Στην Καινή Διαθήκη, δεν καταγράφονται πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που τηρούσαν την εορτή της Ανάστασης...
τα μέλη της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Έτσι, μεταγενέστεροι Χριστιανοί άρχισαν να επιχειρηματολογούν όσον αφορά τις πρακτικές των πρώτων Χριστιανών.
Η πρώτη «πασχάλια έριδα» σχετικά με τον ετήσιο εορτασμό του χριστιανικού Πάσχα, δηλαδή της Ανάστασης, εμφανίστηκε κατά το 2ο αιώνα. Οι εκκλησίες της Μικράς Ασίας ακολουθούσαν την αρχαία ιωάννεια «τεσσαρεσκαιδεκατική» πρακτική, τηρώντας σε ετήσια βάση τον «Μυστικό Δείπνο» ή αλλιώς το αναμνηστικό «Δείπνο του Κυρίου», την ίδια ημερομηνία με το Πάσχα των Εβραίων. Αυτό σήμαινε ότι εορταζόταν το Πάσχα την ημέρα που αντιστοιχούσε στις 14 του ιουδαϊκού μήνα Νισάν, ανεξαρτήτως από το αν αυτή η ημέρα συνέπιπτε να είναι Κυριακή, μέρα η οποία ονομαζόταν τότε «Ημέρα του Ήλιου».
Οι «αντίπαλοί» τους επιχειρηματολογούσαν υπέρ της άποψης ότι την Ανάσταση θα έπρεπε να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά το ιουδαϊκό Πάσχα. Η διαμάχη συνέχισε να εντείνεται ως το δεύτερο μέρος του 2ου αιώνα, με την πλειονότητα των εκκλησιών να προσκολλούνται στην άποψη της τήρησης της Ανάστασης την Κυριακή. Εντούτοις, οι εκκλησιαστικές διαμάχες που αφορούσαν την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα δεν έπαψαν κατά τους επόμενους αιώνες.
Ήδη κατά τον 2ο αιώνα η κύρια ημέρα λατρείας, μελέτης των Γραφών και εορτασμού της Θείας Ευχαριστίας ήταν η Κυριακή, ως ανάμνηση της ανάστασης του Χριστού.Το αναμνηστικό Δείπνο του Κυρίου, το οποίο τηρούσαν πλέον οι Χριστιανοί ακολουθώντας την εντολή του Ιησού αποτελούσε εξέχων στοιχείο της κοινοτικής ζωής της εκκλησίας ήδη από τις ημέρες των αποστόλων. Ταυτόχρονα, με την εορτή άρχισε να τηρείται και η λεγόμενη Πασχάλεια νηστεία, που σε κάθε τοπική εκκλησία είχε ορισμένο διάστημα ασκήσεως.
Η εορτή, στην αρχή κατά άμεσο παραλληλισμό με το ιουδαϊκό Πάσχα, ετελείτο κάθε έτος στις 14 του μήνα Νισάν, δίνοντας έμφαση στην σταυρική θυσία του Χριστού. Αυτό ήταν σε αρμονία με τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Γιατί ωσότου να έρθει ο Κύριος, πάντοτε, όποτε τρώτε αυτό το ψωμί και πίνετε αυτό το ποτήριο, διακηρύττετε το θάνατο του Κυρίου».
Σταδιακά οι περισσότερες εκκλησίες θέλησαν να διακόψουν αυτό τον παραλληλισμό, μεταθέτοντας τον εορτασμό αρχικά την πρώτη Κυριακή μετά τη 14η Νισάν. Κάθε τοπική εκκλησία εόρταζε με το δικό της τρόπο υπολογισμού την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα.
Όμως, καθώς γινόταν προσπάθεια, ώστε να επιτευχθεί μια ενιαία ημερομηνία για όλες τις εκκλησίες, αυτό οδήγησε σε εντάσεις κάποιες τοπικές εκκλησίες ιδίως κατά τον 3ο αιώνα.
Τελικά, η Α΄ Οικουμενική σύνοδος αποφάσισε οριστικά για μια κοινή ημερομηνία τέλεσης του εορτασμού του Πάσχα, που τηρείται μέχρι σήμερα με κάποιες παραλλαγές από τις διάφορες ομολογίες.
