- Είχε μια σπουδαία καριέρα, δεν ήταν φτωχή, ο σύζυγός της την υπεραγαπούσε και είχαν μια πανέμορφη κόρη που λάτρευε - Τι την έσπρωξε να κατακρεουργήσει τη 17χρονη Μαρίνα και να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες της;
Παραμονές Χριστουγέννων του 2016. Ενας ψηλός αδύνατος άνδρας, ο Γιώργος Χ., βγαίνει βιαστικά από το γραφείο του στο κέντρο της Αθήνας, εκεί όπου χρόνια τώρα απολαμβάνει με το αντίτιμο της σκληρής δουλειάς του τον τίτλο της απόλυτης αναγνώρισης.
Υψηλόβαθμο στέλεχος στον χώρο του τουρισμού σε μία από τις μεγαλύτερες ταξιδιωτικές εταιρείες της χώρας, με διεθνή εμπειρία και πάθος για τη δουλειά του, ο Γιώργος αγαπά να ταξιδεύει σε κάθε γωνιά της Γης. Το ίδιο και η σύζυγός του Ασπα, το ίδιο έχει μάθει να αγαπά και η μονάκριβη κόρη τους Μαρίνα. Αυτό θα κάνουν και αυτές τις γιορτές. Ενα ταξίδι στο μακρινό Ορλάντο, πετώντας μακριά από τη μιζέρια και τη θλίψη τής υπό κρίση εορταστικής Αθήνας. Η Ασπα είναι έτοιμη. Το ίδιο και η Μαρίνα. Η οικογένεια επιβιβάζεται στο αεροπλάνο πετώντας στους επτά ουρανούς και στην άλλη πλευρά του κόσμου. Η Ασπα χαμογελάει πλατιά. Κάθε φορά που ανεβαίνει σε αεροπλάνο το χαμόγελό της μεγαλώνει. Ο Γιώργος ξέρει το γιατί.
Η γυναίκα που όλα αυτά τα χρόνια στέκει δίπλα του ως σύζυγος και μητέρα του παιδιού τους είναι το ίδιο κορίτσι που από παιδί λάτρευε τους αιθέρες, καταφέρνοντας να τους κατακτήσει ως ιπτάμενη συνοδός της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Ηταν καλοκαίρι του 1988 όταν η Ασπα, ένα πανέμορφο πλάσμα, μια πραγματική κυρία που «έκανε άψογα τη δουλειά της χωρίς να αφήνει ποτέ πίσω της ίχνη και σχόλια», μπήκε στην Ολυμπιακή. Ηταν γύρω στο 2008 όταν έφυγε με μειωμένη σύνταξη για να αφοσιωθεί στο παιδί της. Δεν την ένοιαζε. Η δουλειά του συζύγου της τής έδινε άλλωστε αυτή τη μεγάλη άνεση, τη μεγάλη άνεση που κρατούσε πάντα ψηλά τα όποια όνειρά της. Ανάμεσα στα τελευταία και η δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας που η Ασπα κατάφερε να οικοδομήσει στο πλευρό του αξιοζήλευτου επαγγελματία και άριστου οικογενειάρχη Γιώργου Χ. που τη λάτρευε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο.
Η 17χρονη είχε όλο το μέλλον μπροστά της. Τα τελευταία της λόγια, όμως, ήταν «όχι, μαμά, μη!»
Τα χρόνια της απόλυτης ευτυχίας και ο κατήφορος της ψυχής
Στα πρώτα χρόνια της κοινής τους ζωής, ο Γιώργος και η Ασπα ζουν σε ένα υπέροχο διαμέρισμα των νοτίων προαστίων, ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο και μοιράζουν τα βράδια τους ανάμεσα σε καλούς φίλους και ακριβές εξόδους. Η ευτυχία τους σφραγίζεται ολοκληρωτικά και απόλυτα πριν από 17 χρόνια, όταν έρχεται στον κόσμο η πηγή της ζωής τους, η μοναχοκόρη τους Μαρίνα, την οποία βαφτίζει ο καλός τους φίλος, βουλευτής της Ν.Δ. Κωστής Χατζηδάκης. «Ηταν ένα υπέροχο ζευγάρι που όλοι στην παρέα αγαπούσαμε πολύ και θαυμάζαμε βαθιά», θυμάται σήμερα κάποιος φίλος τους από τα παλιά και συνεχίζει: «Ο Γιώργος είναι ένα πολύ σοβαρό και συγκροτημένο παιδί, που λάτρευε τη γυναίκα του και έδινε και τη ζωή του για την κόρη τους. Ενας πανέξυπνος άνδρας, προικισμένος με χιούμορ και ασύλληπτες δόσεις αισιοδοξίας.
