Η μακροβιότητα της χελώνας ενισχύεται από τον αργό ρυθμό αναπαραγωγής της. Οι γιγάντιες χελώνες είναι πελώρια, ψυχρόαιμα φυτοφάγα, με βραδύ μεταβολισμό. Χρειάζονται τουλάχιστον τριάντα χρόνια για να ωριμάσουν αναπαραγωγικά, και μολονότι ως ενήλικες έχουν ελάχιστους εχθρούς, τα μικρά τους δεν είναι τόσο τυχερά. Ακόμα και η απομόνωση ενός νησιού δεν προσφέρει απόλυτη ασφάλεια: μόνο ένα στα δέκα αυγά φτάνει μέχρι την εφηβεία. Έτσι, μια μακρόχρονη ζωή εξασφαλίζει περισσότερες πιθανότητες διαιώνισης του είδους.
Οι ρίζες της γιγάντιας χελώνας φτάνουν 50 εκατομμύρια χρόνια πίσω, στην εποχή που οι πρώτες χελώνες σύρθηκαν στην ξηρά, εκμεταλλευόμενες το κενό που άφησαν πίσω τους οι μεγάλοι φυτοφάγοι δεινόσαυροι. Στη συνέχεια, όπως φαίνεται, άρχισαν να μεγαλώνουν σε μέγεθος.
Ένα είδος γιγάντιας χελώνας, η Colossochelys atlas, η οποία έφτανε σε μέγεθος ένα μικρό αυτοκίνητο, είχε εξαπλωθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, ακόμα και στην Ανταρκτική. Η αλλαγή του κλίματος όμως προς το ψυχρότερο, σε συνδυασμό με την ανθρώπινη εφευρετικότητα, τις έφερε στο χείλος της καταστροφής (καθώς μπορεί τo καβούκι τους να συνιστά μια πρώτης τάξεως ασπίδα απέναντι σε νύχια και σε δόντια, γίνεται όμως και μια πρώτης τάξεως κατσαρόλα πάνω από τη φωτιά). Το 1750, τη χρονιά που ο Αντβαίτια ξεπρόβαλε από το αυγό του ανοιγοκλείνοντας τα ματάκια του, οι ηπειρωτικές γιγάντιες χελώνες είχαν προ πολλού εκλείψει, υπήρχαν όμως 250 είδη που «χουζούρευαν» ξένοιαστα στα ελεύθερα από θηρευτές νησιά τους. Σήμερα έχουν απομείνει μόλις δώδεκα είδη, από τα οποία όλα, εκτός από ένα, απειλούνται με εξαφάνιση.
Τα κεφάλια των γιγάντιων χελωνών μεγάλωσαν σταδιακά τόσο πολύ ώστε δεν χωρούσαν πια στο καβούκι τους – έχοντας ζήσει τόσο καιρό χωρίς εχθρούς, ακόμα και αυτή η ασπίδα προστασίας τις εγκατέλειψε τελικά. Κατά κακή τους τύχη δε, ήταν και πεντανόστιμες. Αν και ο Δαρβίνος -οι θεωρίες του οποίου περί φυσικής επιλογής χρωστούν τόσο πολλά στα βιολογικά είδη που συνάντησε στα νησιά Γκαλάπαγκος-τις χαρακτήρισε «αδιάφορες» σε γεύση, οι περισσότερες πρώιμες μαρτυρίες είναι μάλλον ενθουσιώδεις.
Μια γιγάντια χελώνα έφτανε για να θρέφει ένα καράβι άντρες, ενώ τόσο το κρέας όσο και το λίπος της ήταν απολύτως εύπεπτα, το συκώτι της «σκέτο λουκούμι», και τα κόκαλά της γεμάτα με θεσπέσιο μεδούλι. Και τι να πει κανείς για τα αυγά της; Τα καλύτερα στον κόσμο.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ανθεκτικότητα των χελωνών προσέφερε στους ναυτικούς την πολύτιμη δυνατότητα να τις φορτώνουν στα πλοία ζωντανές όπου μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς τροφή και νερό για έξι μήνες τουλάχιστον. Στοιβαγμένες ανάποδα, ανήμπορες, οι χελώνες θανατώνονταν και καταναλώνονταν όταν, και σε όποιον αριθμό, ήταν απαραίτητο. Και το καλύτερο; Καθώς μπορούσαν να αποθηκεύουν ολόκληρα λίτρα νερό σε μια ειδική κύστη τους, σφάζοντας τες με προσοχή, οι ναυτικοί εξασφάλιζαν επίσης δροσερό και απόλυτα πόσιμο νερό.
Όπως ήταν αναμενόμενο, χρειάστηκε να περάσουν 300 ολόκληρα χρόνια από τη στιγμή που ανακαλύφθηκαν για να αποκτήσουν οι γιγάντιες χελώνες τη δική τους επιστημονική ονομασία: όλα τα δείγματα κατέληγαν στην κατσαρόλα και δεν προλάβαιναν να φτάσουν στα χέρια των επιστημόνων. Το χειρότερο είναι ότι η εκτεταμένη εμπορική φαλαινοθηρία του 19ου αιώνα κατέστη δυνατή μόνο και μόνο γιατί οι γιγάντιες χελώνες επέτρεπαν στα πλοία να παραμένουν στη θάλασσα για εβδομάδες ολόκληρες. Το ημερολόγιο ενός πλοίου μιλά για ομάδες «μαζικής περισυλλογής χελώνας», οι οποίες μπορούσαν να φορτώσουν, σε ένα πλοίο, 14 τόνους χελώνες ζωντανές μέσα σε τέσσερις μέρες.
Αν έχει απομείνει ένα ψήγμα ελπίδας, αυτό αφορά τους απογόνους του Αντβάιτια. Το 1875, ο κυβερνήτης του Μαυρίκιου, μετά από παρότρυνση του Άλμπερτ Γκάντερ του Βρετανικού Μουσείου, ανακήρυξε την Geochelone gigantea προστατευόμενο είδος, το πρώτο στην ιστορία. Σήμερα, υπάρχουν 152.000 χελώνες της Αλντάμπρας -το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού γιγάντιας χελώνας- που ζουν ξένοιαστα αποκομμένες από τη μόνη σοβαρή για αυτές απειλή: εμάς.
“Το βιβλίο της ολικής άγνοιας για τον κόσμο των ζώων” – Τζον Λόυντ και Τζον Μίτσινσον