι πε­ρι­κυ­κλού­ντες τον Πα­ντο­κρά­το­ρα ά­νω εις τον θό­λον, έ­τει­ναν το ούς, α­να­γνω­ρί­σα­ντες οι­κεί­ον αυτοίς ύ­μνον»[3].

Στο μικρό αυ­τό α­πό­σπα­σμα του Πα­πα­δια­μά­ντη πα­ρα­τη­ρεί κα­νείς τα ε­ξής:

1ο Τη γνω­στή δια­φο­ρε­τι­κή χρή­ση της γλώσ­σας στο α­φη­γημα­τι­κό τμή­μα και τους δια­λό­γους

2ο Την πα­ρεί­σφρη­ση στην α­φή­γη­ση λέ­ξε­ων και εκ­φράσε­ων της δη­μο­τι­κής πα­ρά τη χρή­ση της κα­θα­ρεύ­ου­σας: σι­δε­ρό­πορ­τα ε­νώ πιο κά­τω σι­δη­ρά πύ­λη, του­φέ­κιο α­ντί του πιο συ­νη­θι­σμέ­νου στην κα­θα­ρεύ­ου­σα τυφέ­κιον, α­δερ­φός α­ντί α­δελ­φός, πα­πα-Φρα­γκού­λης α­ντί ιε­ρεύς…, κα­λά­μη (= το στέλε­χος του στά­χυος, ιδ. Σί­του η κα­λα­μιά των σι­τη­ρών, η με­τά το θέ­ρος α­πο­μέ­νου­σα κα­λα­μιά, η ρά­πη)[4] α­ντί κά­λα­μος [το κα­λά­μι, ό­πως εν­νο­εί­ται στο κεί­με­νο]. Βα­σί­λης αντί Βα­σί­λειος, ε­φώ­να­ξε α­ντί έ­κρα­ξεν.

3ο Την ε­ξαί­ρε­τη συ­ναρ­μο­γή του α­φη­γη­μα­τι­κού λό­γου του Πα­πα­δια­μά­ντη με ε­κεί­νου των Κα­θι­σμά­των του όρ­θρου των Χρι­στου­γέν­νων, σε ση­μεί­ο που η α­φαί­ρε­ση των ει­σα­γω­γι­κών της πα­ρά­θε­σης του κει­μέ­νου τους στο δι­ή­γη­μα, να δί­νει την ε­ντύ­πω­ση ό­τι προ­έρχο­νται α­πό την ί­δια πέ­να, α­πό έ­να και τον αυ­τό συγ­γρα­φέ­α.

Οι τρεις αυ­τές πα­ρα­τη­ρή­σεις εί­ναι αρ­κε­τές για να κα­τα­λά­βει κα­νείς ό­τι πρό­κει­ται για έ­να λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο που βρί­σκε­ται στο με­ταίχ­μιο. Για το έρ­γο ε­νός συγ­γρα­φέ­α, ά­ρι­στου χρή­στη της κα­θα­ρεύ­ου­σας με ι­σχυ­ρές α­να­γω­γές στη λα­τρευ­τι­κή γλώσ­σα της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας[5], ο ο­ποί­ος ό­μως δεν αρ­κεί­ται στη δε­ξιό­τη­τά του και δεν εμ­μέ­νει στους αρ­χαιό­τε­ρους γλωσ­σι­κούς τύ­πους μπρο­στά στην α­νά­γκη να εκ­φρά­σει ό­σο το δυ­να­τό αρ­τιό­τε­ρα τον πε­ρί­γυ­ρό του και την ε­πο­χή. ΄Ε­τσι μπο­λιά­ζο­ντας το α­φη­γη­μα­τι­κό μέ­ρος με λέ­ξεις και εκ­φρά­σεις της δη­μο­τι­κής πα­ρά­δο­σης και υ­ιο­θε­τώ­ντας στους δια­λό­γους το κα­θη­με­ρι­νό λε­ξι­λό­γιο και τις εκ­φρά­σεις του τό­που του[6], ε­ναρ­μο­νί­ζε­ται στην κοι­νω­νι­κή πραγμα­τι­κό­τη­τα και την ε­ξέ­λι­ξή της. Με τη δια­δι­κα­σί­α αυ­τή οι­κο­δο­μεί­ται το ύ­φος της α­φή­γη­σης του Πα­πα­δια­μά­ντη, σε πλή­ρη αρ­μονί­α με το γλωσ­σι­κό ή­θος που πα­ρα­δο­σια­κά ε­ξα­σφα­λί­ζει την κα­λαι­σθη­σί­α και την ε­νάρ­γεια της δι­ή­γη­σης.

