Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, υπό τη σκιά των δραματικών εξελίξεων και συνεχιζόμενων συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Οι εξελίξεις αυτές διαμορφώνουν το γεωπολιτικό σκηνικό τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο, επιφέρουν μεγάλες και σοβαρές ανακατατάξεις στους τοπικούς πληθυσμούς, μειονότητες, και θρησκευτικές ομάδες με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα ρευστό και απρόβλεπτο περιβάλλον για την περιοχή και τον κόσμο.
Είναι, επομένως, έντονη η ανησυχία μας και ο προβληματισμός μας για την κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται τα τελευταία δέκα χρόνια από τη Συρία μέχρι το Ιράκ και από την Αίγυπτο μέχρι το Ιράν.
Παράλληλα, όμως, είναι ιδιαίτερη η ικανοποίησή μας καθώς ευρισκόμαστε, σήμερα, ανάμεσα σε αγαπητούς εν Χριστώ Αδελφούς, σε σεβαστούς Θρησκευτικούς Ηγέτες, Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους, σε εκλεκτούς Εκπροσώπους άλλων Θρησκειών, σε διακεκριμένους Εκπροσώπους της διεθνούς πολιτικής, πολιτιστικής και Ακαδημαϊκής κοινότητας, προκειμένου να έχουμε τη δυνατότητα για ένα περιεκτικό και σφαιρικό διάλογο για την κρίση που βιώνουν σε όλα τα επίπεδα οι πληθυσμοί των περιοχών της Μέσης Ανατολής.
Θέλουμε να πιστεύουμε, ακράδαντα, ότι μέσα από τη Διεθνή αυτή Διάσκεψη, τις εισηγήσεις και τους εποικοδομητικούς διαλόγους που θ’ ακολουθήσουν, θα τεθούν οι βάσεις για τον σεβασμό των πανανθρώπινων αξιών της ζωής και ιδιαίτερα του ανθρώπινου προσώπου, του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού με τελικό στόχο την ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη των λαών, οι οποίοι έχουν διαφορετικό θρήσκευμα στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική.
Επιθυμώ από κέντρου καρδίας, να συγχαρώ θερμά τον Υπουργό των Εξωτερικών και αγαπητό μου φίλο κ. Νίκο Κοτζιά για την αναληφθείσα πρωτοβουλία του να συγκαλέσει για δεύτερη φορά τη Διεθνή αυτή Διάσκεψη.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη συνέχεια και τη συνέπεια του κ. Κοτζιά σε μια ιστορικής σημασίας προσπάθεια και όλοι μας προσδοκούμε να αποτελέσει ιστορικό σταθμό και ταυτόχρονα αφετηρία, για μια ειρηνική και δημιουργική πορεία στις σχέσεις των λαών της Μέσης Ανατολής.
Η Ελλάδα, ως η χώρα που γέννησε από την αρχαιότητα τις πανανθρώπινες ιδέες και οραματισμούς της ζωής για την ειρήνη, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, θα πρέπει να διαμορφώσει μια πολυδιάστατη και πολυεπίπεδη πολιτική, προκειμένου να διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό και μεσολαβητικό ρόλο για την ειρηνική επίλυση των πολεμικών διενέξεων, αξιοποιούσα τους άριστους δεσμούς, που διατηρεί με όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Με αυτό τον τρόπο θα μπορεί να συμβάλει σε μια θετική και δημιουργική θεώρηση όλων των διαστάσεων και πτυχών των κρισίμων ζητημάτων και στην επεξεργασία των προσφορότερων τρόπων προστασίας των δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών των διαφόρων θρησκευτικών και πολιτιστικών κοινοτήτων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, με γνώμονα την προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης, σε συνθήκες αξιοπρέπειας και αμοιβαίας κατανόησης.
Έντιμε κ. Υπουργέ,
Μακαριώτατοι,
Εκλεκτοί Εκπρόσωποι των άλλων θρησκειών,
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η παρούσα κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται από τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων, που ακολούθησαν την έκρηξη της «Αραβικής άνοιξης», στην Αίγυπτο, του εμφύλιου πολέμου στη Συρία και της ανατροπής του καθεστώτος Σάνταμ Χουσέϊν στο Ιράκ∙ μετά και την επέμβαση των Αμερικανών το 2003 και την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους, συντέλεσαν στην τραγική έξοδο του χριστιανισμού από το ιστορικό του λίκνο, τη Μέση Ανατολή.
Το ότι ο χριστιανισμός μάχεται για επιβίωση στις αρχαίες του κοιτίδες δεν αποτελεί απλά μια διαπίστωση, αλλά μια οδυνηρή πραγματικότητα. Στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο χριστιανικός πληθυσμός της Μέσης Ανατολής έφθανε περίπου στο 20% του συνόλου.
Σήμερα, δυστυχώς, το ποσοστό αυτό ανέρχεται μόλις στο 5%. Εκτιμάται ότι έχουν απομείνει περίπου 13 εκατομμύρια χριστιανοί στην περιοχή και ο αριθμός αυτός ενδέχεται να μειωθεί περαιτέρω, εάν λάβουμε υπόψη τη συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση της Συρίας και τη έξαρση πράξεων βίας εναντίον των χριστιανών από ακραία ισλαμικά στοιχεία στην Αίγυπτο. Και οι δύο αυτές χώρες ιστορικά είχαν μεγάλους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Εκτιμάται, μάλιστα, ότι αν η μείωση των χριστιανών συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς ενδέχεται σε μια ή δυο γενιές να μην υπάρχει σημαντική χριστιανική παρουσία στη Μέση Ανατολή. Από τα 2 δισεκατομμύρια χριστιανούς στον κόσμο, μόνο το 1% συνεχίζει να παραμένει στη Μέση Ανατολή, και δεδομένων των εξελίξεων, αυτός ο αριθμός θα μειωθεί έτι περαιτέρω στα επόμενα χρόνια.
