Στο πλαίσιο μιας παλιότερης έρευνας που έγινε για τις επιπτώσεις της ιγμορίτιδας (sinusitis) στον οργανισμό, ερευνητές από το Vanderbilt University Medical Center βρήκαν ότι μπορεί να εξελιχθεί σε χρόνια κόπωση.
Στην έρευνα συμμετείχαν 297 ασθενείς που έπασχαν από ανεξήγητη χρόνια κούραση και μετά από αναλυτικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν διαπιστώθηκε ότι είχαν 9 φορές περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από ιγμορίτιδα σε σύγκριση με αυτούς που ένιωθαν ξεκούραστοι.
Επίσης, οι ασθενείς, που είχαν έναν ανεξήγητο σωματικό πόνο (πονοκέφαλο και αίσθημα βάρους στο πρόσωπο), είχαν 6 φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν συμπτώματα ιγμορίτιδας σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν είχαν πόνο.
Η ιγμορίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί με οξεία μορφή ή να εξελιχθεί σε χρόνια ενώ, παρουσιάζει πολύ συχνά υποτροπές. Είναι πιο διαδεδομένη στις γυναίκες.
Όπως φάνηκε από την έρευνα, η ιγμορίτιδα μπορεί να είναι η αιτία χρόνιας κούρασης και διάχυτου σωματικού πόνου. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο οι ασθενείς με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης να εξετάζονται για ιγμορίτιδα.
Η εγχείριση για ιγμορίτιδα βοηθάει
To σύνδρομο χρόνιας κόπωσης που αναφέρεται επίσης ως μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, επηρεάζει 836.000 – 2,5 εκατομμύρια Αμερικανούς. Η ασθένεια προκαλεί μια ποικιλία συμπτωμάτων – γνωστική δυσλειτουργία, κόπωση, πόνος και διαταραχές του ύπνου – και έχει μια βαθιά διασπαστική επίδραση στις ζωές εκείνων που το αναπτύσσουν.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από χρόνια κούραση αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την ολοκλήρωση των εργασιών ρουτίνας, και ορισμένοι έχουν περιοριστεί στο σπίτι ή το κρεβάτι τους, λόγω των επιπτώσεων της κατάστασής τους.
Άλλες μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς που ανέφεραν χρόνια κόπωση πριν από επέμβαση για ιγμορίτιδα, στη συνέχεια επανήλθαν στα φυσιολογικά επίπεδα περίπου ένα χρόνο αργότερα.
Αυτό το συμπέρασμα προέκυψε από μια μετα-ανάλυση που εξέτασε 28 δημοσιευμένες μελέτες συνολικά 3.427 ασθενών οι οποίοι έκαναν ενδοσκοπική χειρουργική των ρινικών κόλπων για την αφαίρεση “μπλοκαρισμάτων”. Επικεφαλής της μετα-ανάλυσης η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Laryngoscope ήταν ο δρ Neil Bhattacharyya του Brigham and Women’s Hospital.
Πηγή