Ένα από τα παλαιότερα κλισέ για την ανατροφή των παιδιών είναι ότι αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε και να σεβόμαστε τους δικούς μας γονείς, μόνο όταν τελικά μεγαλώσουμε τα...
δικά μας παιδιά. Ωστόσο, αν έχετε επιλέξει να διαβάσετε αυτό το άρθρο, ίσως να είχατε μια λίγο διαφορετική εμπειρία. Πιθανότατα να είχατε ήδη την αίσθηση ότι οι γονείς σας ήταν περίεργοι -ασυνήθιστα απορροφημένοι στον εαυτό τους και απρόσεκτοι ως προς τις ανάγκες σας- αλλά αρχίσατε να αντιλαμβάνεστε ξεκάθαρα τις διαφορές τους, όταν κάνατε εσείς παιδιά. Εν συντομία, κάτι από την εμπειρία σας ως γονείς σας άνοιξε τα μάτια, ώστε να αποκαλύψετε την άρνηση και την εκλογίκευση που κάνατε για μια ενοχλητική αλήθεια· για το γεγονός ότι ήσασταν τα θύματα μιας καθαρά περίπτωσης παραμέλησης.
Κατά την τελευταία δεκαετία υπήρξε μια έκρηξη ερευνών πάνω στις αρνητικές ψυχολογικές επιδράσεις της παιδικής παραμέλησης, όπως επίσης και κακοποίησης, οι οποίες δημιουργούν προδιάθεση για ενήλικη κατάθλιψη, κατάχρηση αλκοόλ, άγχος, αυτοκτονία και επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά (Norman, et al., 2012). Οι ανάγκες του ψυχισμού των παιδιών μπορούν να παραμεληθούν για πολλούς λόγους, όπως ο εθισμός των γονιών, ένα άσχημο διαζύγιο, φτώχεια, βία και σοβαρές ψυχικές διαταραχές. Εντούτοις, οι επιδράσεις της συναισθηματικής παραμέλησης από ναρκισσιστές γονείς είναι ιδιαιτέρως επιζήμιες και δύσκολες να αναγνωριστούν, πόσο μάλλον να ξεπεραστούν. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή η παραμέληση συνήθως εκλογικεύεται και «κανονικοποιείται» από τον γονέα· με αυτό τον τρόπο, ένα παιδί μεγαλώνει πιστεύοντας ότι οι ανάγκες του δεν ήταν σημαντικές και ότι η μεταχείριση του γονέα ήταν τελικά σωστή και στοργική.
Ένα προσδιοριστικό στοιχείο του ναρκισσιστή είναι η αποκλειστική ενασχόληση και εστίαση στον εαυτό και στην αυτοβελτίωση για τα μάτια του κόσμου. Η ναρκισσιστική προσωπικότητα οργανώνεται γύρω από την ανάγκη να αποφύγουν, να αδρανοποιούν ή να αρνούνται το συναίσθημα του ντροπιαστικού υποβιβασμού (Zaslav, 2017). Όλοι γνωρίζουμε αυτό το οικουμενικό συναίσθημα της ντροπής. Σε αντίθεση με την ενοχή, κατά την οποία κάποιος μπορεί να κινητοποιηθεί για να επιχειρήσει να ζητήσει συγγνώμη ή να διορθώσει το κακό που έκανε σε κάποιον, η εμπειρία της ντροπής τείνει να είναι εσωτερική και μη κοινωνική. Οι μηχανισμοί άμυνας κατά της ντροπής, όπως ο θυμός, ο φθόνος ή η μετάθεση είναι κατά βάση αποξενωτικοί και εκφράζονται μέσω σύγκρουσης ή αποφυγής (Zaslav, 1998).
