Ο Δάσκαλός μας
Από το μνημόσυνο αυτό τού Τραυλαντώνη*, πού είναι η ανάμνηση των αρετών του, μα είναι...
και θρήνος, δε θάταν δίκαιο να λείψη η φωνή των μαθητών του.
Κοντά στην κρίση εκείνων πού γνώρισαν το γραφτό του έργο, κοντά στα λόγια εκείνων πού γνώρισαν ώριμοι τον ώριμον άνθρωπο, πώς να μη σταθή και η μαρτυρία η δική μας, πού τον γνωρίσαμε τη δροσερή ώρα τής αυγής μας, τότε πού η νέα ψυχή είν' έτοιμη ζωηρά να αντιλαλήση σέ κάθε ερεθισμό ξένης ψυχής, πώς να μην πούμ’ εμείς ότι μέσα στο όλο του έργο πρέπει να λογαριαστή, σαν έργο του κι ‘αυτό, κάτι από το καλύτερο τής σημερινής μας ψυχής;
Όταν ξαναφέρνω στη θύμηση το δάσκαλό μου, δύο αισθήματα ανεβαίνουν μέσα μου: η «ευσέβεια», όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, και η αγάπη. Χαρά στο δάσκαλο πού προκαλεί τέτοια αισθήματα στο μάκρος τού χρόνου, χαρά στον τόπο πού έχει τέτοιους δασκάλους, και αλλιά από κείνον πού δεν τούς στυλώνει στη μνήμη των παιδιών του για υποδείγματα. Οι πρόγονοι τούς έκαναν «ήρωες». ' ·
Και τώρα, όταν σταθώ κάπως να αναλύσω την αίτια των αισθημάτων εκείνων, τη βρίσκω στο «ήθος» τού δασκάλου μας, πού έβγαινε, όπως θα λέγαμε πιο σοφά, από την ποιότητα του ψυχισμού του.
Ο δάσκαλός μας ήταν απλός και καλός. Τα μεγάλα του μάτια είχαν την έκφραση τής πραότητας. Δεν τον θυμάται κανείς μας θυμωμένο. Όταν ήταν δυσαρεστημένος μ' εμάς, γινόταν απλώς σοβαρός. Ήταν ή μόνη του αυστηρότητα. Κι’ αυτό αρκούσε. Ποτέ δεν τον θυμόμαστε ν’ απειλήση, ή έστω να υψώσει τη φωνή. Κι όμως ποτέ κανείς μας δεν ατάκτησε στο μάθημά του και δεν ασέβησε απέναντί του.
Τι ήταν εκείνο πού μάς εμπόδιζε να τον πειράξουμε, να τού θορυβήσουμε, να τον ειρωνευθούμε, όπως κάναμε σ’ άλλους δασκάλους μας, αυστηρούς ωστόσο και φωνακλάδες; Κάτι το ανώτερο πού αισθανόμαστε σ’ αυτόν, και πού μάς έκανε αβίαστα κ’ εμάς καλύτερους.
Μας δίδασκε Ελληνικά και ιστορία. Όσο για τα Ελληνικά, ήταν η πρώτη φορά πού μάς φάνηκαν «δικά μας», κι’ όσο για την ιστορία (την αρχαία), έγινε για μάς μια αληθινή ευχαρίστηση. Ο δάσκαλος μάς τη διηγόταν σέ δημοτική γλώσσα, τόσο άπλα, τόσο φυσικά, πού την εζούσαμε. Κι’ όταν τελείωνε, μάς φαίνονταν, ότι ξαναπέφταμε, αιφνίδια, στο σήμερα. Αναπολώντας τούτα, καταλαβαίνω γιατί ήταν καλός διηγηματογράφος. Τού άρεσε να διηγείται, και διηγόταν ήρεμα, χωρίς πάθος, αλλά πολύ ζωντανά, γιατί εζούσε όσα διηγόταν. Καί τώρα θυμάμαι κάτι πού μού είπε μερικούς μήνες πριν από το θάνατό του, όταν η υγεία του είχε καλυτερέψει τόσο, πού χαιρόμουνα την ίασή του. Έγραψε τότε ένα μυθιστόρημα πού ξετυλίγονταν στους Ελληνιστικούς χρόνους, και μού έλεγε:
«Στη μοναξιά μου αυτή, ζώ ώρες ευτυχισμένες. Περνάει ο καιρός χωρίς να το καταλαβαίνω, κι’ έχω κόσμο κοντά μου. Έρχονται , και μού κρατούνε συντροφιά ο Πτολεμαίος, ό Σέλευκος, οι φίλοι τους και τόσοι άλλοι».
