tromaktiko: Μαρτυρίες που συγκλονίζουν - Δύο ηπειρώτες ήρωες, συμπολεμιστές του Β. Τριάντη περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια τα τελευταία λεπτά

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Μαρτυρίες που συγκλονίζουν - Δύο ηπειρώτες ήρωες, συμπολεμιστές του Β. Τριάντη περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια τα τελευταία λεπτά



Πόνος, θλίψη, περηφάνια… συναισθήματα ανάμικτα επικράτησαν εχθές στο Καναλλάκι Πρέβεζας....
Κυριακή 28 Μαΐου 2017. Ο Βασίλης Τριάντης επιστρέφει στην πατρίδα και στο μέρος που γεννήθηκε.

Επιστρέφει ως ήρωας. Τα λείψανά του σκεπασμένα με την Ελληνική και Κυπριακή σημαία. Δάκρυα, χειροκροτήματα. Πρόσωπα σκυθρωπά. Συγγενείς, φίλοι. Άγνωστοι.

Όλοι όμως βαθιά μέσα τους ένιωθαν περήφανοι. Περήφανοι για τον δικό τους ήρωα. Τον Βασίλη Τριάντη, που έπεσε αντιμετωπίζοντας τους τούρκους. Και ήταν εκεί για να τον τιμήσουν και να του πουν το τελευταίο αντίο.

Διαβάστε και δείτε βίντεο και φωτογραφίες: Πρέβεζα: Επέστρεψε στη γη που γεννήθηκε ο ήρωας της Κύπρου Βασίλης Τριάντης - Αθάνατος στις καρδιές όλων! - Photo & Video

Ένα αντίο μετά από 43 χρόνια. Τόσα κράτησε η ελπίδα. Αν και κατά βάθος όλοι γνώριζαν.

Δεκάδες κόσμου ακολούθησαν την πομπή έως το κοιμητήριο. Οι ήχοι της φιλαρμονικής του στρατού, η παρουσία των στρατιωτών ή όλη τελετή, έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο έντονα φορτισμένη. Όμως ήταν κάτι που ο Βασίλης Τριάντης το άξιζε. Έστω και μετά από τόσα χρόνια.

Και κάπου εκεί. Ανάμεσα στο πλήθος δύο ακόμα ήρωες. Δύο πρωταγωνιστές του ίδιου έργου.

Ναι πολύ σωστά διαβάσατε. Δύο ακόμα Ήρωες.

Έφτασαν σιωπηλά όπως σιωπηλά αποχώρησαν. Δεν τους αναγνώρισε κανείς. Ή έστω οι περισσότεροι. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ήταν εκεί για έναν και μόνο σκοπό. Να πουν με τον δικό τους τρόπο το αντίο στον συμπολεμιστή τους. Αθόρυβα. Ήσυχα. Μπήκαν στην εκκλησία διακριτικά. Έκατσαν σε μια γωνιά. Σίγουρα οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό τους πολλές. Χρόνια πίσω. Μέσα στην μαυρίλα του πολέμου. Του φόβου. Της φωτιάς.

Έπρεπε να είναι εκεί. Το θεωρούσαν χρέος. Απόδοση ύστατης τιμής για τον συμπολεμιστή τους.

Ο Θεόδωρος Κουρούπης από το Μορφάτι και ο Δημήτρης Τσάνης από το Ελευθεροχώρι.

Κάποια στιγμή, σε μια φράση κατά την εκφώνηση επικήδειου, ακούστηκε ότι ο άνθρωπος που είδε για τελευταία φορά τον Βασίλη Τριάντη, βρίσκονταν εκεί. Μέσα στην εκκλησία.

Δύσκολο σε τόσο κόσμο να εντοπίσεις κάποιον που δεν γνώριζες.

Όσοι και αν ερωτήθηκαν δεν γνώριζαν κάτι. Όμως το pamepreveza επέμενε. Και έμαθε. Τους εντόπισε μαζί. Στην επιστροφή από το νεκροταφείο.