Για τον ναρκισσιστή, οι σχέσεις χαρακτηρίζονται από την ανάγκη επιβεβαίωσης. Οι ναρκισσιστές τείνουν να αναζητούν άτομα που θα τους παρέχουν προσοχή και θαυμασμό. Ως εκ τούτου, ο άλλος γονέας μπορεί να έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να θρέφει αυτή την ανάγκη επιβεβαίωσης με κολακείες, ενώ παράλληλα προστατεύει τον εαυτό του επινοώντας δικαιολογίες για την ναρκισσιστική συμπεριφορά του/της συντρόφου. Τα μικρά παιδιά δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμα για αυτή την ανάγκη του ναρκισσιστή γονέα. Είναι αβοήθητα και απαιτητικά και οι ανάγκες τους μπορεί να βιώνονται ως εμπόδιο. Ακόμα χειρότερα, οι ανάγκες ενός παιδιού μπορεί να πυροδοτούν αντιπάθεια, υπενθυμίζοντας στον ναρκισσιστή γονέα αυτό που δεν κατάφερε να λάβει από την δική του/της παιδική ηλικία.
Παρατηρώντας την αλληλεπίδραση γονέα-παιδιού, αντιλαμβανόμαστε πόσο επιτυχώς έχει η εξέλιξη διαμορφώσει την έμφυτη προσοχή και το ενδιαφέρον μας για τις ανάγκες των παιδιών μας. Ο Bowlby (1969) έδωσε έμφαση στην κρίσιμη σημασία των πρώιμων εμπειριών με τους φροντιστές μας στη διαμόρφωση της μελλοντικής ικανότητας εγκαθίδρυσης σχέσεων και μιας σταθερής, θετικής αίσθησης εαυτού-«ασφαλής δεσμός». Φυσικά, η εξέλιξη δεν απαιτεί το αδύνατο. Η επαρκής ανατροφή των παιδιών δεν απαιτεί τον τέλειο συγχρονισμό με τις ανάγκες των παιδιών. Για την ακρίβεια, είναι μέσω των περιοδικών αποτυχιών και των επακόλουθων διορθώσεων που το παιδί αναπτύσσει εσωτερικούς συναισθηματικούς μηχανισμούς αυτορρύθμισης. Όμως, η μητρότητα και η πατρότητα απαιτούν ένα κίνητρο ενδιαφέροντος για τα παιδιά, τις ανάγκες και τις αντιδράσεις τους.
Ο ναρκισσιστικός γονέας παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά, ασύμβατα με τα ασφαλή σενάρια δεσμού: αρχικά, υπάρχει μια έλλειψη κινήτρου ή ενδιαφέροντος να εμμείνει στις ανάγκες του παιδιού. Γιατί εξ ορισμού οι ναρκισσιστές επιζητούν προσοχή, δεν δίνουν. Επιπροσθέτως, ένας ναρκισσιστής γονέας δε διαθέτει την ενσυναίσθηση και την απαραίτητη δεκτικότητα για την κατανόηση των αναγκών του παιδιού του. Το αποτέλεσμα θα είναι αδιαφορία αναμιγμένη με άγχος για την αίσθηση ανεπάρκειας. Αυτό το άγχος αργά ή γρήγορα θα προβληθεί στο παιδί, το οποίο θα γίνει αντιληπτό ως υπερβολικά απαιτητικό, δύσκολο και αχάριστο. Για το παιδί, οι συνεπαγόμενες ανεπαρκείς εμπειρίες δεσμού στα πρώτα χρόνια της ζωής του μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη των μηχανισμών αυτορρύθμισης.
Ο ανασφαλής δεσμός (π.χ. ο αποφευκτικός ή αποδιοργανωμένος) μπορεί από μόνος του να προδιαθέτει το άτομο με κάποιες από τις αρνητικές συνέπειες που σχετίζονται με την παραμέληση, έτσι όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Ωστόσο, από την κλινική μου εμπειρία, οι ψυχολόγοι συχνά βρίσκουμε σταθερότερες και ισχυρότερες επιδράσεις σε ένα παιδί που έχει εκτεθεί σε ένα περιβάλλον που περιέχει ναρκισσιστικά δυναμικά. Το αναπτυσσόμενο παιδί θα καταλάβει σταδιακά ότι ο ναρκισσιστικά οργανωμένος ψυχισμός της οικογένειας ούτε θα κατανοήσει, αλλά ούτε και θα παραδεχτεί τη φανερή ασυνέπεια των αντιλήψεων και αντιδράσεων του με την αποδεκτή γονική αφήγηση. Η Linehan (1993) έχει αναφερθεί σε αυτή την περίπτωση, κατά την οποία οι εμπειρίες και τα συναισθήματα του παιδιού προσδιορίζονται ως λανθασμένα ή εκτός ορίων, σαν ένα «συναισθηματικά ακυρωτικό περιβάλλον».