Αυτή ακριβώς η ικανότητα πού είχε, να ζή έντονα την ιστορία, — αφού όμως την είχε πρώτα τόσο μελετήσει, — πού εξηγεί τα λογοτεχνικό του έργο, εξηγεί και τη διδακτική του «αρετή». θυμάμαι ακόμα τη διήγηση πού μάς έκανε τής ναυμαχίας τής Σαλαμίνας. Τόσο την έζησα τότε, πού αυτόματα τον διέκοψα με μια παραβολή με τούς σημερινούς στόλους, πού πολύ τού άρεσε, όπως μού έλεγε έπειτα. Μάς έμαθε πολλά μ’ αυτό του τον τρόπο, αλλά μάς έμαθε προπάντων κάτι άλλο: ν’ αγαπάμε. Γιατί αγαπούσε, και είχε ανάγκη ν’ αγαπάει τούς άλλους, θυμάμαι ζωηρά με πόση αγάπη μού μίλησε για τον πατριώτη του τον Μαλακάση, πού ήρθε να σβύση κι’ εκείνος κάτω από την ίδια στέγη του «Ευαγγελισμού» .
Η ανθρώπινη κακία δεν τον άλλαξε. Την αντιμετώπισε με μια γαλήνια εγκαρτέρηση και μια επιεική ειρωνεία. Όταν όμως ή μεγαλύτερη έκφραση τής ανθρώπινης κακίας, ο πόλεμος, τού σκότωσε την πιο αγαπημένη του ύπαρξη' το Σταμάτη του, η φιλοσοφία υποχώρησε και ο θρήνος ξέσπασε θολώνοντας το άκακό του βλέμμα. Ό πόλεμος τον σκότωσε κι’ αυτόν. Αφού ήταν γραμμένο ό μαθητής του να λάβη την πικρή ικανοποίηση να είναι και γιατρός του έχει το καθήκον να το πή εδώ. 'Ο πόλεμος τον σκότωσε, γιατί χωρίς τις στερήσεις τού πολέμου, χρόνια ακόμα αρκετά θα μπορούσε να μάς χαρίζη το άρωμα τής αρχαιόπρεπης, της αγνής και τρυφερής ρουμελιώτικης ψυχής του, πού εμάς τούς μαθητές του μάς είχε μεγέψει στην ψυχική μας χαραυγή.
Ι.Σ. ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ. 1943
Περιοδικό Νέα Εστία – Τεύχος αφιερωμένο στον Τραυλαντώνη (1943)
* Τραυλαντώνης, Αντώνης (1867-1943).
Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Στα μαθητολόγια του γυμνασίου τον συναντούμε ως Χρυσικόπουλο. Με το αυτό όνομα και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Στρατολογική Υπηρεσία όμως, φέρεται εγγεγραμμένος ως Τραυλαντώνης και αυτό το όνομα διατηρεί στη συνέχεια. Έφτασε μέχρι το βαθμό του εκπαιδευτικού συμβούλου. Με τη διδακτική πείρα που διέθετε προσπαθεί να αναμορφώσει τα "Νεοελληνικά Αναγνωστικά". Διετέλεσε πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου μέχρι το 1926. Συγγράφει στη δημοτική γλώσσα. Έγραψε διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Τα σημαντικότερά του έργα είναι: "Λεηλασία μιας ζωής", "Η εξαδέλφη", "Ηλιοστάλαχτη", "Απολογία μισανθρώπου και άλλα διηγήματα", "Η διετής θητεία", "Η Κρουσταλλένια και άλλα διηγήματα" κ.ά.
Πηγή