Είχαν επιζήσει στον άνισο αγώνα με τους τούρκους, όταν επιτέθηκαν στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Ήταν 14-16 Αυγούστου.

Στα πρόσωπά τους έντονη η συγκίνηση περιγράφει ο Θωμάς Δημητρίου, απόστρατος αξιωματικός της Πολεμικής  Αεροπορίας που ήταν μαζί τους καθ όλη την διάρκεια της τελετής.

«Συνοφρυωμένα τα πρόσωπα τους, μα ταυτόχρονα ήρεμα που είχε βρεθεί ο Βασίλης… έβλεπες τη συγκίνηση στα μάτια τους κι ο λογισμός τους ταξίδευε… που αλλού;;; …στα γεγονότα του πολέμου που έζησαν και στις ανελέητες μάχες για την υπεράσπιση του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ από την επίθεση των Τούρκων, κατά την Β΄ φάση της εισβολής (Αττίλας ΙΙ)» περιγράφει ο Θωμάς Δημητρίου από την Κορώνη Πρέβεζας.

«Αντάλλαζαν λόγια σκόρπια μεταξύ τους μα και γεμάτα νόημα, θύμισες, αναμνήσεις, αγωνία για όσους ακόμα δεν έχουν βρεθεί… και ενδιάμεσα, γύριζαν και μου έλεγαν: Σήμερα ηρέμησα κι εγώ, μαζί με την οικογένεια του Βασίλη…», «…Ξέρεις;;; ήθελα να πάω και στην Θεσσαλονίκη που έφεραν και τα άλλα παιδιά, αλλά εκεί θα πάνε οι άλλοι, …πώς να προλάβω να πάω και στην Κέρκυρα και στον Πύργο;; …καλά η Κρήτη είναι μακριά…» και συνέχιζαν σκεφτικοί, συγκινημένοι, μα και ήρεμοι…

«Δημήτρη μπορείς να συνεχίσεις;;» Ρώτησε κάποια στιγμή ο Θοδωρής. «Ναι μπορώ» κοφτή η απάντηση.

Ο Δημήτρης Τσάνης, ήταν ασυρματιστής της ΕΛΔΥΚ. Είχε τραυματιστεί από όλμο που του έκοψε το ένα πόδι και σώθηκε επειδή ένας συμπολεμιστής του, έδεσε το υπόλοιπο πόδι με το κορδόνι της αρβύλας για να μην χάνει πολύ αίμα, θα περιγράψει ο ίδιος μετά από λίγη ώρα στο PamePreveza.gr (Δείτε στο βίντεο που ακολουθεί).

Και εκεί στην πορεία προς το κοιμητήριο οι διάλογοι συνεχίζονταν: «Θοδωρή γιατί δεν σε ακολούθησε ο Βασίλης;;» Ρώτησε ο Δημήτρης. «Έφυγε προς την άλλη κατεύθυνση με τους άλλους… δεν πρέπει να έζησε κανείς από αυτούς, έπεσαν πάνω στους Τούρκους… είχε αρχίσει και να βραδιάζει… πολεμούσαμε βλέπεις όλη μέρα…. τρεις συνεχόμενες μέρες…14, 15, 16 Αυγούστου… εμένα με φύλαξε ο Θεός… δεν είχε σφαίρα με το όνομά μου…» ακούστηκε να λέει ο Θεόδωρος Κουρούπης. Τις περισσότερες λεπτομέρειες όμως τις ξεδίπλωσε σα να τις ξαναζούσε λίγη ώρα αργότερα στην κάμερα του PamePreveza.gr.

Οι μάχες και πόλεμος τους ένωσε, μια ομάδα, μια ψυχή.