Η Ασπα ήταν η γυναίκα της ζωής του. Σε κάθε του ταξίδι, γιατί ο Γιώργος ταξίδευε πολύ, της τηλεφωνούσε πολλές φορές μέσα στη μέρα και την είχε πάντα στο μυαλό του. Παρότι είχαν αρκετά χρόνια παντρεμένοι, εκείνος έδειχνε σαν να την είχε γνωρίσει μόλις χθες. Σαν να ήταν ο πρώτος έρωτας της ζωής του. Το όνομά της ήταν πάντα στα χείλη του. Η Ασπα πάλι ήταν μια πολύ ζωντανή και επικοινωνιακή γυναίκα, η γυναίκα της διπλανής πόρτας που φρόντιζε τον σύζυγό της και μεγάλωνε με ιδιαίτερη φροντίδα το παιδί τους».
Πριν από μερικά χρόνια το ζευγάρι μετακομίζει σε μια ιδιόκτητη τριώροφη μεζονέτα στην περιοχή του Μαρκόπουλου. Ο Γιώργος δουλεύει πολύ, η Μαρίνα φοιτά σε ένα από τα καλύτερα και ακριβότερα ιδιωτικά σχολεία της Αθήνας και η Ασπα ξεκινά να επιδεικνύει ένα υπέρ του δέοντος ενδιαφέρον για το άμεσο μέλλον του παιδιού τους. Ενώ το τελευταίο είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο, καθώς η οικογένεια έχει αποφασίσει ότι η Μαρίνα δεν θα δώσει πανελλήνιες εξετάσεις και θα φύγει κατευθείαν για σπουδές στη Γερμανία, η μητέρα της δεν σταματά να επισκέπτεται διευθυντές και καθηγητές, να ενημερώνεται ακόμη και για την τελευταία δομή εκπαίδευσης και να αλλάζει τα σχολεία της μικρής σαν τα πουκάμισα. Μέσα σε τρία μόλις χρόνια η Μαρίνα αλλάζει τρία σχολεία, με τη διευκρίνιση στον διευθυντή του δεύτερου σχολείου ότι «αν το παιδί δεν προσαρμοστεί στο καινούριο σχολείο, τότε θα το ξαναφέρουμε πίσω στο δικό σας».
Οσο τα προβλήματα της κρίσης αδυνατούν να χτυπήσουν την πόρτα της οικογένειας τόσο εκείνα της ψυχικής υγείας παραμονεύουν την ψυχή της μάνας και κατ’ επέκταση την ισορροπία της οικογένειας. Οπως σημειώνει πρόσωπο που γνωρίζει πράγματα και καταστάσεις, «το τελευταίο διάστημα ο Γιώργος δεν φαινόταν πολύ καλά. Κλεινόταν συχνά στο γραφείο του και έμοιαζε προβληματισμένος. Γνωρίζαμε ότι η μητέρα του δεν είναι καλά στην υγεία της, ότι ο Γιώργος είναι μοναχοπαίδι και πιστεύαμε ότι η θλίψη του οφείλεται στο γεγονός αυτό. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν γνώριζε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε σπίτι του. Η Ασπα δεν ήταν καλά, με την κατάστασή της να παραμένει για καιρό επτασφράγιστο μυστικό ακόμη και από πρόσωπα του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο αδελφός της είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα, ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η άτιμη αυτή αρρώστια θα έπληττε και την ψυχή της γλυκύτατης Ασπας».
