tromaktiko: Μαρκ Μαζάουερ – “Οι Μαγεμένες” κι ο “Έλγιν της Θεσσαλονίκης”

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Μαρκ Μαζάουερ – “Οι Μαγεμένες” κι ο “Έλγιν της Θεσσαλονίκης”



Ο Τσαρλς Νιούτον, ο άνθρωπος του Βρετανικού Μουσείου στο Λεβάντε, είχε πει μετά από μια επίσκεψή του ότι «το πιο ενδιαφέρον λείψανο...
της κλασικής αρχαιότητας» στη Θεσσαλονίκη ήταν οι «Incantadas». Οι «Μαγεμένες» όμως είχαν γητέψει κι άλλους, κι έτσι τελικά εξανεμίστηκαν για τα καλά από την πόλη.

Ο Έλγιν της Θεσσαλονίκης ήταν ένας Γάλλος σοφός πενήντα ενός χρονών ονόματι Εμανουέλ Μιλέρ, ειδήμων παλαιογράφος με «πάθος για τα χειρόγραφα», όπως διατεινόταν ο ίδιος. Ο Μιλέρ είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη του Ναπολέοντα Γ’ για το σχέδιό του να εξετάσει τις συλλογές των βιβλιοθηκών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ιδίως των μονών του Άθω -του Άγιου Δισκοπότηρου των Γάλλων βιβλιόφιλων-, ώστε να συλλέξει σπάνια μεσαιωνικά και βυζαντινά χειρόγραφα. Ήταν τότε βιβλιοθηκάριος της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Αργότερα θα γινόταν καθηγητής νέων ελληνικών στο Παρίσι, αυτό όμως συνέβη αφού πρώτα δημοσίευσε πλήθος άρθρα, ελίχθηκε πολιτικά στους ακαδημαϊκούς κύκλους και, κυρίως, επέστρεψε από την Ανατολή με τους καρπούς της πετυχημένης αποστολής του.

Στην Κωνσταντινούπολη ένωσε τις δυνάμεις του μ’ ένα συμπατριώτη του, τον φωτογράφο Γκιγεμέ- οι δυο τους έζησαν δύο μήνες μαζί με τους καλόγερους του Αγίου Όρους, προτού ταξιδέψουν για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ο Μιλέρ συνέχισε ν’ αναζητά χειρόγραφα. «Υπάρχει ένας γιατρός εδώ», γράφει, «που μου είναι εξαιρετικά πολύτιμος: ξέρει τα πάντα και όλες οι πόρτες τού είναι ανοιχτές. Μέσα σε λίγο χρόνο μου έδειξε όλες τις αρχαιότητες. Επισκέφθηκα επίσης τη βιβλιοθήκη της μονής Τσαούς… Εκεί βρήκα ένα μεγάλο χειρόγραφο που πιστεύω πως θα ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον αυτοκράτορα». Ο Μιλέρ ζήτησε από τον Έλληνα μεσάζοντά του, που είχε καλές διασυνδέσεις με τους εκκλησιαστικούς κύκλους, να το αποκτήσει μαζί με «διάφορες άλλες αρχαιότητες για τον αυτοκράτορα». Η απόκτηση πρωτότυπων μεσαιωνικών χειρογράφων δεν ήταν επιθυμητή μόνο ως μέσο εντυπωσιασμού του Ναπολέοντα Γ’ πέρα στο Παρίσι- θα βοηθούσε και τον ίδιο τον Μιλέρ, ο οποίος νοσταλγούσε την πατρίδα του, αφού, «αν αναγκαστώ να αντιγράψω το χειρόγραφο, που δεν είναι και μικρό, θα πρέπει να μείνω στη Σαλονίκη πολύν καιρό».

Προς θλίψη όμως του Μιλέρ, οι μοναχοί δεν είχαν σκοπό ν’ αποχωριστούν εύκολα τους θησαυρούς τους: στον Άθω είχαν δυσάρεστες αναμνήσεις από τον πρόδρομό του, έναν Έλληνα σοφό ονόματι Μηνά, που είχε για βάση του το Παρίσι- στη Θεσσαλονίκη και στα βραχομονάστηρα των Μετεώρων, όπου πήγε ο Μιλέρ και κόντεψε ν’ αφήσει τα κόκαλά του χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, επίσης τον αντιμετώπισαν με καχυποψία και απροθυμία. Ούτε τα παζάρια με τον πασά αποδείχθηκαν πιο εύκολα: όταν ο Μιλέρ ανέφερε ένα όμορφο ανάγλυφο, ο πασάς είπε πως θα ’πρεπε να πάρει άδεια από την Κωνσταντινούπολη και άφησε να εννοηθεί ότι ήθελε παράσημο από τη Γαλλία – «πράγμα αδύνατο», που ο Μιλέρ δίστασε ακόμα και να το αναφέρει στον αυτοκράτορα. “Υστέρα, τα καλά νέα: «Θα μου δανείσουν τελικά το χειρόγραφο. Αν μπορέσω να πάρω τίποτα σημαντικές πέτρες», έγραψε στη γυναίκα του, «η αποστολή μου θα είναι αντάξια του ονόματος μου, αποστολή που, μεταξύ μας, είναι κάπως επαχθής, δεδομένου ότι περιμένουν όλοι σπουδαία πράγματα από μένα. Στη Μακεδονία υπάρχουν πολλά μοναστήρια, κι έχω έναν κατάλογο: την άνοιξη θα κάνω ένα γύρο».