Και για όλ αυτά που πέρασαν και ήταν από αυτούς που γύρισαν πίσω στην πατρίδα, άλλοι τραυματισμένοι βαριά ή ελαφριά… έζησαν όμως. Στην ψυχή τους όμως ακόμα υπάρχουν εκείνες οι μέρες. Το κατάλαβα κατά την διάρκεια της συνομιλίας μας. Μιας συνομιλίας... μονόλογος που το μόνο που είχες να κάνεις ήταν απλά να ακούς καθηλωμένος σε μια καρέκλα και κρατώντας την κάμερα και κάθε λίγο να νιώθεις ανατριχίλα.

Τόσο παραστατικά, τόσο αληθινά. Ξεδιπλώνονταν μπροστά σου εικόνες πραγματικότητες. Ήταν τελικά μεγάλη η ευλογία να γνωρίζεις τέτοιους ανθρώπους, να τους έχεις εκεί μπροστά σου, να τους ακουμπάς, να τους σφίγγεις το χέρι και να υποκλίνεσαι στην γενναιότητα και τον ηρωισμό τους.

Ένα μετάλλιο από την πολιτεία που τους στάλθηκε, ήταν αυτό που ξεπλήρωσε το χρέος της απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. «Μας έστειλαν ένα μετάλλιο, δεν πειράζει κάτι ήταν κι αυτό» θα πουν στον δρόμο προς την επιστροφή.

Και οι δύο δίπλα δίπλα με τις σημαίες και το παράσημο του Βασίλη πήραν μετά από λίγο τον δρόμο της επιστροφής για το Καναλλάκι.

Πριν όμως είχαν μείνει τελευταίοι στο κοιμητήριο. Παρακολουθούσαν όλη την τελετή σιωπηλά. Ανάμεσα στο πλήθος. Και όταν έφυγαν οι επίσημοι πλησίασαν. «Πάμε κι εμείς να ρίξουμε λίγο χώμα στον φίλο μας…, τώρα θα ηρεμήσει δίπλα στην μάνα και τον πατέρα του» άκουσε να λένε ο Θωμάς Δημητρίου.

Η περιγραφή του φίλου τους, Απόστρατου Αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας, καθηλώνει: «Και πάνω από τον τάφο, πάνω από το μικρό κουτί που μέσα είχε τα οστά του Βασίλη, στα μάγουλα τους ίσως να κύλησε ένα δάκρυ. Λέω ίσως, γιατί είδα να περνούν την παλάμη τους πάνω από τα μάτια τους, ίσως για να σκουπίσουν ένα δάκρυ… ίσως για να διώξουν πρόσκαιρα κάποιες αναμνήσεις και να συνεχίσουν να ζουν την ζωή τους περιμένοντας να βρεθούν και να αναγνωρισθούν και οι υπόλοιποι αγνοούμενοι συμπολεμιστές τους…»

Ο κόσμος είχε επιστρέψει στο Καναλλάκι. Ακόμα δεν τους είχα εντοπίσει. Ρωτούσα κάθε γνωστό και άγνωστο. Τελικά ρώτησα έναν παλιό φίλο, που περπατούσε με παρέα.

Ναι. Η παρέα του ήταν ο Θεόδωρος Κουρούπης, ο Δημήτρης Τσάνης. Τους ζήτησα να μιλήσουμε. Κοντοστάθηκαν. Ίσως και να ξαφνιάστηκαν. Με κοίταξαν κατευθείαν στα μάτια. Και μετά μεταξύ τους.

Επέμενα. Ίσως να ήθελαν να μείνουν οι αφανείς ήρωες. Αλλά ήταν ανάμεσα μας. Ήταν μπροστά μου. Δεν συναντάς καθημερινά ήρωες.

Έπρεπε να τους γνωρίσω. Έπρεπε να τους γνωρίσουμε. Επιβάλλονταν.

Συναντηθήκαμε λίγα λεπτά αργότερα σε ένα καφέ. Ο ιδιοκτήτης μας δέχθηκε με χαρά. Βρισκόμουν μαζί με αγαπημένους συναδέλφους, δημοσιογράφους από τα Γιάννενα.

Περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε τι θα μας διηγηθούν.

