Τη νύχτα της 5ης Δεκεμβρίου του 1950, περισσότεροι από 80 αστυνομικοί με επικεφαλής αξιωματικούς της ασφάλειας...
έναν ανακριτή κι έναν αντεισαγγελέα πραγματοποιούν επέμβαση στη Μονή Κερατέας και απελευθερώνουν δεκάδες πλούσιες ηλικιωμένες γυναίκες και 36 αγόρια και κορίτσια που βρίσκονταν σε κατάσταση εξάντλησης και θρησκευτικού παραληρήματος. Ταυτόχρονα συλλαμβάνουν με επεισοδιακό τρόπο την ηγουμένη Μαριάμ και τους συνεργάτες της. Από εκείνη τη νύχτα και μετά άρχισαν να αποκαλύπτονται φρικιαστικές λεπτομέρειες για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Από καιρό ακούγονταν φήμες ότι η Μονή «Παναγία Πευκοβουνογιάτρισσα» προσηλύτιζε κόσμο με σκοπό την οικειοποίηση ξένων περιουσιών. Υπήρχαν καταγγελίες για βασανιστήρια που γίνονταν μέσα στη Μονή, για θανάτους από φυματίωση και πολλοί αποκαλούσαν την Μαριάμ «γυναικείο σατανά» που εκμεταλλεύεται το θρησκευτικό πάθος των μοναχών για να αποκτήσει τεράστια περιουσία.
Οι ανακρίσεις κράτησαν πολλούς μήνες. Η δικογραφία που σχηματίστηκε ήταν ογκώδης και περιλάμβανε, εκτός από τις απολογίες των κατηγορουμένων, περισσότερες από 100 καταθέσεις θυμάτων και συγγενών τους. Η δίκη άρχισε τον Νοέμβριο του 1952 . Στο εδώλιο κάθισαν η Μαριάμ Σουλακιώτου, ηγουμένη της Μονής παλαιοημερολογιτών Κερατέας, 8 μοναχές και ο επίσκοπος των παλαιοημερολογητών. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ήρθαν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη δράση των κατηγορουμένων που θύμιζε πρακτικές του Μεσαίωνα. Μια γυναίκα κατέθεσε ότι στη Μονή γίνονταν βασανιστήρια «κατά το γερμανικό σύστημα». Άλλος είπε ότι όταν θέλησε να καταταγεί μοναχός, του έκαναν σωματικό έλεγχο και του πήραν ένα σακουλάκι με χρυσά δαχτυλίδια και νομίσματα που είχε ράψει στα ρούχα του. Του έδιναν να τρώει βρασμένες παπαρούνες που περιέχουν όπιο, για να ναρκώνεται και να μην διαμαρτύρεται. Είχε καταντήσει σκελετός και στο τέλος κατάφερε να δραπετεύσει.
Άλλη μία γυναίκα κατέθεσε ότι σε ηλικία 15 χρόνων ακολούθησε τη μητέρα της που ήταν μοναχή. Λίγους μήνες αργότερα η μητέρα της πέθανε από τις στερήσεις και τα βασανιστήρια. Την ίδια την έβαζαν, όπως είπε, να κουβαλάει πέτρες την ημέρα και το βράδυ να εργάζεται σε μία τράτα για να βγάζει ψάρια που προορίζονταν για την «Αγία Μητέρα». Της έβαλαν ιώδιο στα γεννητικά όργανα και καρφίτσες στους γλουτούς. Ένας παλαιοημερολογίτης ιερέας κατέθεσε ότι τις μοναχές τις έκλειναν σε κατακόμβες και τους έδιναν να τρώνε ξερό ψωμί επί πολλούς μήνες. Μια κοπέλα την άφησαν έξι μήνες νηστική και μετά της έδιναν να τρώει τα κουκούτσια από ελιές και φλούδες κρεμμυδιών ενώ την υποχρέωσαν να πιει τα ούρα της. Άλλες καταθέσεις αποκάλυψαν ότι δεν παρεχόταν καμία ιατρική φροντίδα στους ασθενείς ακόμα κι αν έπασχαν από βαριές αρρώστιες.