Η μητέρα της 17χρονης
Η Ασπα αποκτά εμμονές. Θεωρεί ότι δεν είναι καλά, ότι το τέλος της είναι κοντά, ότι και ο Γιώργος είναι άρρωστος και θα «φύγει» σύντομα, ότι η Μαρίνα θα μείνει μόνη σε έναν κόσμο άγριο και σκληρό που δεν θα της προσφέρει τίποτε περισσότερο από την απόλυτη δυστυχία. Τίποτα δεν την ηρεμεί. Ούτε και η μεγάλη χαρά της κόρης της, αποτέλεσμα του έρωτά της για έναν άνδρα. Για την Ασπα ίσως και αυτός ο άνδρας να θέλει το κακό της Μαρίνας. Ισως να την κοροϊδέψει. Ισως να την εκμεταλλευτεί. Οι φοβίες κυκλώνουν την ψυχή της σαν ανεμοστρόβιλος, ικανός να σαρώσει τα πάντα και σαν έτοιμος από καιρό να ισοπεδώσει συναισθήματα και ζωές.
Η Ασπα νομίζει ότι έχει καρκίνο στο συκώτι. Κάνει εξετάσεις. Τα αποτελέσματα τη διαψεύδουν. Δεν το δέχεται. Λάθη γίνονται στις διαγνώσεις, μπορεί να έγιναν και στη δική της περίπτωση. Μετά από λίγο θεωρεί ότι έχει καρκίνο σε άλλα σημεία του σώματός της. Οι εξετάσεις τη διαψεύδουν και πάλι. Η αρρωστημένη λογική της δεν μπορεί να δεχτεί την αλήθεια. Πριν από μερικές εβδομάδες, πιστεύοντας αυτή τη φορά ότι πάσχει από καρκίνο στη στοματική κοιλότητα, πηγαίνει χωρίς ραντεβού σε οδοντιατρείο της περιοχής της. Η αρνητική διάγνωση δεν την καθησυχάζει ούτε αυτή τη φορά. Οπως δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή ο οδοντίατρος που την εξέτασε, «εκείνη την ημέρα είχε μια αυξημένη ανησυχία, μια κρίση πανικού. Την καθησύχασα γιατί είχε έρθει χωρίς ραντεβού και είχε διαταραχθεί η ισορροπία του ιατρείου. Διέγνωσα ότι δεν είχε κάτι. Τίποτα δεν ανταποκρινόταν στις φοβίες που μου εξέφραζε αναφορικά με τη στοματική της κοιλότητα. Ωστόσο την παρέπεμψα σε ειδικούς στοματολόγους και στην Οδοντιατρική Σχολή για να της φύγει κάθε αμφιβολία». Μάταια. Η Ασπα για ακόμη μια φορά επιστρέφει σπίτι της λέγοντας στον σύζυγό της: «Εμείς θα φύγουμε από τη ζωή, θα πεθάνουμε. Τι θα κάνουμε με την κόρη μας; Θα μείνει μόνη της σ’ αυτόν τον κόσμο και θα την εκμεταλλευτεί ο οποιοσδήποτε. Πρέπει να προετοιμάσουμε τον θάνατό μας».
Η τελευταία επίσκεψη στον ψυχίατρο και το μοιραίο πρωινό
Ο Γιώργος τώρα ανησυχεί πολύ. Παρότι δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται με την Ασπα κάποιον ψυχίατρο, οι εμμονές της αντί να υποχωρούν μοιάζουν να παίρνουν σάρκα και οστά και να φαντάζουν ιδιαίτερα απειλητικές. Ισως να μην παίρνει τα φάρμακά της. Ισως η αγωγή να μην είναι η κατάλληλη. Ισως η Ασπα να μπορεί να γίνει πολύ πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι ο ίδιος μπορεί να φανταστεί. Το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής το ζευγάρι επισκέπτεται τον ψυχίατρο της Ασπας. Η γυναίκα δεν είναι καθόλου καλά. Το ζευγάρι επιστρέφει στο σπίτι συντροφιά με δύο ξεχωριστούς φόβους. Η γυναίκα με εκείνον του θανάτου, ο άνδρας με εκείνον της απόγνωσης. Το παιδί βλέπει, καταλαβαίνει, ανησυχεί, και την ίδια ημέρα ανεβάζει στα social media ένα μήνυμα-προάγγελο του κακού που θα ακολουθούσε το επόμενο κιόλας πρωινό: «Και δεν ήθελα καν να το ζήσω γιατί είτε ήταν στιγμές ή σκατά είτε ήταν διαμάντια τα μοιραστήκαμε εξίσου και αυτό να θυμάσαι θα μείνει για πάντα...».