Τα αρνητικά αποτελέσματα της ανατροφής μέσα σε ένα συναισθηματικά ακυρωτικό, ναρκισσιστικό οικογενειακό περιβάλλον είναι αναρίθμητα, ανάλογα με τη βιολογία, το αποτέλεσμα στον τύπο δεσμού, το φύλο και ορισμένες αναπτυξιακές εμπειρίες. Η συμπεριφορά ενός ναρκισσιστή γονέα μπορεί να ποικίλλει από υπερβολική παραμέληση και έλλειψη ενδιαφέροντος μέχρι διεισδυτικές προσπάθειες ελέγχου και συγχρονισμού με τις ανάγκες του. Ένα παράδειγμα του τελευταίου είναι το «φόρτωμα» των φόβων και των αντιπαθειών του γονέα στο παιδί. Αυτή η ακύρωση θα συνεχιστεί μέχρι και στην ενήλικη ζωή. Οι επιτυχίες του ενηλικιωμένου πια παιδιού θα αγνοηθούν ή θα υποτιμηθούν.
Από την κλινική μου εμπειρία, όταν ενήλικες από ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία, έχουν συνήθως προβλήματα με την αυτό- εικόνα τους. Δεν νιώθουν μια ολοκληρωμένη αίσθηση εαυτού και πιστεύουν ότι δεν αξίζουν. Αυτά συνυπάρχουν με εξαιρετικά φορτισμένα και αμφιθυμικά συναισθήματα προς τους γονείς. Ο αγώνας αυτών των ατόμων εστιάζεται κυρίως στο να βρουν και να διατηρήσουν ένα επίπεδο αυτοεκτίμησης και αξίας.
Αν επιζητάτε την επούλωση από την παραμέληση και το τραύμα που προέκυψε από την ανατροφή σας μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το πρώτο βήμα είναι η εξερεύνηση της πραγματικής σας αναπτυξιακής ιστορίας.
Είναι σημαντικό να σημειώσω ότι ακόμα και αν οι γονείς σας ζουν και είναι σχετικά μικροί σε ηλικία, δεν θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμοι ως προς αυτό. Λόγω του ναρκισσιστικού περιβάλλοντος, θα έχουν σίγουρα μια αρκετά διαστρεβλωμένη εικόνα των γεγονότων, ακόμα και αν τα θυμούνται. Ως εκ τούτου, εδώ είναι κρίσιμης σημασίας η στήριξη ενός ικανού, έμπειρου ψυχοθεραπευτή, καθώς εσείς θα βουτάτε βαθιά στην πραγματική ιστορία της τραυματικής σας παιδικής ηλικίας.
Και είναι απαραίτητο για εσάς να εγκαταλείψετε κάθε προσδοκία ότι οι γονείς σας θα αναγνωρίσουν το λάθος τους ή θα αλλάξουν τη συμπεριφορά τους. Εξαιτίας της ανάγκης τους να διαστρεβλώνουν κάθε αλήθεια που δεν τους συμφέρει, η δική τους εκδοχή των γεγονότων θα είναι δραματικά διαφορετική από τη δική σας. Αλλά η θεραπεία θα σας βοηθήσει, καθώς θα αρχίζετε να αμφισβητείτε εκείνη την εσωτερικευμένη ακύρωση από τον ναρκισσιστή γονέα και να λύνετε τα προβλήματα που προέκυψαν από την παιδική σας παραμέληση. Η ψυχοθεραπεία αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύτιμη στην επίλυση τέτοιων εσωτερικών συγκρούσεων και τραυμάτων. Με αυτό τον τρόπο, θα γίνετε ένας διαθέσιμος και τρυφερός γονιός, πρότυπο για τα δικά σας παιδιά.
Πηγή