Το βιβλίο του Καμύ «Ο πρώτος άνθρωπος» είναι το τελευταίο του έργο. Για την ακρίβεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αφού ο Καμύ σκοτώθηκε...
στο περιβόητο αυτοκινητιστικό πριν το ολοκληρώσει. Τα χειρόγραφα βρέθηκαν στην τσάντα του τη μοιραία ημέρα: 4 Ιανουαρίου του 1960. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, χάρη στην επιμονή της γυναίκας του Φρανσίν και της κόρης του Κατρίν, «Ο πρώτος άνθρωπος» δημοσιεύτηκε διατηρώντας όλα τα στοιχεία του ανολοκλήρωτου έργου.
Η μοναδική παρέμβαση που υπέστη ήταν κάποια σημεία στίξης που κρίθηκαν απαραίτητα για την κατανόησή του. Πέρα από το κείμενο έχουν προσαρτηθεί, με τη μορφή των παραρτημάτων, όλες οι σημειώσεις, οι προβληματισμοί και τα σχέδια του Καμύ για την ολοκλήρωσή του. Πρόκειται δηλαδή για μια έκδοση, θα λέγαμε, οικογενειακή που σεβάστηκε τον Καμύ στο έπακρο, αφού δεν αλλοίωσε το έργο ούτε στο ελάχιστο. Κι ενώ όλα αυτά ξεκαθαρίζονται από την αρχή προκαταλαμβάνοντας τον αναγνώστη, που περιμένει περισσότερο ένα προσχέδιο παρά ένα κείμενο, όταν ξεκινά η ανάγνωση ξεχνιούνται αμέσως, αφού η πληρότητα του κειμένου το κάνει να κυλά τόσο φυσικά, που κάθε υποψία πειραματισμού στην έκδοση καταρρίπτεται. Μόνο οι διαρκείς υποσημειώσεις το υπενθυμίζουν, οι οποίες, σε τελική ανάλυση, δεν παίζουν κανένα ρόλο στο έργο.
«Ο πρώτος άνθρωπος» δεν είναι παρά η εξιστόρηση των παιδικών χρόνων του Καμύ στο Αλγέρι. Κινείται δηλαδή στα επίπεδα της καθαρής αυτοβιογραφίας με απλότητα αφοπλιστική και περιγραφές τόσο λιτές, τόσο οικεία ξεκάθαρες που δεν θυμίζει σε τίποτα την πολυπλοκότητα του υπόλοιπου έργου του, που περισσότερο σχηματοποιεί ιδέες παρά αφηγείται.
Παρακολουθούμε με δυο λόγια έναν άλλο Καμύ, τον Καμύ της καθημερινής απλότητας, τον Καμύ που δεν αναζητά φιλοσοφικές αλήθειες πίσω από δοκιμιακές κατασκευές, τον Καμύ των πρώτων χρόνων, τον πρωτόπλαστο. Τον Καμύ που όντας ορφανός – ο πατέρας του πέθανε στον Ά παγκόσμιο – μεγάλωσε με τη μάνα του, τη γιαγιά του κι το θείο Ερνέστ, που ήταν τελείως κουφός και δούλευε στο βαρελάδικο. Τον Καμύ που τον ξυλοφόρτωνε η γιαγιά όταν δεν ξάπλωνε το μεσημέρι. Που έπαιζε ποδόσφαιρο και φοβόταν μην λιώσει τα παπούτσια γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για καινούργια. Που η γιαγιά του περνούσε καρφιά κάτω από τα παπούτσια για να προστατέψει τις σόλες. Που έπρεπε να ισορροπεί πάνω στα καρφιά για να κλωτσήσει την μπάλα. Που το φάγωμα των καρφιών ή το σκίσιμο των παπουτσιών ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης. Τον Καμύ που είπε ψέματα στη γιαγιά ότι το δίφραγκο από τα ρέστα του έπεσε στην τουαλέτα. Τον Καμύ που είδε τη γιαγιά να βάζει όλο το χέρι της, μέχρι το μπράτσο, μες τη λεκάνη και να ψαχουλεύει τ’ απόνερα για να το βρει. Όταν μετά τη μάταιη διαδικασία η γιαγιά έπλενε τα χέρια της ο μικρός Καμύ κατάλαβε τι ακριβώς είναι η φτώχεια.