Ξημερώνει. Το ημερολόγιο γράφει Σάββατο 14 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με ασφαλείς αστυνομικές πηγές, το ρολόι δείχνει 9.30 το πρωί όταν ο Γιώργος κατεβαίνει από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού στην αποθήκη που βρίσκεται στο υπόγειο της τριώροφης μεζονέτας όπου διαμένει η οικογένεια προκειμένου να κάνει κάποια δουλειά. Η Ασπα τον ακολουθεί και χωρίς εκείνος να αντιληφθεί το παραμικρό καταφέρνει να τον κλειδώσει μέσα στην αποθήκη. Αμέσως μετά, κρατώντας στα χέρια της δύο μαχαίρια, ανεβαίνει στο δωμάτιο της κόρης της, ανοίγει την πόρτα και ξεκινά να της επιτίθεται. Το παιδί φωνάζει «όχι, μαμά, μη!» και αντιστέκεται προσπαθώντας να αποσπάσει τα μαχαίρια από τα χέρια της μάνας. Ενώ τα μαχαίρια σκίζουν τις παλάμες της, η Μαρίνα ουρλιάζει. Τα ίδια λεπτά ο πατέρας αρχίζει να φωνάζει, να παρακαλά τη γυναίκα του να σταματήσει. Με οτιδήποτε βρήκε μπροστά του, όπως ψαλίδια και διάφορα σίδερα, προσπαθεί να ανοίξει την κλειδωμένη από αλουμίνιο πόρτα του υπογείου, αλλά δεν μπορεί.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, η 17χρονη, σε μια απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας, καταφέρνει να πηδήξει από το μπαλκόνι του υπνοδωματίου της. Τα δέντρα ανακόπτουν την πτώση της -γι’ αυτό και το άψυχο κορμί της δεν έφερε κατάγματα- και το κορίτσι «σκάει» στο δάπεδο του γκαράζ. Η μητέρα κατευθύνεται προς το μέρος της από το εσωτερικό του σπιτιού και αρπάζοντας ένα τρίτο μαχαίρι τη μαχαιρώνει στον λαιμό. Υστερα προσπαθεί να κόψει τον δικό της, αλλά δεν τα καταφέρνει και αντ' αυτού κόβει τις φλέβες της. Οι Αρχές διατηρούν ακόμη κάποιες μικρές επιφυλάξεις όσον αφορά τη διαδρομή των δύο γυναικών, κάτι που θα απαντηθεί σε λίγες ημέρες από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων. Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες που αναμένεται να επιβεβαιωθούν και αυτές σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως προκύπτει από την ιατροδικαστική έκθεση, αιτία θανάτου του άτυχου κοριτσιού δεν ήταν το χτύπημα στον λαιμό, αλλά μια μαχαιριά στην καρδιά.
Ο ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας: «Πολλοί από τους ασθενείς αυτούς, μαζί με την κατάθλιψη αναπτύσσουν ένα εμμονικό άγχος
Περίπου μισή ώρα αργότερα ο πατέρας καταφέρνει να ανοίξει την πόρτα και, ακολουθώντας τα αίματα, κατευθύνεται σαν τρελός στο υπνοδωμάτιο της κόρης του, ενώ ταυτόχρονα καλεί την Αμεση Δράση. Τα ουρλιαχτά μιας γυναίκας από τη γειτονιά «εδώ, εδώ είναι!» τον φέρνουν αντιμέτωπο με το φρικιαστικό θέαμα και με το τέλος που σχεδίασε με τα πιο μελανά χρώματα η γυναίκα της ζωής του. Την ίδια στιγμή ένας άλλος γείτονας, γιατρός στο επάγγελμα, επιβεβαιώνει ότι οι δύο γυναίκες, μάνα και κόρη που τόσο λατρεύονταν στη ζωή, έχουν πλέον περάσει το κατώφλι του θανάτου...