Πηγή
τα μέλη της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας. Έτσι, μεταγενέστεροι Χριστιανοί άρχισαν να επιχειρηματολογούν όσον αφορά τις πρακτικές των πρώτων Χριστιανών.
Η πρώτη «πασχάλια έριδα» σχετικά με τον ετήσιο εορτασμό του χριστιανικού Πάσχα, δηλαδή της Ανάστασης, εμφανίστηκε κατά το 2ο αιώνα. Οι εκκλησίες της Μικράς Ασίας ακολουθούσαν την αρχαία ιωάννεια «τεσσαρεσκαιδεκατική» πρακτική, τηρώντας σε ετήσια βάση τον «Μυστικό Δείπνο» ή αλλιώς το αναμνηστικό «Δείπνο του Κυρίου», την ίδια ημερομηνία με το Πάσχα των Εβραίων. Αυτό σήμαινε ότι εορταζόταν το Πάσχα την ημέρα που αντιστοιχούσε στις 14 του ιουδαϊκού μήνα Νισάν, ανεξαρτήτως από το αν αυτή η ημέρα συνέπιπτε να είναι Κυριακή, μέρα η οποία ονομαζόταν τότε «Ημέρα του Ήλιου».
Οι «αντίπαλοί» τους επιχειρηματολογούσαν υπέρ της άποψης ότι την Ανάσταση θα έπρεπε να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά το ιουδαϊκό Πάσχα. Η διαμάχη συνέχισε να εντείνεται ως το δεύτερο μέρος του 2ου αιώνα, με την πλειονότητα των εκκλησιών να προσκολλούνται στην άποψη της τήρησης της Ανάστασης την Κυριακή. Εντούτοις, οι εκκλησιαστικές διαμάχες που αφορούσαν την ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα δεν έπαψαν κατά τους επόμενους αιώνες.
Ήδη κατά τον 2ο αιώνα η κύρια ημέρα λατρείας, μελέτης των Γραφών και εορτασμού της Θείας Ευχαριστίας ήταν η Κυριακή, ως ανάμνηση της ανάστασης του Χριστού.Το αναμνηστικό Δείπνο του Κυρίου, το οποίο τηρούσαν πλέον οι Χριστιανοί ακολουθώντας την εντολή του Ιησού αποτελούσε εξέχων στοιχείο της κοινοτικής ζωής της εκκλησίας ήδη από τις ημέρες των αποστόλων. Ταυτόχρονα, με την εορτή άρχισε να τηρείται και η λεγόμενη Πασχάλεια νηστεία, που σε κάθε τοπική εκκλησία είχε ορισμένο διάστημα ασκήσεως.
Η εορτή, στην αρχή κατά άμεσο παραλληλισμό με το ιουδαϊκό Πάσχα, ετελείτο κάθε έτος στις 14 του μήνα Νισάν, δίνοντας έμφαση στην σταυρική θυσία του Χριστού. Αυτό ήταν σε αρμονία με τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Γιατί ωσότου να έρθει ο Κύριος, πάντοτε, όποτε τρώτε αυτό το ψωμί και πίνετε αυτό το ποτήριο, διακηρύττετε το θάνατο του Κυρίου».
Σταδιακά οι περισσότερες εκκλησίες θέλησαν να διακόψουν αυτό τον παραλληλισμό, μεταθέτοντας τον εορτασμό αρχικά την πρώτη Κυριακή μετά τη 14η Νισάν. Κάθε τοπική εκκλησία εόρταζε με το δικό της τρόπο υπολογισμού την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα.
Όμως, καθώς γινόταν προσπάθεια, ώστε να επιτευχθεί μια ενιαία ημερομηνία για όλες τις εκκλησίες, αυτό οδήγησε σε εντάσεις κάποιες τοπικές εκκλησίες ιδίως κατά τον 3ο αιώνα.
Τελικά, η Α΄ Οικουμενική σύνοδος αποφάσισε οριστικά για μια κοινή ημερομηνία τέλεσης του εορτασμού του Πάσχα, που τηρείται μέχρι σήμερα με κάποιες παραλλαγές από τις διάφορες ομολογίες.
Πηγή