Όταν ο Καμύ ξεδίπλωσε τα παιδικά του χρόνια
1 day agoΑντικλείδιΒιβλία, ΦιλοσοφίαΠροσθήκη σχολίου
Το βιβλίο του Καμύ «Ο πρώτος άνθρωπος» είναι το τελευταίο του έργο. Για την ακρίβεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αφού ο Καμύ σκοτώθηκε στο περιβόητο αυτοκινητιστικό πριν το ολοκληρώσει. Τα χειρόγραφα βρέθηκαν στην τσάντα του τη μοιραία ημέρα: 4 Ιανουαρίου του 1960. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, χάρη στην επιμονή της γυναίκας του Φρανσίν και της κόρης του Κατρίν, «Ο πρώτος άνθρωπος» δημοσιεύτηκε διατηρώντας όλα τα στοιχεία του ανολοκλήρωτου έργου.
Η μοναδική παρέμβαση που υπέστη ήταν κάποια σημεία στίξης που κρίθηκαν απαραίτητα για την κατανόησή του. Πέρα από το κείμενο έχουν προσαρτηθεί, με τη μορφή των παραρτημάτων, όλες οι σημειώσεις, οι προβληματισμοί και τα σχέδια του Καμύ για την ολοκλήρωσή του. Πρόκειται δηλαδή για μια έκδοση, θα λέγαμε, οικογενειακή που σεβάστηκε τον Καμύ στο έπακρο, αφού δεν αλλοίωσε το έργο ούτε στο ελάχιστο. Κι ενώ όλα αυτά ξεκαθαρίζονται από την αρχή προκαταλαμβάνοντας τον αναγνώστη, που περιμένει περισσότερο ένα προσχέδιο παρά ένα κείμενο, όταν ξεκινά η ανάγνωση ξεχνιούνται αμέσως, αφού η πληρότητα του κειμένου το κάνει να κυλά τόσο φυσικά, που κάθε υποψία πειραματισμού στην έκδοση καταρρίπτεται. Μόνο οι διαρκείς υποσημειώσεις το υπενθυμίζουν, οι οποίες, σε τελική ανάλυση, δεν παίζουν κανένα ρόλο στο έργο.
Ο Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus, 7 Νοεμβρίου 1913 – 4 Ιανουαρίου 1960) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, ιδρυτής του Theatre du Travail (1935), για το οποίο δούλεψε ως σκηνοθέτης, διασκευαστής και ηθοποιός.
«Ο πρώτος άνθρωπος» δεν είναι παρά η εξιστόρηση των παιδικών χρόνων του Καμύ στο Αλγέρι. Κινείται δηλαδή στα επίπεδα της καθαρής αυτοβιογραφίας με απλότητα αφοπλιστική και περιγραφές τόσο λιτές, τόσο οικεία ξεκάθαρες που δεν θυμίζει σε τίποτα την πολυπλοκότητα του υπόλοιπου έργου του, που περισσότερο σχηματοποιεί ιδέες παρά αφηγείται.
Παρακολουθούμε με δυο λόγια έναν άλλο Καμύ, τον Καμύ της καθημερινής απλότητας, τον Καμύ που δεν αναζητά φιλοσοφικές αλήθειες πίσω από δοκιμιακές κατασκευές, τον Καμύ των πρώτων χρόνων, τον πρωτόπλαστο. Τον Καμύ που όντας ορφανός – ο πατέρας του πέθανε στον Ά παγκόσμιο – μεγάλωσε με τη μάνα του, τη γιαγιά του κι το θείο Ερνέστ, που ήταν τελείως κουφός και δούλευε στο βαρελάδικο. Τον Καμύ που τον ξυλοφόρτωνε η γιαγιά όταν δεν ξάπλωνε το μεσημέρι. Που έπαιζε ποδόσφαιρο και φοβόταν μην λιώσει τα παπούτσια γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για καινούργια. Που η γιαγιά του περνούσε καρφιά κάτω από τα παπούτσια για να προστατέψει τις σόλες. Που έπρεπε να ισορροπεί πάνω στα καρφιά για να κλωτσήσει την μπάλα. Που το φάγωμα των καρφιών ή το σκίσιμο των παπουτσιών ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης. Τον Καμύ που είπε ψέματα στη γιαγιά ότι το δίφραγκο από τα ρέστα του έπεσε στην τουαλέτα. Τον Καμύ που είδε τη γιαγιά να βάζει όλο το χέρι της, μέχρι το μπράτσο, μες τη λεκάνη και να ψαχουλεύει τ’ απόνερα για να το βρει. Όταν μετά τη μάταιη διαδικασία η γιαγιά έπλενε τα χέρια της ο μικρός Καμύ κατάλαβε τι ακριβώς είναι η φτώχεια.
