Μέσα σε 1.000 ημέρες πέρασε από το status του νεαρού δημοφιλούς και μεταρρυθμιστή ηγέτη σε αυτό του ηττημένου...
Ο πρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης που ανακοίνωσε τη νύκτα την παραίτησή του μετά την ήττα του στο δημοψήφισμα είναι ο άνθρωπος που πέρασε μέσα στις 1.000 ημέρες της παραμονής του στην εξουσία από το status του νεαρού δημοφιλούς και μεταρρυθμιστή ηγέτη σε αυτό του ηττημένου, που αμφισβητείται από την πολιτική τάξη και απορρίπτεται από την πλειοψηφία των Ιταλών.
Οι ιταλοί ψηφοφόροι είπαν «όχι» στη συνταγματική μεταρρύθμιση σε ποσοστό σχεδόν 60%, επιφυλάσσοντας ένα ηχηρό πλήγμα για τον Ματέο Ρέντσι, τον άνθρωπο που έγινε στα 39 του χρόνια,τον Φεβρουάριο του 2014, ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Ο βιαστικός της ιταλικής πολιτικής ζωής είχε τότε υποσχεθεί να μεταρρυθμίσει τη χώρα του σε βάθος και να την φέρει στην πρώτη γραμμή της Ευρώπης. Όμως παρά την υπερκινητικότητα που κανείς δεν του αμφισβήτησε, ο Ματέο Ρέντσι δεν κατόρθωσε ποτέ να πείσει και ακόμη λιγότερο να συσπειρώσει τους συμπολίτες του.
Όπως γράφει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, συχνά κατηγορήθηκε ότι κυβερνούσε μόνο, χωρίς να νοιάζεται για συναινέσεις, διαίρεσε σε βάθος και το ίδιο του το Δημοκρατικό Κόμμα, ανάμεσα σε πλειοψηφία και δυσαρεστημένους της αριστερής πτέρυγας.
Εδώ και τρία χρόνια, ο τότε δήμαρχος της Φλωρεντίας είχε δεσμευθεί ότι θα βάλει στο περιθώριο τους δεινόσαυρους του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά και μερικούς άλλους.
Εκτόπισε τα μέλη της ηγεσίας του κόμματος όπως ο πρώην πρωθυπουργός Μάσιμο ντ΄Αλέμα και ο πρώην δήμαρχος της Ρώμης Βάλτερ Βελτρόνι. Ειδικά ο Μάσιμο ντ΄Αλέμα δεν του το συγχώρησε και έκανε εκστρατεία υπέρ του «όχι» σε ολόκληρη την Ιταλία, παραμένοντας μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος.
Στις 13 Φεβρουαρίου 2014, έσπρωξε τον Ενρίκο Λέτα, δεύτερο στην ιεραρχία του κόμματος προς την έξοδο για να αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία. Η μικρή φράση #Enricostaisereno που είχε ανεβάσει τότε στο Twitter ο Ματέο Ρέντσι απευθυνόμενος στον προκάτοχό του, λιγότερο από έναν μήνα πριν τον αντικαταστήσει, είχε κάνει τον γύρο της Ιταλίας.
Δραστήριος χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο τοπικός αυτός άρχοντας που δεν είχε καμία κυβερνητική πείρα, ούτε είχε εκλεγεί ποτέ στο ιταλικό κοινοβούλιο, είχε κατά την έλευσή του στην εξουσία μεγάλη δημοτικότητα, αντιστρόφως ανάλογη με τα αρνητικά συναισθήματα των Ιταλών απέναντι στην πολιτική τάξη.
Αφού υποσχέθηκε μία μεταρρύθμιση κάθε μήνα και βαθιές τομές σε διάστημα 100 ημερών, γρήγορα αναθεώρησε την ατζέντα του και το καλοκαίρι του 2014 έδωσε στον εαυτό του 1.000 ημέρες για να κάνει την Ιταλία «πιο απλή, πιο θαρραλέα και πιο ανταγωνιστική».
«Yes we can»
Στο ενεργητικό του, μία μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, που επιβλήθηκε στα συνδικάτα και ψηφίσθηκε με το ζόρι από το κοινοβούλιο, που επέτρεψε την αύξηση του αριθμού των συμβάσεων αορίστου χρόνου, όμως με τίμημα την χαλάρωση των εργοδοτικών υποχρεώσεων και περιορισμών, πράγμα που δεν διευθετεί την ουσία της προβλήματος της ανεργίας, σύμφωνα με τον μεγαλύτερο ιταλικό συνδικάτο CGIL.
Ο Ματέο Ρέντσι θεωρεί πάντως την μεταρρύθμιση αυτή ουσιαστική και πραγματικά αριστερή μεταρρύθμιση. Πράγμα παράδοξο γι΄αυτόν που θεωρεί τη διαμάχη αριστεράς-δεξιάς παρωχημένη και παραμένει πεπεισμένος ότι το κόμμα του δεν μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές παρά προσελκύοντας τον κεντρο-δεξιό χώρο.
Κατάφερε ακόμη και να γοητεύσει τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, με τον οποίο διαπραγματεύθηκε την συνταγματική μεταρρύθμιση πριν το ειδύλλιο τους καταρρεύσει στις αρχές του 2015.
Υπέρ δυναμικός, φιλόδοξος, «διψασμένος για εξουσία», σύμφωνα με ορισμένους, ο Ματέο Ρέντσι διατήρησε τον αέρα του αιώνιου έφηβου. Εξέπληξε την καλή κοινωνία της Ρώμης όταν παρέμενε το βράδυ στο πρωθυπουργικό μέγαρο εργαζόμενος περιμένοντας το σαββατοκύριακο για να επιστρέψει στην πατρίδα του την Τοσκάνη όπου ζουν η σύζυγος και τα τρία τους παιδιά.
Ο Ρέντσι επικρίθηκε για την τάση του να προβάλλει συνεχώς την πολιτική του περιπέτεια και απαντούσε στους αντιπάλους του μέσω του Facebook και του Twitter με ένα βολονταρισιτκό στιλ εμπνευσμένο από το είδωλό του στην πολιτική, τον Μπαράκ Ομπάμα.
Γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1975 στη Φλορεντία, με νομικές σπουδές, υπερήφανος για τα χρόνια του στον καθολικό προσκοπισμό, ακολούθησε στη συνέχεια τα βήματα του πατέρα του, χριστιανοδημοκράτη αιρετού άρχοντα στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Το 2009 έκανε την έκπληξη στην κούρσα για τη δημαρχία της Φλορεντίας όταν νίκησε στους προκριματικούς της κέντρο-αριστεράς τον επίσημο υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος. Και αν το 2012, η πρώτη του απόπειρα να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος απέτυχε, έναν χρόνο αργότερα καταφέρνει να γίνει γενικός γραμματέας, πόστο το οποίο είναι αναγκασμένος να αφήσει αμέσως για να μην υπονομεύσει την λαμπρή πολιτική του πορεία.