αναποφασιστικότητας» – Μαϊμονίδης
Στην καθημερινότητά μας χρειάζεται να παίρνουμε συνεχώς αποφάσεις, είτε σε επαγγελματικό, είτε σε προσωπικό επίπεδο. Είναι φυσικό λοιπόν να αναρωτιόμαστε συχνά αν λαμβάνουμε τις σωστότερες αποφάσεις ή θα μπορούσαμε και καλύτερα. Πώς ακριβώς ορίζεται όμως η «σωστή» απόφαση; Επιφανειακά τουλάχιστον, η απάντηση φαίνεται προφανής. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, είναι αρκετά δύσκολο να εντοπίσουμε ακριβώς τι σημαίνει σωστή απόφαση.
Ας εξετάσουμε μια περίπτωση κατά την οποία ένας επιχειρηματίας αποφασίζει να αλλάξει τις τιμές. Όταν ρωτηθεί ποια θεωρεί ότι είναι η καλύτερη απόφαση για τον προσδιορισμό των τιμών, το πιο πιθανό είναι να απαντήσει ότι είναι αυτή που «θα αυξήσει τις πωλήσεις της επιχείρησής μου» ή εκείνη που «θα αποφέρει στην εταιρία μου το μεγαλύτερο κέρδος». Όταν το περιβάλλον στο οποίο κινείται η επιχείρηση είναι ανταγωνιστικό, θα ισχυριστεί ότι η καλύτερη απόφαση όσον αφορά στις τιμές είναι εκείνη που «επιτρέπει στην επιχείρησή μου να επιβιώσει ανάμεσα στις άλλες».
Το ίδιο ισχύει και για τις προσωπικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι εγώ και η σύζυγός μου θέλουμε να πάμε καλοκαιρινές διακοπές. Περνάμε από μια διαδικασία επιλογής πολλών λεπτομερειών σχετικά με τις διακοπές (προορισμό, χρόνο, τρόπο κλπ.). Ποια θα θεωρούσαμε ότι θα ήταν η καλύτερη απόφαση; Οι περισσότεροι άνθρωποι θα έλεγαν ότι μια καλή απόφαση διακοπών είναι εκείνη που θα μας κάνει να περάσουμε υπέροχα και που θα αξίζει ακριβώς τα χρήματα που θα δώσουμε.
Το πρόβλημα με όλες αυτές τις απαντήσεις είναι ότι αγνοούν τη διαδικασία λήψης της απόφασης και στρέφουν όλη την προσοχή αποκλειστικά και μόνο στα αποτελέσματα. Και αυτή η παράβλεψη είναι προβληματική για τουλάχιστον δύο λόγους.
Είναι δύσκολος (ακόμα και αδύνατος) ο καθορισμός όλων των συνεπειών μιας απόφασης. Όταν λαμβάνουμε αποφάσεις, το κάνουμε σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά τα αποτελέσματά τους γεννιούνται αργότερα, ορισμένες φορές μετά από εβδομάδες, μήνες ή ακόμα και χρόνια. Για την ακρίβεια, για τις περισσότερες αποφάσεις, τα αποτελέσματα εμφανίζονται σε μια ακαθόριστη χρονική διάρκεια και βάθος.
Επιστρέφοντας στο παράδειγμα με τις διακοπές, ας πούμε ότι αφού έχουμε συλλογιστεί όλες τις επιλογές προσεκτικά και έχουμε κάνει και τους απαραίτητους υπολογισμούς, αποφασίζουμε τελικά τον προορισμό. Θα γνωρίζουμε αν οι διακοπές μας θα είναι επιτυχημένες μόνο αφού τελειώσουν. Και ακόμα και τότε, το αν θα μπορούσαμε να βρούμε κάτι πιο οικονομικό ή το αν θα περνούσαμε ακόμα πιο ωραία αλλού, θα παραμείνει για πάντα ένα άλυτο μυστήριο.
