Με τη Δικαιοσύνη...
συγκρούστηκε ο νέος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απαλλάσσοντας από τα καθήκοντά της την υπηρεσιακή υπουργό Δικαιοσύνης Σάλι Γέιτς, μετά την άρνησή της να εφαρμόσει τους νέους ταξιδιωτικούς περιορισμούς κατά επτά χωρών με μουσουλμανική πλειοψηφία.
Πρόκειται για την τελευταία εξέλιξη στα ζητήματα που έχουν προκύψει από την υπογραφή του ειδικού προεδρικού διατάγματος από τον Τραμπ που προβλέπει περιορισμό εισόδου προσφύγων για 120 ημέρες στις ΗΠΑ, διαρκή απαγόρευση της εισόδου προσφύγων από τη Συρία, αλλά και απαγόρευση διάρκειας 90 ημερών στους ταξιδιώτες από το Ιράν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν τη Συρία και την Υεμένη.
Η Γέιτς δήλωσε χθες το βράδυ ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ δε θα υπερασπιστεί την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος ενώπιον αμερικανικών δικαστηρίων τονίζοντας ότι κατά την άποψή της, μία τέτοια πράξη «δεν είναι σύμφωνη με την ουσιαστική υποχρέωση του υπουργείου, να επιζητεί πάντα τη δικαιοσύνη και να υπερασπίζεται το δίκαιο».
Λίγες ώρες μετά, η Γέιτς απαλλάχθηκε των καθηκόντων της, με το Λευκό Οίκο να δηλώνει: «Η ίδια πρόδωσε το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, με την άρνησή της να εφαρμόσει μία νομική διαταγή, η οποία έχει σχεδιαστεί για την προστασία των πολιτών που ζουν στις ΗΠΑ».
Η περίπτωση ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού που έρχεται σε σύγκρουση με το Λευκό Οίκο είναι σπάνια στη διαδρομή της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας με το πιο γνωστό περιστατικό να έχει καταγραφεί το 1973.
Πρόκειται για την άρνηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Έλιοτ Ρίτσαρντσον και του υφυπουργού του να υπακούσουν στην εντολή του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον για την απόλυση ειδικού εισαγγελέα που διερευνούσε το σκάνδαλο Watergate. Το παραπάνω περιστατικό ανυπακοής του Αμερικανού υπουργού Δικαιοσύνης είναι γνωστό ως «η σφαγή του Σαββατόβραδου» για την κυβέρνηση Νίξον, ενώ έχει καταγραφεί ως ένας καταστροφικός χειρισμός από πλευράς δημοσίων σχέσεων, που δρομολόγησε τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης είναι δηλωτική της βιαστικής προετοιμασίας της ειδικής προεδρικής εντολής του Τραμπ για τους μετανάστες, αλλά και της ελλιπούς ενημέρωσης των αρμόδιων υπηρεσιών ασφάλειας στις ΗΠΑ, οι οποίες καλούνται να την εφαρμόσουν στις πύλες εισόδου της χώρας.
Ο Λευκός Οίκος έχει δηλώσει ότι υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ενημερώθηκαν πριν από την υπογραφή του προεδρικού διατάγματος από τον Τραμπ την περασμένη Παρασκευή, ενώ από την άλλη μεριά υπήρξε ελάχιστος συντονισμός ή συνεργασία, με άμεση συνέπεια τη σύγχυση που προκλήθηκε. Είναι ενδεικτικό ότι οι περισσότεροι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών, ενημερώθηκαν για την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος από τα ΜΜΕ.
Η σύγχυση που προκλήθηκε οδήγησε στην ανάκριση από τις αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας στα αεροδρόμια περισσοτέρων από 735 ανθρώπων. Από αυτούς, οι 394 ήταν κάτοχοι πράσινης κάρτας, όντας μόνιμοι κάτοικοι ΗΠΑ.
Μετά τα προβλήματα που προκλήθηκαν, η κυβέρνηση Τραμπ χορηγεί απαλλαγές από την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος για τους πρόσφυγες, προκειμένου να επιτραπεί η είσοδος 872 ανθρώπων στις ΗΠΑ μέσα στην εβδομάδα. Πρόκειται για πρόσφυγες που έχουν ολοκληρώσει τον έλεγχο ασφάλειας και μπορούν να επαναγκατασταθούν στις ΗΠΑ, ενώ τώρα παραμένουν σε καθεστώς μεταβατικής διαδικασίας, αναμένοντας την έκδοση της απαλλαγής τους από την εφαρμογή του μέτρου.
