«Αλλ’ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το “Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός”, τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να...
εφαιδρύνθησαν εις τους στίχους. “Ακολουθήσομεν λοιπόν ένθα οδεύει ο Αστήρ” και ο κυρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλεον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. “Αγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί” και εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: “Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι”, και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ούς, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς ύμνον»[3].
Στο μικρό αυτό απόσπασμα του Παπαδιαμάντη παρατηρεί κανείς τα εξής:
1ο Τη γνωστή διαφορετική χρήση της γλώσσας στο αφηγηματικό τμήμα και τους διαλόγους
2ο Την παρείσφρηση στην αφήγηση λέξεων και εκφράσεων της δημοτικής παρά τη χρήση της καθαρεύουσας: σιδερόπορτα ενώ πιο κάτω σιδηρά πύλη, τουφέκιο αντί του πιο συνηθισμένου στην καθαρεύουσα τυφέκιον, αδερφός αντί αδελφός, παπα-Φραγκούλης αντί ιερεύς…, καλάμη (= το στέλεχος του στάχυος, ιδ. Σίτου η καλαμιά των σιτηρών, η μετά το θέρος απομένουσα καλαμιά, η ράπη)[4] αντί κάλαμος [το καλάμι, όπως εννοείται στο κείμενο]. Βασίλης αντί Βασίλειος, εφώναξε αντί έκραξεν.
3ο Την εξαίρετη συναρμογή του αφηγηματικού λόγου του Παπαδιαμάντη με εκείνου των Καθισμάτων του όρθρου των Χριστουγέννων, σε σημείο που η αφαίρεση των εισαγωγικών της παράθεσης του κειμένου τους στο διήγημα, να δίνει την εντύπωση ότι προέρχονται από την ίδια πένα, από ένα και τον αυτό συγγραφέα.
Οι τρεις αυτές παρατηρήσεις είναι αρκετές για να καταλάβει κανείς ότι πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο που βρίσκεται στο μεταίχμιο. Για το έργο ενός συγγραφέα, άριστου χρήστη της καθαρεύουσας με ισχυρές αναγωγές στη λατρευτική γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας[5], ο οποίος όμως δεν αρκείται στη δεξιότητά του και δεν εμμένει στους αρχαιότερους γλωσσικούς τύπους μπροστά στην ανάγκη να εκφράσει όσο το δυνατό αρτιότερα τον περίγυρό του και την εποχή. ΄Ετσι μπολιάζοντας το αφηγηματικό μέρος με λέξεις και εκφράσεις της δημοτικής παράδοσης και υιοθετώντας στους διαλόγους το καθημερινό λεξιλόγιο και τις εκφράσεις του τόπου του[6], εναρμονίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα και την εξέλιξή της. Με τη διαδικασία αυτή οικοδομείται το ύφος της αφήγησης του Παπαδιαμάντη, σε πλήρη αρμονία με το γλωσσικό ήθος που παραδοσιακά εξασφαλίζει την καλαισθησία και την ενάργεια της διήγησης.
Μέσα στο παραπάνω μικρό απόσπασμα συναντιούνται χρονικά πολλοί απομακρυσμένοι γλωσσικοί τύποι, η μίξη των οποίων δεν διαταράσσει το αισθητικό αποτέλεσμα και δεν διασπά το γλωσσικό αισθητήριο. Γλωσσικοί τύποι απαραίτητοι στον συγγραφέα, προκειμένου να εκφράσει τον τόπο του και τον συγκαιρινό του κόσμο χωρίς να προδώσει τις παραδεδομένες αξίες[7]. Αναβαθμοί, εκ πρώτης όψεως αταίριαστοι, που ενώ φαίνεται να παραβιάζουν τις γλωσσικές του αρχές, υπακούουν στον κώδικα του ήθους και του ύφους μιας γραπτής παράδοσης που έρχεται μέσα από το βάθος των αιώνων.
Η περίπτωση του Παπαδιαμάντη ως μεταιχμιακού συγγραφέα, στο έργο του οποίου η γλώσσα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών, χωρίς να προδίδει την καταβολή και την προέλευσή της, και όπου οι νέοι και οι παρωχημένοι εκφραστικοί τρόποι συνυπάρχουν απρόσκοπτα, σηματοδοτεί την αδιάκοπη ακολουθία και ικανότητα του γλωσσικού οργάνου να τολμά το καινούριο χωρίς ούτε να αρνείται, ούτε να εγκλωβίζεται στο παλιό. Είναι ένα παράδειγμα που φανερώνει ολοκάθαρα ότι το παραδοσιακό δεν αποτελεί τροχοπέδη για το νεωτερικό και το νεωτερικό δεν απορρίπτει και δεν αποκλείει το παραδοσιακό.
Έτσι θεωρούμενη η συνέχιση της παράδοσης, αποτρέπει την εμφάνιση συντηρητικών εκδηλώσεων και εκφάνσεων εν ονόματι της διαφύλαξης και διάσωσής της. Γιατί κάθε προσπάθεια συνέχειας υπό την μορφή επαναφοράς εξεχουσών στιγμών του παρελθόντος στο προσκήνιο και απόπειρα προβολής τους ως διατήρηση του παραδεδομένου, καταλήγει αναπόφευκτα στην δυσκαμψία της συντήρησης, που αδυνατεί να συλλάβει την αειφορία ως δυναμικό μετασχηματισμό του ήθους. Αδυνατεί να κατανοήσει ότι η παρουσία της παράδοσης μέσα στη ροή του χρόνου δεν είναι η επανάληψη του πεπραγμένου, αλλά η επιβίωση του τρόπου δημιουργείν και πολιτεύεσθαι. Είναι η διατήρηση όχι του αποτελέσματος, αλλά του ηθικού κώδικά με τον οποίο ζούμε, πολιτευόμαστε και δημιουργούμε στο σήμερα και, φυσικά σχεδιάζουμε και οραματιζόμαστε το αύριο.[8]
Πηγή