«Η εισαγγελική εντολή είναι ένδειξη αγάπης»
Πίσω από τα κλειστά παράθυρα και τα σφραγισμένα μυστικά στέκει τώρα μια σοκαρισμένη γειτονιά και μια αμήχανη χώρα που δεν μπορεί να εξηγήσει την απερίγραπτη αυτή τραγωδία. Πώς μια μάνα, συνώνυμο μέχρι πρότινος της απόλυτης προστασίας, του υπερβολικού ενδιαφέροντος και της αδιαπραγμάτευτης αγάπης, μπορεί να προβεί σε μια τέτοια πράξη; Πώς γίνεται μια γυναίκα που λάτρευε το παιδί της να του στερήσει τη ζωή; Πώς είναι δυνατόν το πάθος να μεταμορφωθεί σε μανία; «Καταρχάς πρέπει να σημειώσω ότι όταν ο καταθλιπτικός άνθρωπος σκοτώσει, μετά θα αυτοκτονήσει. Δεν σκοτώνει όπως ο παρανοϊκός σχιζοφρενής. Δεν σκοτώνει και είτε παραδίδεται είτε κρύβεται. Δεν σκοτώνει και παραπλανεί. Γιατί το λέω αυτό;
Ο καταθλιπτικός έχει μέσα του ευχές θανάτου, δηλαδή μπαίνουν στο μυαλό του αυτοκτονικές σκέψεις, οι οποίες εύκολα μετατρέπονται σε αυτοχειρία», λέει ο ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας και συνεχίζει: «Πολλοί από τους ασθενείς αυτούς, μαζί με την κατάθλιψη αναπτύσσουν και έναν ψυχωτικό πυρήνα που τους γεμίζει με ένα εμμονικό άγχος που έχει να κάνει με τη σωματική τους υγεία, με την υγεία των δικών τους ανθρώπων και γενικά με μια συνεχή και αρρωστημένη ενασχόληση με τον εαυτό τους. Οταν, λοιπόν, αποφασίζουν να προβούν σε απόπειρα αυτοχειρίας, πολλές φορές η ίδια η αρρώστια τούς ωθεί να σκοτώσουν ένα ή περισσότερα από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, έχοντας στον νου τους καρφωμένη τη σκέψη ότι μπορεί να μείνουν μόνα, να δυστυχήσουν, να αρρωστήσουν και να είναι έρμαια της “κακοτυχίας” τους. Νιώθουν δηλαδή με αυτόν τον τρόπο ότι “λυτρώνουν” τα αγαπημένα τους πρόσωπα αφαιρώντας τους τη ζωή. Το πάθος και η αγάπη που τους έχουν μετατρέπονται σε μανία και καταστροφή».
Σύμφωνα με τον κ. Σούρα, οι ασθενείς αυτοί δεν είναι σχιζοφρενείς. Εχουν μια ασθένεια η οποία περιλαμβάνει πολύ κακή διάθεση, έντονο και εμμονικό άγχος, παραληρηματικές ιδέες και δυστυχώς κακή ως επί το πλείστον κατάληξη. Χρειάζεται άμεση φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία σε ειδικό ψυχιατρικό τομέα, ακόμη και με εισαγγελική εντολή.
Είναι δυνατόν η εν λόγω ψυχική ασθένεια να παρουσιαστεί ξαφνικά στη ζωή ενός ατόμου; Μπορεί μια γυναίκα, η οποία μέχρι τα 40 ή τα 50 της χρόνια δεν είχε παρουσιάσει κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα, να χτυπηθεί έτσι ξαφνικά; Η απάντηση του γιατρού είναι κάτι παραπάνω από σοκαριστική: «Κάποτε λέγαμε πως όταν περάσεις τα 40 σου χρόνια δεν μπορεί τίποτα να κλονίσει την ψυχική σου υγεία. Τώρα λέμε ότι μπορεί να παρουσιαστεί οτιδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία. Από κει και ύστερα μια τέτοια συμπεριφορά, όπως αυτή στην οποία προέβη η μητέρα, που συγκλόνισε το Πανελλήνιο, δεν είναι αποτέλεσμα της στιγμής. Είναι κάτι που γυρνάει αργά και σταθερά στο μυαλό του ασθενούς πολλές φορές και για πολύ καιρό.