Το καλοκαίρι του 1864 ο Μιλέρ επισκέφθηκε τη Θάσο, νησί όχι λιγότερο όμορφο τότε απ’ ό,τι τώρα, αλλά πολύ πιο ήσυχο. Αποτελούσε εκείνο τον καιρό μια παράδοξη διπλωματική ανωμαλία· τυπικά ήταν ακόμα μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κατοικούταν αποκλειστικά από Έλληνες Χριστιανούς χωρικούς, αλλά αποτελούσε προσωπική περιουσία της αιγυπτιακής δυναστείας της εποχής, που ο ιδρυτής της ο Μεχμέτ Αλή είχε γεννηθεί στο παρακείμενο λιμάνι της Καβάλας. Ένας Αιγύπτιος μηχανικός που χαρτογραφούσε το νησί αποδείχθηκε χρήσιμος για τον Μιλέρ, γιατί «ξέρει όλες τις πέτρες και τα μνημεία που ίσως μας ενδιαφέρουν». Εκεί στη Θάσο, μέσα στην πλούσια βλάστησή της κι ανάμεσα στους δυνατούς πότες χωριάτες της, ο Μιλέρ ανακάλυψε για πρώτη φορά τις χαρές της αρχαιολογίας, τη σκληρή μα απλή ζωή της, την ανακάλυψη άγνωστων θραυσμάτων, την περηφάνια του σκαπανέα. Τις χαρές, μα και τις λύπες της: μερικοί ντόπιοι, διαπίστωσε, ήταν θυμωμένοι με τις ανασκαφές του, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι «καίνε τα πιο όμορφα μάρμαρα για οικοδομικό υλικό».

Παντού έβρισκε «ίχνη μιας belle epoque» αλλά και «ίχνη απερίγραπτης βαρβαρότητας». Οι εργάτες πίνανε και λουφάρανε, και σέβονταν μόνο «όποιον έχει ενέργεια». Και όμως, έβρισκε «τη ζωή του αρχαιολόγου… εξαιρετικά ελκυστική, παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες… Τι συναισθήματα, όταν μια γωνιά μαρμάρου ξεμυτίζει από το χώμα! Θα ’ναι επιγραφή ή ανάγλυφο; Ίσως απλώς μια απογοήτευση, ένας σκέτος οικοδομικός λίθος».

Οι μέθοδοι του Μιλέρ δεν ήταν και πολύ επαγγελματικές. Παρά τους μύδρους του εναντίον της τουρκικής αναποτελεσματικότητας και ακηδίας και τον αυτοχαρακτηρισμό του ως «ενσάρκωση της ακρίβειας», δεν έκανε τοπογραφικές μελέτες ούτε έδωσε στοιχεία για τη θέση των ευρημάτων του. Ο Γκιγεμέ έπαιρνε φωτογραφίες, αλλά γρήγορα του τέλειωσαν οι γυάλινες πλάκες. Ωστόσο ο «αρχαιολογικός πυρετός» οιστρηλατούσε τον Μιλέρ και σύντομα είχε μαζέψει πενήντα περίπου μάρμαρα. «Βλέπεις πως η σοδειά είναι καλή», έγραφε περήφανος στη γυναίκα του. «Βέβαια πολλά είναι σε κακή κατάσταση· όταν πρόκειται όμως για αρχαιότητες, τίποτα δεν πρέπει να παραθεωρείται». Ο Γάλλος πρόξενος που τον επισκέφθηκε από τη Φιλιππούπολη εντυπωσιάστηκε με τη συγκομιδή. «Μη μου πείτε ότι θα τα πάρετε όλα αυτά μαζί σας!» αναφώνησε. Μετά όμως σκέφτηκε πως «όλα έχουν ενδιαφέρον, και δεν πρέπει ν’ αφήσετε τίποτα, αλλιώς θα τ’ αρπάξουν οι Εγγλέζοι».