Η φτώχεια είναι ο βασικότερος άξονας του βιβλίου, αφού όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν. Η μάνα του ξενόπλενε σχεδόν μέχρι τη νύχτα και τα βράδια κοιτούσε βουβή έξω από το παράθυρο. Η περιγραφή του σπιτιού, της γειτονιάς, του καυτού ήλιου, του θείου που δούλευε σαν σκύλος στο βαρελάδικο, της γιαγιάς που είχε το γενικό κουμάντο, έχουν πάντα τον ίδιο κεντρικό άξονα, τη φτώχεια. Ο Καμύ σχεδόν ποτέ δεν είχε λεφτά για παιδικές λιχουδιές, σχεδόν ποτέ δεν μπορούσε να αγοράσει δικά του βιβλία. Δεν είχε καν το δικό του κρεβάτι, αφού μοιραζότανε το ίδιο με τον αδερφό του και δούλευε σκληρά τα καλοκαίρια που έκλεινε το λύκειο για να προσφέρει στον οικογενειακό κορβανά.
Και – σαν μαγική εικόνα – διαμορφώνεται το αντιφατικό δίπολο που από τη μια φέρει την αποκρουστική όψη της ανέχειας κι από την άλλη την πρωτόγονη περηφάνια των φτωχών που μετρούσαν την προσωπική τους αξιοπρέπεια ίσως περισσότερο κι από τη ζωή τους. Η γιαγιά δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσει βοήθεια από κανένα, ακόμη κι αν στερούτανε το καθημερινό φαγητό. Δεν υπήρχε περίπτωση να παραπονεθεί ποτέ και για τίποτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει το μικρό Καμύ να πάει στο σχολείο με σκισμένα ή βρώμικα ρούχα. Η ανέχεια ξεδιπλώνεται ως κάτι τόσο φυσικό που φτάνει στο αναπόδραστο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επανάσταση από την αποδοχή και την αντιμετώπιση της μοίρας. Είναι η συνείδηση του μαρτυρίου. Είναι η πεποίθηση ότι ο Σίσυφος οφείλει να φανεί πιο δυνατός από το βράχο του.
Το οικογενειακό περιβάλλον του Καμύ περιέχει τα πρώτα ψήγματα της σκέψης του τόσο στο «Μύθο του Σίσυφου» όσο στον «Ξένο» και στην «Πανούκλα». Ο «Ξένος» αποδέχεται κάθε μοίρα με τη στωική σοφία του παραλόγου. Αντιλαμβάνεται την δίχως συναίσθημα προσαρμογή ως κάτι απολύτως φυσιολογικό, που δεν καταποντίζει τα συναισθήματα, αλλά τρέφεται από αυτά, αναδεικνύοντας – σε απόλυτη αντιστροφή – μια άλλη ουσία, την ουσία της προσωπικής αξιοπρέπειας που οφείλει να παραμείνει όρθια μπροστά σε κάθε θλίψη, γιατί μόνο αυτή θα εξασφαλίσει την ακεραιότητα της ύπαρξης, δηλαδή την ευτυχία. Ακριβώς τα ίδια κάνει κι ο γιατρός Ριε στην «Πανούκλα» που υπομένει όλες τις αγωνίες και μάχεται κουβαλώντας το δικό του βράχο μέχρις εσχάτων, σχηματοποιώντας την εξέγερση του ανθρώπου απέναντι στην τάξη του κόσμου.
Όλοι αυτοί δεν είναι παρά η γιαγιά του Καμύ που βάζει το χέρι μέσα στο βόθρο για ένα δίφραγκο. Που μετά πλένει τα χέρια της αδιαμαρτύρητα και συνεχίζει τις δουλειές της. Που, μετά την παρέμβαση του δασκάλου, αποφασίζει να στείλει τον Καμύ στο λύκειο κι ας υπολόγιζε τα μεροκάματά του. Δεν είναι παρά η μάνα του Καμύ που δουλεύει νύχτα – μέρα και κοιτάζει βουβή έξω από το παράθυρο ή ο θείος Ερνέστ που έχει για σύντροφο το σκύλο και που έτρεξε μέχρι να του κοπεί η ανάσα κουβαλώντας τον μικρό Καμύ στο γιατρό, όταν σχεδόν του έλιωσε το δάχτυλό το παιχνίδι με τα βαρέλια.
Σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά ο ίδιος ο Καμύ, που μαθαίνει ότι τίποτε δεν έχει σημασία μπροστά στην αξιοπρέπεια που εκδηλώνεται χωρίς τυμπανοκρουσίες και χωρίς χειροκροτήματα. Που παλεύει με το συμμαθητή του όταν τον προσβάλλουν και τον γρονθοκοπεί ξεπερνώντας όλους τους φόβους, που καταπίνει τα δάκρυά όταν τρώει ξύλο από το δάσκαλο και που τελικά βρίσκει το θάρρος να αντισταθεί στο βούρδουλα της γιαγιάς.