Η πατρίδα μας, η Κύπρος, υπήρξε ένας τόπος θρησκευτικού πλουραλισμού, αφού το 80% του πληθυσμού της αποτελούσαν Ελληνοκύπριοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, το 18% Τουρκοκύπριοι Μουσουλμάνοι και το υπόλοιπο 2% Αρμένιοι, Λατίνοι, και Μαρωνίτες.
Μέχρι το 1974, που έγινε η τουρκική εισβολή, όλοι ζούσαν ειρηνικά και αγαπημένα μεταξύ τους, στα ανάμεικτα χωριά και στις πόλεις τους, λατρεύοντας ο καθένας ελεύθερα τον δικό του Θεό.
Ουδέποτε υπήρξαν θρησκευτικές διαμάχες, συγκρούσεις και ταραχές. Και αυτό συνεχίζει να γίνεται και να ισχύει και σήμερα στο ελεύθερο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Λυπούμαστε, όμως, να παρατηρήσουμε ότι για σαράντα τρία χρόνια, στο τουρκοκατεχόμενο βόρειο τμήμα της νήσου μας οι θρησκευτικές ελευθερίες δεν τυγχάνουν καθόλου σεβασμού.
Αλλά και πέρα απ’ αυτό, τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, οι έποικοι και το εκεί παράνομο καθεστώς, το οποίο στηρίζεται από την Τουρκία, επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου βάναυση και σκληρή προσπάθεια καταστροφής και λεηλασίας των θρησκευτικών μας χώρων και μνημείων, των ναών και των μονών μας, των ιερών και των οσίων μας, ακόμη και των κοιμητηρίων μας∙ και γενικότερα, κάθε στοιχείου που μαρτυρεί την ύπαρξη και την παρουσία του χριστιανικού πληθυσμού στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Έφτασαν μέχρι το σημείο, να αλλάξουν ακόμη και τα ονόματα των κατεχομένων χωριών, των πόλεων και των τοπωνυμίων μας και να δώσουν σ’ αυτά νέα τουρκικά ονόματα. Οι ενέργειες αυτές αποτελούν βάναυση και βδελυκτή παραχάραξη της ιστορικής μας συνέχειας και του λαμπρού μας πολιτισμού.
Ως Εκκλησία της Κύπρου, γνωρίζουμε, ότι μόνο μέσα από τον ειλικρινή και έντιμο διάλογο με τους Τουρκοκύπριους, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας και να οικοδομήσουμε την εμπιστοσύνη μεταξύ μας.
Γι’ αυτό και έχουμε προωθήσει, προσωπικά, τον διάλογο με την τουρκοκυπριακή Θρησκευτική Ηγεσία, πράγμα που θα συνεχίσουμε να κάνουμε και στο μέλλον, για χάρη της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της αλληλοκατανόησης και της ευημερίας των λαών μας.
Μέσα στην κρισιμότητα των καιρών που διερχόμαστε, κατά τους οποίους όλοι μας γινόμαστε μάρτυρες πράξεων βίας, θρησκευτικού φανατισμού, μισαλλοδοξίας και θρησκευτικών διακρίσεων στην ευρύτερη περιοχή, η εδώ παρουσία όλων μας τονίζει και επιμαρτυρεί τη μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα, που έχει η Διεθνής αυτή Διάσκεψη.
Έχουμε την ισχυρή άποψη ότι επέστη η ώρα, να ενώσουμε όλοι μαζί τις δυνάμεις μας και να εργαστούμε συνειδητά προς επίλυση των πολλών και σοβαρών προβλημάτων, που υπάρχουν στην περιοχή μας, κυρίως δε προς επικράτηση της Ειρήνης, του ύψιστου αυτού αγαθού που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο.
Ως εκ τούτου, ως Θρησκευτικοί Ηγέτες, πρέπει να αφουγκραστούμε τα μηνύματα των λαών μας για Ελευθερία, Δημοκρατία και Δικαιοσύνη και να εργαστούμε συνειδητά και μεθοδικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Λαμβάνοντας, ως πνευματικοί Ηγέτες, μέρος σ’ αυτή τη Διεθνή Διάσκεψη, θα πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση ότι εκπροσωπούμε όλες εκείνες τις πνευματικές αξίες τής ζωής που κομίζουν τα μεγάλα μηνύματα της αγάπης, της ειρήνης, της δημιουργίας και της χαράς. Και έχουμε ύψιστο χρέος και αποστολή μας να μεταφέρουμε αυτά τα ουράνια μηνύματα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Έχουμε όλοι μας χρέος ιερό να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις, ώστε στη Μέση Ανατολή, ο υπάρχων, για αιώνες, θρησκευτικός και πολιτιστικός πλουραλισμός να συνεχίσει να λειτουργεί μέσα στα πλαίσια μιας αληθινής ειρήνης, η οποία ν’ αποβεί παράγοντας συνεργασίας, προόδου, ευημερίας και ευτυχίας των λαών αυτών.
Με αυτές τις σκέψεις χαιρετίζουμε τη Διεθνή αυτή Διάσκεψη και ευχόμαστε όπως τα πορίσματα αυτής συμβάλουν θετικά στον θρησκευτικό και πολιτιστικό πλουραλισμό και δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια ειρηνική και δημιουργική ζωή, χάριν των οποίων συνήλθαμε όλοι εδώ, με την ευγενική πρόσκληση τού Υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδας κυρίου Νίκου Κοτζιά, τον οποίο θερμώς συγχαίρουμε και και εγκαρδίως ευχαριστούμε.
Πηγή