Οι γαλλικές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές έδωσαν νέα ελπίδα στο ευρωπαϊκό σχέδιο ενοποίησης, εγείροντας την προοπτική μίας...
βαθύτερης γαλλο-γερμανικής συνεργασίας. Και όμως, ορισμένες μορφές συνεργασίας, όχι μόνο τα συστήματα κοινής ευθύνης, θα ήταν λάθος. Οσο οι χώρες-μέλη έχουν εθνική κυριαρχία στον τρόπο διαμόρφωσης της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής, η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στο να καταστήσουν την ίδια την Ευρωζώνη πιο ανθεκτική.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν άρχισε να προωθεί άκρως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη και είναι σημαντικό να επιτύχει σε αυτή την προσπάθεια. Η Γαλλία υποφέρει από υψηλή διαρθρωτική ανεργία και χαμηλή δυναμική ανάπτυξης, ενώ τα δημοσιονομικά της δεν είναι βιώσιμα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. H βελτίωση της κατάστασής της θα απαιτήσει μεταρρυθμίσεις μαζί με βαθιές μειώσεις στα ελλείμματα του δημόσιου τομέα.
Από την πλευρά της Γαλλίας, δεν υπάρχει καλύτερη χρονική συγκυρία από τη σημερινή για να εφαρμόσει οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Παρότι η Ευρωζώνη εμφανίζει σημάδια σταθερής οικονομικής ανάκαμψης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δέχεται αυξανόμενες πιέσεις να «μαζέψει» την υπερβολικά επεκτατική νομισματική πολιτική της. Όμως, η κυβέρνηση του κ. Μακρόν δεν έχει χρόνο για χάσιμο, ειδικά εάν λάβει κάποιος υπόψη ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα χρειαστούν χρόνο για να αποφέρουν αποτελέσματα και οι επόμενες εκλογές είναι πάντα ένας αστάθμητος παράγοντας.
Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Γαλλία είναι περισσότερα κοινά προγράμματα επενδύσεων, όπως κάποιοι έχουν προτείνει. Η ανάπτυξη της οικονομίας χρειάζεται όχι μόνο κεφαλαιουχικές επενδύσεις, αλλά και ένα επιχειρηματικό περιβάλλον όπου η καινοτομία ενθαρρύνεται και ανταμείβεται. Και δεν θα ήταν καλό για τη Γαλλία να στηρίζεται σε άλλες χώρες-μέλη για επενδύσεις. Πώς μπορεί η Γαλλία να ισχυρίζεται ότι έχει αποκαταστήσει το παλαιό μεγαλείο της, εάν ζητεί βοήθεια από τη Γερμανία;
Πέρα από την εφαρμογή εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, η Γαλλία μπορεί ακόμη να συνεργαστεί με τη Γερμανία για να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα για να στηρίξει την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Καθώς όμως οι δύο χώρες ζητούν τομείς όπου να μπορούν να συνεργαστούν, θα πρέπει να είναι προσεκτικές στο να αποφύγουν πολιτικές που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της Ευρωζώνης.
Δυστυχώς, κάποιες από τις προτάσεις που συζητήθηκαν πρόσφατα θα μπορούσαν να κάνουν αυτό ακριβώς. Για παράδειγμα, η καθιέρωση ενός κοινού προϋπολογισμού σε επίπεδο Ευρωζώνης ή ενός καθεστώτος ασφάλισης ανέργων, σε αυτό το στάδιο, θα έβαζε τους σπόρους για μελλοντικές διενέξεις. Είναι αδιανόητο για τους εθνικούς διαμορφωτές πολιτικής, που προσπαθούν να προωθήσουν τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας τους, να εμποδίσουν αυτού του είδους τις συμφωνίες να μετατραπούν σε μόνιμα ασύμμετρα συστήματα μεταβιβάσεων.
Για να αποφευχθούν διενέξεις, που το μόνο που θα έκαναν θα ήταν να δηλητηριάσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο, οιαδήποτε θεσμική μεταρρύθμιση που προτείνεται στο όνομα της γαλλο-γερμανικής συνεργασίας θα πρέπει να περάσει ένα αυστηρό τεστ βιωσιμότητας. Οι Ευρωπαίοι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι υπάρχει μαθηματική αναλογία ανάμεσα στη δύναμη λήψης αποφάσεων και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη λήψη των όποιων αποφάσεων. Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι οι χώρες-μέλη δεν θα μεταφέρουν το κόστος των επιλογών τους σε άλλες χώρες-μέλη δοθείσης της ευκαιρίας.