Και κάπως έτσι συντελείται το θαύμα, που αντιστρέφει κάθε θλίψη και μας φέρνει μπροστά σε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, που ο Καμύ τα περιγράφει με τρομερή νοσταλγία. Οι στερήσεις, το αγράμματο οικογενειακό περιβάλλον και οι σκληροί νόμοι σηματοδοτούν έναν κόσμο πρωτοφανούς ειλικρίνειας και απόλυτης προσωπικής ευθύτητας, που δεν ξεδιπλώνει απλώς την ντομπροσύνη των φτωχών, αλλά την ίδια τη θυσία, δηλαδή την υπέρτατη αγάπη.
Η χαρά, όπως όλα, στηριζόταν στους αυτονόητους νόμους της απλότητας και ήταν απολύτως χειροπιαστή, απαλλαγμένη από κάθε περιττό βάρος. Το κολύμπι και το κυνήγι με το θείο Ερνέστ ήταν γιορτή ανείπωτης ευτυχίας, όπως τα καθημερινά παιχνίδια στη γειτονιά κι ο κινηματογράφος κι αργότερα η δανειστική βιβλιοθήκη που έκανε τον Καμύ να παίρνει τα βιβλία δύο – δύο. Παρά τη δόξα και την οικονομική επιφάνεια του Παρισιού δεν έκρυψε ποτέ την ανακούφισή του κάθε φορά που ταξίδευε στο Αλγέρι.
Οι σελίδες που περιγράφει το δημοτικό σχολείο και τις σχέσεις του με το δάσκαλο Μπερνάρ, είναι συγκινητικές. Ο δάσκαλος, απόλυτος άρχοντας της τάξης, διάβαζε στα παιδιά μυθιστορήματα συγκλονίζοντας το μικρό Καμύ. Έκανε συζητήσεις, αποδεχόταν απόψεις και παρουσίαζε τα μαθήματα με έναν τρόπο που τουλάχιστον ο Καμύ γοητευόταν απολύτως. Σε περίπτωση απειθαρχίας ξυλοφόρτωνε τους μαθητές μ’ ένα οδυνηρό τελετουργικό, που ούτε ο Καμύ, αν και άριστος μαθητής, κατάφερε να αποφύγει.
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που έκανε ειδικά μαθήματα – εννοείται χωρίς χρήματα – για να πετύχει ο Καμύ στις εισαγωγικές εξετάσεις για το λύκειο κι είναι αυτός που έπεισε τη γιαγιά να αντέξει την οικονομική θυσία και να τον στείλει. Ουσιαστικά είναι αυτός που μεσολάβησε για να ξεφύγει ο Καμύ από την προδιαγεγραμμένη μοίρα των φτωχών. Ο σεβασμός και η ευγνωμοσύνη του Καμύ απέναντι στον πρώτο δάσκαλο είναι έκδηλα σε όλες τις σελίδες.
Η στιγμή που ο δάσκαλος αποχωρεί, μετά τη θριαμβευτή επιστροφή από τις εξετάσεις κι ανακοινώνει στη γιαγιά την επιτυχία, συνοψίζει όλο το μεγαλείο της ανθρωπιάς και της περηφάνιας που γεννιέται μέσα στη φτώχεια.
«Έφυγε κι ο Ζακ έτρεξε στο παράθυρο κοιτάζοντας το δάσκαλό του που τον χαιρετούσε για τελευταία φορά και που από δω και πέρα τον άφηνε μόνο του και, αντί για τη χαρά της επιτυχίας, ένας αβάσταχτος πόνος παιδιού του τρυπούσε την καρδιά, σαν να ήξερε εκ των προτέρων πως μ’ αυτή την επιτυχία ξεριζωνόταν απ’ τον αθώο και ζεστό κόσμο των φτωχών, κόσμο κλεισμένο στον εαυτό του σαν νησί μέσα στην κοινωνία……….για να ριχτεί σ’ ένα κόσμο άγνωστο που δεν ήταν πια δικός του…….».
Κι αυτός ακριβώς είναι «ο πρώτος άνθρωπος». Η πρωτόλεια διαμόρφωση του Καμύ των παιδικών χρόνων, που εγκυμονεί τις βαθύτερες φιλοσοφικές του ιδέες. Γιατί ο φιλόσοφος Καμύ είναι συνυφασμένος με το παιδί απ’ το Αλγέρι. Γιατί κάθε άνθρωπος είναι ο καθρέφτης των παιδικών του χρόνων. Γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι «πρώτοι άνθρωποι».
Πηγή