Οχι, τη στιγμή του εγκλήματος δεν καταλάβαινε ότι δολοφονεί το παιδί της (με την έννοια του στυγερού δολοφόνου). Πίστευε ότι αυτό που έκανε ήταν ο σωστός τρόπος για να σώσει το παιδί της, να το απαλλάξει από το κακό που αυτή θεωρούσε ότι μπορεί να του συμβεί στο μέλλον, να το βοηθήσει να μη ζήσει μια περίπτωση παρόμοια με τη δική της. Δεν μπορείς με τη λογική να εξηγήσεις τον παραλογισμό. Γι’ αυτό, όταν δούμε έναν τέτοιο άνθρωπο στο στενό οικογενειακό μας περιβάλλον, πρέπει να τον οδηγήσουμε αμέσως στον γιατρό και αν δεν υπάρχει συνεργασία να τον οδηγήσουμε σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα με εισαγγελική εντολή. Ας πάψουμε, επιτέλους, να έχουμε ταμπού ως κοινωνία. Η εισαγγελική εντολή εν προκειμένω είναι μια ένδειξη αγάπης, προστασίας και υπεράσπισης του ανθρώπου μας. Και να θυμάστε: Ο ασθενής ο οποίος κάνει το κακό δεν είναι κακός άνθρωπος. Η αρρώστια του είναι αυτή που τον οδηγεί να κάνει το κακό».
Την ημέρα της κηδείας τους, η απόλυτη σιωπή καλύπτει τα χείλη όσων στέκουν παγωμένοι στα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο φέρετρα μάνας και κόρης. Αυτής που, ως σύγχρονη «Φόνισσα» του μεγάλου Παπαδιαμάντη, σκότωσε το παιδί της για να το λυτρώσει από τα βάσανα και τις συμφορές που θα έπλητταν τη ζωή του και εκείνης που με τον θάνατό της εξαργύρωσε τη λατρεία ενός αρρωστημένου μυαλού.
Οσο τα προβλήματα της κρίσης αδυνατούν
να χτυπήσουν την πόρτα της οικογένειας τόσο εκείνα της ψυχικής υγείας παραμονεύουν την ψυχή της μάνας και κατ’ επέκταση την ισορροπία της οικογένειας. Οπως σημειώνει πρόσωπο που γνωρίζει πράγματα και καταστάσεις, «το τελευταίο διάστημα ο Γιώργος δεν φαινόταν πολύ καλά. Κλεινόταν συχνά στο γραφείο του και έμοιαζε προβληματισμένος. Γνωρίζαμε ότι η μητέρα του δεν είναι καλά στην υγεία της, ότι ο Γιώργος είναι μοναχοπαίδι και πιστεύαμε ότι η θλίψη του οφείλεται στο γεγονός αυτό. Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν γνώριζε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο σπίτι του. Η Ασπα δεν ήταν καλά, με την κατάστασή της να παραμένει για καιρό επτασφράγιστο μυστικό ακόμη και από πρόσωπα του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο αδελφός της είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα, ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η άτιμη αυτή αρρώστια θα έπληττε και την ψυχή της γλυκύτατης Ασπας»
Ξημερώνει. Το ημερολόγιο γράφει Σάββατο 14 Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με ασφαλείς αστυνομικές πηγές, το ρολόι γράφει 9.30 το πρωί όταν ο Γιώργος κατεβαίνει από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού στην αποθήκη που βρίσκεται στο υπόγειο της τριώροφης μεζονέτας όπου διαμένει η οικογένεια προκειμένου να κάνει κάποια δουλειά. Η Ασπα τον ακολουθεί και χωρίς εκείνος να αντιληφθεί το παραμικρό καταφέρνει να τον κλειδώσει στην αποθήκη. Αμέσως μετά ανεβαίνει στο δωμάτιο της κόρης της κρατώντας στα χέρια της δύο μαχαίρια, ανοίγει την πόρτα και ξεκινά να της επιτίθεται. Το παιδί φωνάζει «όχι, μαμά, μη!» προσπαθώντας να αποσπάσει τα μαχαίρια από τα χέρια της μάνας. Ενώ τα μαχαίρια σκίζουν τις παλάμες της, η Μαρίνα ουρλιάζει. Τα ίδια λεπτά ο πατέρας της αρχίζει να φωνάζει, να παρακαλά τη γυναίκα του να σταματήσει. Με οτιδήποτε βρίσκει μπροστά του, όπως ψαλίδια και διάφορα σίδερα, προσπαθεί να ανοίξει την κλειδωμένη από αλουμίνιο πόρτα του υπογείου, αλλά δεν μπορεί.