Η καλύτερη ψαριά όμως του Μιλέρ δεν είχε έρθει ακόμα. Ενώ περίμενε το καράβι που θα ’στελνε η Γαλλία, οι σκέψεις του στράφηκαν πάλι προς τη Θεσσαλονίκη και τις καρυάτιδες. «Τα εμπόδια που προβλέπω είναι η ζήλια των Ελλήνων και οι ξένοι πρόξενοι», έγραψε. «Αν το θελήσει η Τύχη να πάρω εκείνα τ’ αγάλματα! Σκεφτείτε: οκτώ αγάλματα, μιας πολύ ωραίας περιόδου, ακρωτηριασμένα βέβαια, αλλά και τι μ’ αυτό;» Ήταν απαισιόδοξος, αλλά, ακούγοντας ότι επρόκειτο να κατεδαφιστούν τα τείχη της πόλης, του ’ρθε ζαλάδα όταν αναλογίστηκε πόσο πολλά πράγματα θα έρχονταν στο φως. «Δεν ξέρω πια πού βρίσκομαι -παρόν, παρελθόν και μέλλον έχουν μπερδευτεί όλα μέσα στο μυαλό μου». Κι ύστερα, στη γυναίκα του:




Θάσος, 10 Οκτωβρίου 1864,

Βιάζομαι να σου στείλω την καλή, τη μεγάλη είδηση… Ο Σουλτάνος, μέσω του Μεγάλου Βεζίρη, του Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αποκολλήσω και να μεταφέρω στη Γαλλία τα οκτώ αγάλματα της Σαλονίκης που ήθελα τόσο πολύ…

Η γαλλική διπλωματία είχε κάνει τη δουλειά της: τα υπόλοιπα εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Ο ντόπιος πληθυσμός υπήρχε περίπτωση να οργιστεί πολύ, όπως και ν’ αλλάξουν γνώμη οι Τούρκοι. Γύρισε επειγόντως στην πόλη, αφήνοντας πίσω στην ακρογιαλιά της Θάσου «δυο μεγάλες σαρκοφάγους με πολύ αξιόλογες επιγραφές», οι οποίες ήταν πολύ ογκώδεις για να φορτωθούν στο σκάφος. Στο γαλλικό προξενείο της Θεσσαλονίκης είχε φτάσει γράμμα από το Παρίσι που τον διέταζε να πάρει όχι μόνο τις καρυάτιδες αλλά όλο «το μνημείο στο σύνολό του», απόφαση που τον έφερε σε αμηχανία, γιατί το καράβι που του είχαν στείλει δεν ήταν αρκετά ισχυρό για να οργανώσει τη μεταφορά πέντε έως έξι τόνων μαρμάρου. «Έτσι, κάτι που θα δημιουργούσε ζωηρή ικανοποίηση στο Παρίσι», έλεγε με δυσφορία, «θα θεωρηθεί μια μισοτελειωμένη δουλειά».

Ο πασάς της Θεσσαλονίκης δέχτηκε φιλικά τον Μιλέρ και του παρουσίασε ένα αρχαίο αγγείο» που είχε βρεθεί κατά την εκσκαφή ενός δρόμου. Θα του παρείχε, του είπε, ό,τι χρειαζόταν -άντρες, στρατιώτες, κάρα. Μα οι ειδήσεις για τα σχέδιά του απλώνονταν και υπήρχε μεγάλη αναταραχή. «Ο πληθυσμός έχει ήδη αρχίσει να εξάπτεται και να δυσανασχετεί», έγραφε ο Μιλέρ την 1η Νοεμβρίου, δύο μόλις ημέρες μετά την άφιξή του. «Είναι έξαλλοι που θα πάρω αυτά τα αγάλματα, τα οποία έχουν υποστεί τόσες φθορές». Δεν μπορούσε στ’ λήθεια να καταλάβει γιατί, τη στιγμή που οι γενίτσαροι συνήθιζαν να τα πυροβολούν για πλάκα και που ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που είχε χτιστεί γύρω τους έσπαγε κομμάτια και τα πουλούσε στους τουρίστες. Μετά από τέτοια συμπεριφορά, πώς μπορούσαν οι ντόπιοι κάτοικοι να νιώθουν οργή που αυτά θα περνούσαν σε πιο ασφαλή χέρια; Ήταν η συνήθης δικαιολογία