Τους έκλειναν σε μικρά και σκοτεινά κελιά και τους πετούσαν για φαγητό ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Τους έλεγαν ότι πρέπει να πεθάνουν, να αδειάσουν τα κελιά και να έρθουν άλλοι για να αγιάσουν! Η κόρη μιας έγκλειστης περιέγραψε ότι απαγόρευαν τη μητέρα της να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τον έξω κόσμο και με απατηλά μέσα, πέτυχαν να της αποσπάσουν 10.000 δολάρια, χρήματα που της είχε αφήσει ως κληρονομιά ο αδερφός της. Άλλος μάρτυρας κατέθεσε ότι όσο έμενε στο ανδρικό μοναστήρι, το οποίο επίσης διοικούσε η Μαριάμ είδε τον 6χρονο ανιψιό του να τον δέρνουν με τριχιά και να το βουτούν στη στέρνα για τιμωρία. Είδε άλλο παιδί να το δένουν σε κολόνα μέσα στο κρύο επειδή πήρε μια πατάτα στα κρυφά. Ο εισαγγελέας διακόπτοντας έναν από τους μάρτυρες ξέσπασε: «η Κερατέα είναι αίσχος δια την Ελλάδα. Σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου. Σκεφτείτε ότι εκεί μέσα πέθαναν 150 φυματικά κορίτσια!».
Στην απολογία της η Μαριάμ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες , υποστηρίζοντας ότι όσα της αποδίδονταν ήταν «κατασκευάσματα του σατανά». Έλεγε ότι στη Μονή ο κόσμος ερχόταν για να σώσει την ψυχή του. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου βγήκε τον Φεβρουάριο του 1953 και έστειλε τη Μαριάμ και μία μοναχή στη φυλακή. Στους άλλους κατηγορούμενους επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές και κάποιοι αθωώθηκαν. Η Μαριάμ άκουσε την ετυμηγορία κλαίγοντας και μετά δήλωσε: «με καταδίκασαν αδίκως. Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη απέναντι στον θεό, ότι έπραξα το καθήκον μου απέναντι στα αδύνατα αυτά πλάσματα τα οποία με κατηγόρησαν στη δίκη». Η Μαριάμ Σουλακιώτου πέθανε τον Νοέμβριο του 1954.
έναν ανακριτή κι έναν αντεισαγγελέα πραγματοποιούν επέμβαση στη Μονή Κερατέας και απελευθερώνουν δεκάδες πλούσιες ηλικιωμένες γυναίκες και 36 αγόρια και κορίτσια που βρίσκονταν σε κατάσταση εξάντλησης και θρησκευτικού παραληρήματος. Ταυτόχρονα συλλαμβάνουν με επεισοδιακό τρόπο την ηγουμένη Μαριάμ και τους συνεργάτες της. Από εκείνη τη νύχτα και μετά άρχισαν να αποκαλύπτονται φρικιαστικές λεπτομέρειες για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Από καιρό ακούγονταν φήμες ότι η Μονή «Παναγία Πευκοβουνογιάτρισσα» προσηλύτιζε κόσμο με σκοπό την οικειοποίηση ξένων περιουσιών. Υπήρχαν καταγγελίες για βασανιστήρια που γίνονταν μέσα στη Μονή, για θανάτους από φυματίωση και πολλοί αποκαλούσαν την Μαριάμ «γυναικείο σατανά» που εκμεταλλεύεται το θρησκευτικό πάθος των μοναχών για να αποκτήσει τεράστια περιουσία.
Οι ανακρίσεις κράτησαν πολλούς μήνες. Η δικογραφία που σχηματίστηκε ήταν ογκώδης και περιλάμβανε, εκτός από τις απολογίες των κατηγορουμένων, περισσότερες από 100 καταθέσεις θυμάτων και συγγενών τους. Η δίκη άρχισε τον Νοέμβριο του 1952 . Στο εδώλιο κάθισαν η Μαριάμ Σουλακιώτου, ηγουμένη της Μονής παλαιοημερολογιτών Κερατέας, 8 μοναχές και ο επίσκοπος των παλαιοημερολογητών. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ήρθαν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη δράση των κατηγορουμένων που θύμιζε πρακτικές του Μεσαίωνα. Μια γυναίκα κατέθεσε ότι στη Μονή γίνονταν βασανιστήρια «κατά το γερμανικό σύστημα». Άλλος είπε ότι όταν θέλησε να καταταγεί μοναχός, του έκαναν σωματικό έλεγχο και του πήραν ένα σακουλάκι με χρυσά δαχτυλίδια και νομίσματα που είχε ράψει στα ρούχα του. Του έδιναν να τρώει βρασμένες παπαρούνες που περιέχουν όπιο, για να ναρκώνεται και να μην διαμαρτύρεται. Είχε καταντήσει σκελετός και στο τέλος κατάφερε να δραπετεύσει.
