Με το λιγοστό φώς της Δεκεμβριανής ημέρας, με το θρόισμα που αφήνουν τα εναπομείναντα...
φύλλα, με τον άνεμο να τα σέρνει δώθε-κείθε, συνωστίζονται στους θάμνους, στις πλατείες, στις αυλές κι εκεί θα αρχίσουν το δικό τους ψιθυρόλογο… Με τις σιγανές και άλλοτε βίαιες βροχοπτώσεις, με τ’ αραιά και που φθινοπωρινά αστράμματα που πλέον ατονούν· με τις καμινάδες, τους ασπρόμαυρους και καφετί καπνούς να σμίγονται πότε με την αντάρα της ομίχλης, πότε να μετεωρίζονται στα βάθια του καταγάλανου ουρανού και άλλοτε να χαράσσουν διάφορα σχήματα στην απεραντοσύνη του.
Εκεί, με το λιγοστό φώς της ημέρας, τους απαλά ψυχρούς ήχους του ανέμου, της βροχής και των φύλλων, εκεί και οι δικές σου σκέψεις
σαν φύλλα θα στροβιλίζονται στο μυαλό…
«Μη διαλέγεις απ’ τη ζωή τα ελαφρά της βάσανα και θα 'ρθουν πιο βαριά.
Πολέμα τη δυναμικά κι άστη να σου λέει για όνειρα πολλά.
Κι αν θέλεις να τη δεις από κοντά,
κάλεσέ την κάποια νυχτιά· στρώσε γιατάκι λησμονιάς και μ’ ένα χαμογέλι σου δείξε την αγκαλιά σου...
Θα δεις! Θα ’ρθει κοντά!»