Μέ­σα στο πα­ρα­πά­νω μι­κρό α­πό­σπα­σμα συ­να­ντιού­νται χρο­νι­κά πο­λλοί α­πο­μα­κρυ­σμέ­νοι γλωσ­σι­κοί τύ­ποι, η μί­ξη των ο­ποί­ων δεν δια­τα­ράσ­σει το αι­σθη­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα και δεν δια­σπά το γλωσ­σι­κό αι­σθη­τή­ριο. Γλωσ­σι­κοί τύ­ποι  α­πα­ραί­τη­τοι στον συγ­γρα­φέ­α, προ­κει­μέ­νου να εκ­φρά­σει τον τό­πο του και τον συ­γκαι­ρι­νό του κό­σμο χω­ρίς να προ­δώ­σει τις πα­ρα­δε­δο­μέ­νες α­ξί­ες[7]. Α­να­βαθ­μοί, εκ πρώ­της ό­ψε­ως α­ταί­ρια­στοι, που ε­νώ φαί­νε­ται να πα­ραβιά­ζουν τις γλωσ­σι­κές του αρ­χές, υ­πα­κού­ουν στον κώ­δι­κα του ή­θους και του ύ­φους μιας γρα­πτής πα­ρά­δο­σης που έρ­χε­ται μέ­σα α­πό το βά­θος των αιώ­νων.

Η πε­ρί­πτω­ση του Πα­πα­δια­μά­ντη ως με­ταιχ­μια­κού συγ­γρα­φέ­α, στο έρ­γο του οποί­ου η γλώσ­σα προ­σαρ­μό­ζε­ται στις α­παι­τή­σεις των και­ρών, χω­ρίς να προ­δίδει την κα­τα­βο­λή και την προ­έ­λευ­σή της, και ό­που οι νέ­οι και οι πα­ρω­χη­μέ­νοι εκ­φρα­στι­κοί τρό­ποι συ­νυ­πάρ­χουν α­πρό­σκο­πτα, ση­μα­το­δο­τεί την α­διά­κο­πη ακο­λου­θί­α και ι­κα­νό­τη­τα του γλωσ­σι­κού ορ­γά­νου να τολ­μά το και­νού­ριο χω­ρίς ού­τε να αρ­νεί­ται, ού­τε να ε­γκλω­βί­ζε­ται στο πα­λιό. Εί­ναι έ­να πα­ρά­δειγ­μα που φα­νε­ρώ­νει ο­λο­κά­θα­ρα ό­τι το πα­ρα­δο­σια­κό δεν α­πο­τε­λεί τρο­χο­πέ­δη για το νε­ω­τε­ρι­κό και το νε­ω­τε­ρι­κό δεν α­πορ­ρί­πτει και δεν α­πο­κλεί­ει το πα­ρα­δο­σια­κό.

Έ­τσι θε­ω­ρού­με­νη η συ­νέ­χι­ση της πα­ρά­δο­σης, α­πο­τρέ­πει την εμ­φά­νι­ση συ­ντηρη­τι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων και εκ­φάν­σε­ων εν ο­νό­μα­τι της δια­φύ­λα­ξης και διά­σω­σής της. Για­τί κά­θε προ­σπά­θεια συ­νέ­χειας υ­πό την μορ­φή ε­πα­να­φο­ράς ε­ξε­χου­σών στιγ­μών του πα­ρελ­θό­ντος στο προ­σκή­νιο και α­πό­πει­ρα προ­βο­λής τους ως δια­τή­ρη­ση του πα­ρα­δε­δο­μέ­νου, κα­τα­λή­γει α­να­πό­φευ­κτα στην δυ­σκαμ­ψί­α της συντή­ρη­σης, που α­δυ­να­τεί να συλ­λά­βει την α­ει­φο­ρί­α ως δυ­να­μι­κό με­τα­σχη­μα­τισμό του ή­θους. Α­δυ­να­τεί να κα­τα­νο­ή­σει ό­τι η πα­ρου­σί­α της πα­ρά­δο­σης μέ­σα στη ρο­ή του χρό­νου δεν εί­ναι η ε­πα­νά­λη­ψη του πε­πραγ­μέ­νου, αλ­λά η ε­πι­βί­ω­ση του τρό­που δη­μιουρ­γείν και πο­λι­τεύ­ε­σθαι. Εί­ναι η δια­τή­ρη­ση ό­χι του α­πο­τελέ­σμα­τος, αλ­λά του η­θι­κού κώ­δι­κά με τον ο­ποί­ο ζού­με, πο­λι­τευό­μα­στε και δημιουρ­γού­με στο σή­με­ρα και, φυ­σι­κά σχε­διά­ζου­με και ο­ρα­μα­τι­ζό­μα­στε το αύ­ριο.[8]

Πηγή
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!