Ήξερα από την αρχή ότι ο Θοδωρής ήταν αυτός που είδε και μίλησε τελευταίος από την περιοχή μας με τον Βασίλη Τριάντη.

Οι περιγραφές συγκλονιστικές. Καθηλωτικές, Θλιβερές. Ηρωικές.

Ακούγαμε με μεγάλη προσοχή.

Ανατριχίλα. Θαυμασμός. Θα μπορούσα να τους ακούω για ώρες. Ζούσαν την κάθε στιγμή που περιέγραφαν. Ξανά και ξανά. Σαν να ήταν εκεί. Σας να επέστρεψαν πίσω 43 χρόνια...

Κάποια στιγμή τα μάτια τους βούρκωσαν. Πιστεύω ότι το βλέμμα τους που γύριζε μερικές φορές αλλού, ίσως ήταν ένας τρόπος να μην το δείξουν. Οι ήρωες όμως, ακόμα και αυτοί, συγκινούνται, δακρύζουν. Ο πόλεμος, μπορεί να τους πλήγωσε, σωματικά και πνευματικά. Δεν κατάφερε όμως τίποτε περισσότερο. Ήταν Έλληνες.

Και η κάμερα άρχισε να γράφει…

Πρώτος μίλησε ο Θεόδωρος Κουρούπης. Εξ άλλου ήταν το τελευταίος άνθρωπός που μίλησε με τον Βασίλη Τριάντη. Ήταν μαζί μέχρι το τελευταίο λεπτό. Στον 4ο λόχο.

«Το παιδί είχε πάθει ζημιά», θα πει ο Θεόδωρος Κουρούπης «από τους όλμους, τις οβίδες που έσκαγαν δίπλα μας. Τα αυτιά του έτρεχαν αίμα… δεν ήταν καλά…»

«Ο Βασίλης έψαχνε να με βρει στο χαράκωμα. Ήταν άοπλος… δεν θέλω όπλο, απλά να καθίσω μαζί σου» είπε στον Θοδωρή, ο οποίος συνέχισε να περιγράφει.

«16 Αυγούστου 1974. Ανελέητος βομβαρδισμός. Μαυρίλα. Σκόνη παντού. Ο Βασίλης ρωτούσε τι γίνεται έξω… δεν καταλάβαινε… έτρεχαν αίμα τα αυτιά του».

Απίστευτες περιγραφές. Τρομακτικές σκηνές άρχισαν να ξεδιπλώνονται στο μυαλό.

Ο Θεόδωρος Κουρούπης περιγράφει πως γλίτωσε από τους Τούρκους, όταν μπήκαν τα τεθωρακισμένα μέσα στο στρατόπεδο. Μια οβίδα σκάει λίγα μέτρα μακριά. Μένει κάτω, ασάλευτος. Ήταν ζεστός. Άρα δεν είχε τραυματιστεί. Το άρμα πέρασε μερικά μέτρα δίπλα του. Σηκώθηκε και συνέχισε προς την πύλη του στρατοπέδου.

Ο διάλογος:

Τον Βασίλη τον παρακαλάω να φύγουμε…
Πάμε…
Δεν μπορώ, είπε ο Βασίλης, θα μείνω εδώ…
Θα μας πατήσουν τα άρματα…
Δεν πειράζει, φύγε, χαιρετισμούς στο Καναλάκι,

ήταν οι τελευταίες λέξεις που αντάλλαξαν.

«Ο Βασίλης δεν μπορούσε να με ακολουθήσει. Ήταν σωματικά και ψυχικά τραυματισμένος»

Ήταν η τελευταία μέρα του πολέμου. Μετά άρχισε η στρατιωτική εισβολή.

Μεταξύ πολλών άλλων συγκλονιστικών που περιέγραψε ο Θεόδωρος Κουρούπης ήταν και το γεγονός ότι από τον αξιωματικό είχε δηλωθεί αγνοούμενος ή… νεκρός. Πληροφορία που έφτασε και στους δικούς του στο χωριό. Όμως με την βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, έμαθαν 1,5 μήνα μετά ότι τελικά ζει!!!