συγκρούστηκε ο νέος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απαλλάσσοντας από τα καθήκοντά της την υπηρεσιακή υπουργό Δικαιοσύνης Σάλι Γέιτς, μετά την άρνησή της να εφαρμόσει τους νέους ταξιδιωτικούς περιορισμούς κατά επτά χωρών με μουσουλμανική πλειοψηφία.
Πρόκειται για την τελευταία εξέλιξη στα ζητήματα που έχουν προκύψει από την υπογραφή του ειδικού προεδρικού διατάγματος από τον Τραμπ που προβλέπει περιορισμό εισόδου προσφύγων για 120 ημέρες στις ΗΠΑ, διαρκή απαγόρευση της εισόδου προσφύγων από τη Συρία, αλλά και απαγόρευση διάρκειας 90 ημερών στους ταξιδιώτες από το Ιράν, το Ιράκ, τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Σουδάν τη Συρία και την Υεμένη.
Η Γέιτς δήλωσε χθες το βράδυ ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ δε θα υπερασπιστεί την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος ενώπιον αμερικανικών δικαστηρίων τονίζοντας ότι κατά την άποψή της, μία τέτοια πράξη «δεν είναι σύμφωνη με την ουσιαστική υποχρέωση του υπουργείου, να επιζητεί πάντα τη δικαιοσύνη και να υπερασπίζεται το δίκαιο».
Λίγες ώρες μετά, η Γέιτς απαλλάχθηκε των καθηκόντων της, με το Λευκό Οίκο να δηλώνει: «Η ίδια πρόδωσε το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, με την άρνησή της να εφαρμόσει μία νομική διαταγή, η οποία έχει σχεδιαστεί για την προστασία των πολιτών που ζουν στις ΗΠΑ».
Η περίπτωση ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού που έρχεται σε σύγκρουση με το Λευκό Οίκο είναι σπάνια στη διαδρομή της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας με το πιο γνωστό περιστατικό να έχει καταγραφεί το 1973.
Πρόκειται για την άρνηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Έλιοτ Ρίτσαρντσον και του υφυπουργού του να υπακούσουν στην εντολή του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον για την απόλυση ειδικού εισαγγελέα που διερευνούσε το σκάνδαλο Watergate. Το παραπάνω περιστατικό ανυπακοής του Αμερικανού υπουργού Δικαιοσύνης είναι γνωστό ως «η σφαγή του Σαββατόβραδου» για την κυβέρνηση Νίξον, ενώ έχει καταγραφεί ως ένας καταστροφικός χειρισμός από πλευράς δημοσίων σχέσεων, που δρομολόγησε τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης είναι δηλωτική της βιαστικής προετοιμασίας της ειδικής προεδρικής εντολής του Τραμπ για τους μετανάστες, αλλά και της ελλιπούς ενημέρωσης των αρμόδιων υπηρεσιών ασφάλειας στις ΗΠΑ, οι οποίες καλούνται να την εφαρμόσουν στις πύλες εισόδου της χώρας.
Ο Λευκός Οίκος έχει δηλώσει ότι υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ενημερώθηκαν πριν από την υπογραφή του προεδρικού διατάγματος από τον Τραμπ την περασμένη Παρασκευή, ενώ από την άλλη μεριά υπήρξε ελάχιστος συντονισμός ή συνεργασία, με άμεση συνέπεια τη σύγχυση που προκλήθηκε. Είναι ενδεικτικό ότι οι περισσότεροι αξιωματούχοι του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών, ενημερώθηκαν για την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος από τα ΜΜΕ.
Η σύγχυση που προκλήθηκε οδήγησε στην ανάκριση από τις αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες ασφαλείας στα αεροδρόμια περισσοτέρων από 735 ανθρώπων. Από αυτούς, οι 394 ήταν κάτοχοι πράσινης κάρτας, όντας μόνιμοι κάτοικοι ΗΠΑ.
Μετά τα προβλήματα που προκλήθηκαν, η κυβέρνηση Τραμπ χορηγεί απαλλαγές από την εφαρμογή του προεδρικού διατάγματος για τους πρόσφυγες, προκειμένου να επιτραπεί η είσοδος 872 ανθρώπων στις ΗΠΑ μέσα στην εβδομάδα. Πρόκειται για πρόσφυγες που έχουν ολοκληρώσει τον έλεγχο ασφάλειας και μπορούν να επαναγκατασταθούν στις ΗΠΑ, ενώ τώρα παραμένουν σε καθεστώς μεταβατικής διαδικασίας, αναμένοντας την έκδοση της απαλλαγής τους από την εφαρμογή του μέτρου.