Παρομοίως, όταν μια επιχείρηση μειώνει τις τιμές της, χρειάζονται εβδομάδες ή και μήνες για να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα, το όφελος. Η εταιρία ίσως δεν μπορέσει να μάθει ποτέ πόσες από τις αυξημένες πωλήσεις της οφείλονταν στη μείωση των τιμών ή σε άλλες τυχαίες συνθήκες. Το βασικό επιχείρημα εδώ είναι ότι το έργο του ακριβούς προσδιορισμού των συνεπειών μιας απόφασης είναι πολύ δύσκολο. Οι συνέπειες καθορίζονται από πολλούς παράγοντες που εμείς απλά δεν μπορούμε να ελέγξουμε.
Υπάρχει ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό πρόβλημα σχετικά με τη χρήση των συνεπειών ως βασική μεταβλητή λήψης μια απόφασης: οι επιδράσεις των μη ελεγχόμενων παραγόντων. Αφού έχει ληφθεί μια απόφαση και πριν οι συνέπειες κάνουν την εμφάνισή τους, διάφοροι άλλοι παράγοντες έξω από τον έλεγχο του ατόμου μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τα πράγματα. Τέτοιες επιδράσεις μπορεί να είναι θετικές ή αρνητικές και να μην έχουν ιδιαίτερα να κάνουν με την διαδικασία λήψης της απόφασης.
Αφού πήραμε λοιπόν προσεκτικά την απόφασή μας, μετρήσαμε τα υπέρ και τα κατά, ξεκινήσαμε για τον προορισμό των διακοπών μας. Δυστυχώς, σχεδόν αμέσως, πέφτουμε πάνω σε άσχημο καιρό, ο οποίος όλο και χειροτερεύει. Πλημμύρες και πολύ κίνηση. Και επειδή χάσαμε πολύ χρόνο, αποφασίζουμε να γυρίσουμε πίσω. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να έχουμε προβλέψει αυτή την κατάληξη ή το πώς μια διασκεδαστική εκδρομή θα μπορούσε να μετατραπεί σε εφιάλτη. Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, αλλά όμως δεν οφειλόταν σε δικό μας λάθος κατά τη διαδικασία λήψης της απόφασης.
Για να προσδιορίσουμε αν η απόφαση είναι η σωστή ή όχι, η έμφαση πρέπει να δίνεται στην διαδικασία και όχι στα αποτελέσματα.
Οι ειδικοί στο ζήτημα της λήψης αποφάσεων μας έχουν προειδοποιήσει να μην βασιζόμαστε μόνο στα αποτελέσματα, όταν αξιολογούμε την ποιότητα μιας απόφασης. Στον τομέα της υγείας, για παράδειγμα, οι γιατροί μαθαίνουν να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις, όταν βοηθούν τους ασθενείς να επιλέξουν ανάμεσα σε διάφορες θεραπείες. Μια τέτοια ιατρική απόφαση είναι όταν συλλέγονται όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες για τις επιλογές, ζυγίζονται και η τελική απόφαση περιλαμβάνει μια συνεκτίμηση των αξιών τόσο του ασθενή, όσο και του γιατρού.
Προσέξτε ότι σε αυτή τη διαδικασία τίποτα δεν λέγεται για τα αποτελέσματα της υγείας του ασθενή. Αυτή η παράλειψη υπάρχει, γιατί αναγνωρίζονται οι πολυάριθμοι παράγοντες που βρίσκονται εκτός του ελέγχου και των δύο προσώπων και οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με τη διαδικασία λήψης της απόφασης. Υπό αυτές τις συνθήκες, το καλύτερο που και τα δύο μέρη έχουν να κάνουν είναι να σκεφτούν από κοινού όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες και να εφαρμόσουν την θεραπεία.
Με βάση τα παραπάνω και με έμφαση στη διαδικασία, θα μπορούσα να καταλήξω σε έναν ορισμό για την καλή απόφαση: Μια καλή απόφαση είναι εκείνη που λαμβάνεται προσεκτικά και με σκέψη, περιλαμβάνει και συνυπολογίζει όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμφωνεί με τη φιλοσοφία και τις αξίες του ατόμου και μπορεί να εξηγηθεί με ξεκάθαρο τρόπο στους άλλους.
Εσείς τι πιστεύετε;
Πηγή