Άλλη μία γυναίκα κατέθεσε ότι σε ηλικία 15 χρόνων ακολούθησε τη μητέρα της που ήταν μοναχή. Λίγους μήνες αργότερα η μητέρα της πέθανε από τις στερήσεις και τα βασανιστήρια. Την ίδια την έβαζαν, όπως είπε, να κουβαλάει πέτρες την ημέρα και το βράδυ να εργάζεται σε μία τράτα για να βγάζει ψάρια που προορίζονταν για την «Αγία Μητέρα». Της έβαλαν ιώδιο στα γεννητικά όργανα και καρφίτσες στους γλουτούς. Ένας παλαιοημερολογίτης ιερέας κατέθεσε ότι τις μοναχές τις έκλειναν σε κατακόμβες και τους έδιναν να τρώνε ξερό ψωμί επί πολλούς μήνες. Μια κοπέλα την άφησαν έξι μήνες νηστική και μετά της έδιναν να τρώει τα κουκούτσια από ελιές και φλούδες κρεμμυδιών ενώ την υποχρέωσαν να πιει τα ούρα της. Άλλες καταθέσεις αποκάλυψαν ότι δεν παρεχόταν καμία ιατρική φροντίδα στους ασθενείς ακόμα κι αν έπασχαν από βαριές αρρώστιες.
Τους έκλειναν σε μικρά και σκοτεινά κελιά και τους πετούσαν για φαγητό ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Τους έλεγαν ότι πρέπει να πεθάνουν, να αδειάσουν τα κελιά και να έρθουν άλλοι για να αγιάσουν! Η κόρη μιας έγκλειστης περιέγραψε ότι απαγόρευαν τη μητέρα της να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τον έξω κόσμο και με απατηλά μέσα, πέτυχαν να της αποσπάσουν 10.000 δολάρια, χρήματα που της είχε αφήσει ως κληρονομιά ο αδερφός της. Άλλος μάρτυρας κατέθεσε ότι όσο έμενε στο ανδρικό μοναστήρι, το οποίο επίσης διοικούσε η Μαριάμ είδε τον 6χρονο ανιψιό του να τον δέρνουν με τριχιά και να το βουτούν στη στέρνα για τιμωρία. Είδε άλλο παιδί να το δένουν σε κολόνα μέσα στο κρύο επειδή πήρε μια πατάτα στα κρυφά. Ο εισαγγελέας διακόπτοντας έναν από τους μάρτυρες ξέσπασε: «η Κερατέα είναι αίσχος δια την Ελλάδα. Σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου. Σκεφτείτε ότι εκεί μέσα πέθαναν 150 φυματικά κορίτσια!».
Στην απολογία της η Μαριάμ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες , υποστηρίζοντας ότι όσα της αποδίδονταν ήταν «κατασκευάσματα του σατανά». Έλεγε ότι στη Μονή ο κόσμος ερχόταν για να σώσει την ψυχή του. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου βγήκε τον Φεβρουάριο του 1953 και έστειλε τη Μαριάμ και μία μοναχή στη φυλακή. Στους άλλους κατηγορούμενους επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές και κάποιοι αθωώθηκαν. Η Μαριάμ άκουσε την ετυμηγορία κλαίγοντας και μετά δήλωσε: «με καταδίκασαν αδίκως. Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη απέναντι στον θεό, ότι έπραξα το καθήκον μου απέναντι στα αδύνατα αυτά πλάσματα τα οποία με κατηγόρησαν στη δίκη». Η Μαριάμ Σουλακιώτου πέθανε τον Νοέμβριο του 1954.