Πέραν τούτου, υπάρχουν αρκετοί άλλοι τομείς, όπου η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους και να δώσουν νέα κεκτημένη ταχύτητα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Για να καθορίσουν πού ακριβώς θα πρέπει να εστιάσουν τις προσπάθειές τους, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας θα πρέπει να διατηρήσουν κατά νου τρεις σχετικές αρχές. Πρώτον, η όποια κοινή προσπάθεια θα πρέπει να σέβεται τη διαφορετικότητα. Η κεντρική ισχύς του ευρωπαϊκού σχεδίου είναι ότι ενώνει τις χώρες-μέλη για να εξασφαλίσουν ειρήνη και ευημερία. Όμως, αυτό απαιτεί ένα πλούσιο υπόβαθρο σε ιδέες και όχι μία, μόνο, ενιαία προσέγγιση.
Η δεύτερη αρχή είναι αυτή της επικουρικότητας, η οποία προβλέπει ότι το σύστημα λήψης αποφάσεων θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αποκεντρωμένο. Aυτό διασφαλίζει ότι οι τοπικές και περιφερειακές επιλογές θα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με τον αντίκτυπο που έχουν η ευρύτερη εναρμόνιση της Ευρωζώνης και οι οικονομίες κλίμακος.
Η τελευταία αρχή είναι η συμμόρφωση, ώστε να εξασφαλίζει ότι αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις είναι υπόλογοι για τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους. Αυτό σημαίνει ότι όσο το ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα επιμένει να διατηρεί την εθνική κυριαρχία σε θέματα διαμόρφωσης της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής, η κοινή ευθύνη θα αποτελεί ένα όνειρο απατηλό.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αρχές, η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβουν κοινή δράση για μία σειρά από ζητήματα, όπως κλιματική αλλαγή, μεταναστευτική κρίση και αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Οι συντονισμένες προσπάθειες σε αυτά τα μέτωπα θα πρέπει να δώσουν νέα πνοή στη διαδικασία της ενοποίησης και να συμβάλουν στη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και ευημερία της Ευρώπης.
Στο μέτωπο της οικονομικής πολιτικής, η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να αναζητήσουν τρόπους για την ενδυνάμωση της Ευρωζώνης και την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Το προνόμιο που χαίρει το κρατικό χρέος με βάση τους σημερινούς τραπεζικούς κανονισμούς θα πρέπει να περιοριστεί και μία ανεξάρτητη τραπεζική ρυθμιστική αρχή, ξεχωριστή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), θα πρέπει να συσταθεί εντός της Ευρωζώνης. Πέραν τούτου, είναι καιρός να αρχίσει να διαμορφώνεται σταδιακά ένα βιώσιμο σχέδιο χρεοκοπιών κρατών για την Ευρωζώνη.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να εφαρμοστούν ταυτόχρονα με εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στην ίδια τη Γαλλία. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να μείνουν πίσω κάποιες άλλες προτάσεις, όπως τα σχέδια κοινής ευθύνης. Για να αποφευχθεί αυτό, οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να αναζητήσουν τις ρίζες της χαμηλής δυναμικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, γεγονός που δεν οφείλεται σε ανεπαρκή αλληλεγγύη αλλά σε μη ανάληψη της εθνικής ευθύνης από κάθε χώρα-μέλος. Και αντί να προσφέρει ένα φάρμακο για τα προβλήματα αυτά, η κοινή ευθύνη θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Oι υποστηρικτές πιστεύουν ότι περισσότερη κοινή ευθύνη θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για ατομική ευθύνη. Αυτό όμως αποτελεί αυταπάτη. Όταν τεθεί σε ισχύ, ένα σχέδιο κοινής ευθύνης θα περιόριζε τις πρωτοβουλίες για προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Και για τους Γερμανούς ψηφοφόρους, τίποτε δεν θα υπονόμευε περισσότερο την υποστήριξη για το ευρωπαϊκό σχέδιο παρά μία ακόμη σειρά απατηλών υποσχέσεων.
Πηγή