«Δεν μου κάνει καρδιά να πάω στην Κύπρο… έχω χάσει πολλά παιδιά εκεί… Δεν μπορώ» θα πει μετά από λίγο.

Για την χθεσινή μέρα την επιστροφή του Βασίλη Τριάντη στα πάτρια εδάφη είπε πως νιώθει μια ψυχική ηρεμία. «Ο Βασίλης Τριάντης ήρθε στον τόπο που γεννήθηκε. 43 χρόνια μετά. 43 χρόνια γεμάτα άγχος για τι απέγιναν τα παιδιά που ήμασταν μαζί. Μεγάλη η σημερινή μέρα για μένα».

Ζήτησα από τον Δημήτρη Τσάλη, που κάθοντανστο διπλανό τραπεζάκι να έρθει να κάτσει μαζί μας. Παρακολουθούσε και αυτός την περιγραφή του κ. Θοδωρή.

Ήταν και αυτός στην ΕΛΔΥΚ. Ασυρματιστής. Από το Ελευθέρι της Θεσπρωτίας. Ήρθε και αυτός στο Καναλλάκι να αποχαιρετήσει τον Βασίλη.

Περιέγραψε την πρώτη εισβολή στην Κύπρο (Αττίλας Ι). Ιούλιος 1974.

Τους έλεγαν ότι κάθε επιχειρούμενη εισβολή από τους τούρκους θα ήταν αποτυχημένη, ενώ ήταν σε εξέλιξη το πραξικόπημα, όπως σημειώνει.

Οι Τούρκοι είχαν βομβαρδίσει καίρια σημεία.

Περιγράφει την πρώτη μέρα του βομβαρδισμού στο στρατόπεδο.

«Άνιση μάχη… πυροβολούσαμε με τα όπλα τα αεροπλάνα… Δεν είχαμε καμία υποστήριξη… Ο Βασίλης ήταν άτυχος… Δύσκολα να επιζήσει κανείς στην πρώτη γραμμή» θα πει ο Δημήτρης Τσάλης.

Απέναντί τους είχαν τους τούρκους, με πυροβολικό, τεθωρακισμένα, όλμους. Πώς θα τους αντιμετώπιζαν με τουφέκια και πολυβόλα; Είχαν περικυκλώσει το στρατόπεδο.

Το πόδι του το έχασε στις 14 Αυγούστου. Από βλήμα που έσκασε δίπλα του. Κάποιος έδεσε ότι είχε απομείνει με ένα κορδόνι από αρβύλα. Τον έσωσε. Σταμάτησε η αιμορραγία. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο…

Και κάπου εκεί τα μάτια αρχίζουν και βουρκώνουν…

«Γνωρίζαμε ότι στην πρώτη γραμμή κανείς δεν γλιτώνει… Ήμασταν αποφασισμένοι να σκοτώσουμε όσους τούρκους μπορούσαμε… Δεν υπήρχε περίπτωση να παραδοθούμε… δεν κράταγαν αιχμαλώτους… τους σκότωναν όλους» θα πει μεταξύ άλλων ο κ. Τσάλης μεταφέροντας παράλληλα το μήνυμα της ενότητας σε όλους τους Έλληνες.

«Ενωμένοι αντιμετωπίζονται τα πάντα. Η διχόνοια θα φέρει μαύρη ιστορία…».

Δείτε στο Βίντεο που ακολουθεί τις συγκλονίστηκες περιγραφές.

Με αναλυτική περιγραφή τα τελευταία λεπτά του Θεόδωρου Κουρούπη με τον Βασίλη Τριάντη και τις περιγραφές του Δημήτρη Τσάλη και τα όσα έγιναν στην πρώτη εισβολή στον Αττίλα ΙΙ

Ευχαριστούμε τον απόστρατο αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας Θωμά Δημητρίου για τις πληροφορίες που μας παραχώρησε



Πηγή
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!