Τα αγάλματα βρίσκονταν σ’ ένα σοκάκι στην καρδιά της συνοικίας Rogos, και ο Μιλέρ σκόπευε ν’ αποκλείσει την περιοχή με στρατιώτες, ώστε αυτός και οι άντρες του να μπορούν να δουλέψουν χωρίς περισπασμούς από τους ντόπιους. Μόλις άρχισαν όμως οι εργασίες, τα προβλήματα πλήθυναν. Πρώτον, ο Εβραίος ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου βρίσκονταν προσπάθησε να δημιουργήσει φασαρίες και επέμεινε να δει το φιρμάνι του Μιλέρ. Το πρόβλημα αυτό το έλυσε ο πασάς, δεσμευόμενος ότι θ’ αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη για τις όποιες ζημιές. Μα η λαϊκή κατακραυγή δεν κόπασε. Καθώς οι ναύτες του ετοίμαζαν τα κάρα που θα μετέφεραν τα μάρμαρα στην αποβάθρα, «γέμισε ο τόπος κόσμο, και ο πληθυσμός αντέδρασε με πρωτοφανή τρόπο -εξωπραγματικές διαδόσεις, κουτσομπολιά, απίστευτοι παραλογισμοί. Όλοι οι ξένοι πρόξενοι θα τηλεγραφήσουν στην Κωνσταντινούπολη για να εμποδίσουν την απομάκρυνση των αγαλμάτων».Άρχισε επίσης να κατακλύζεται από προσφορές: αρχαιοτήτων, ανάγλυφων, σαρκοφάγων. Ακούστηκε ακόμα και ότι ο Μιλέρ σχεδίαζε να μεταφέρει πάνω σε κάρα την αψίδα του Γαλερίου.



Οι εργασίες συνεχίζονταν καθημερινά, το πλήθος μεγάλωνε, κι έγινε σχεδόν αδύνατο ν’ ανοίξει δίοδος προς τα έξω. Ο Μιλέρ ονειρευότανε να φέρει έναν πυροσβεστικό σωλήνα για να καταπραΰνει τα πνεύματα των ατίθασων παρατηρητών. Τα σημάδια της έχθρας όμως δεν τελείωναν, είτε από τους Εβραίους είτε από τους Τούρκους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ελπίζουν σε μια ακυρωτική διαταγή του σουλτάνου. Οι Γάλλοι ναύτες δέχτηκαν επίθεση, όπως και ο ίδιος ο Μιλέρ κάποια στιγμή. Υπήρχαν επίσης και λιγότερο βίαιες ενδείξεις του πόνου που προξενούσε η επιχείρηση. «Ένας [από τους Τούρκους] έπαιξε μια γελοία κωμωδία», έγραψε ο Μιλέρ. «Ένας καβάσης, ένας υπηρέτης, σίμωσε το άγαλμα της Νίκης. Αναστέναξε και προσπάθησε να το αγκαλιάσει. Ήταν όμως σχεδόν τελείως τυλιγμένο με λινάτσα- οι ναύτες είχαν αφήσει έκθετο μόνο το πίσω μέρος του αγάλματος. Ο φίλος μας, μη βλέποντας τίποτ’ άλλο, φίλησε αυτό. Όλοι έσκασαν στα γέλια… Θα πρέπει να ’ταν τρελός ή καθυστερημένος».

Οι καρυάτιδες έστεκαν πάνω σε μια μαρμάρινη κιονοστοιχία- το να τις κατεβάσουν χωρίς να τις σπάσουν ήταν λεπτή δουλειά και απαιτούσε μηχανήματα που δε βρίσκονταν εύκολα στη Θεσσαλονίκη. Τελικά πέρασαν ένα μεγάλο ξύλινο βαρούλκο μέσ’ από τα στενοσόκακα, πάνω σε δυο βουβαλάμαξες. Το βαρούλκο έδειχνε σάπιο ως το μεδούλι, ιδίως για «τόσο τεράστια μάρμαρα!» Κι όμως, στις 4 Νοεμβρίου οι ετοιμασίες είχαν τελειώσει και η επιχείρηση καθαίρεσης των αγαλμάτων μπορούσε ν’ αρχίσει. Ο Μιλέρ ξεκίνησε με τη θεόρατη πλάκα που ήταν από πάνω τους. Κόσμος πολύς παρακολουθούσε από το δρόμο και κρεμόταν από τα παράθυρα των διπλανών σπιτιών, καθώς το πρώτο τμήμα αποκολλιόταν και κατέβαινε στο έδαφος· στα μισά του κατεβάσματος το βαρούλκο έχασε την έδρασή του και το πελώριο κομμάτι έπεσε στο χώμα, ευτυχώς χωρίς να σπάσει. Στη συνέχεια ξεκόλλησαν ένα-δυο αγάλματα, οπότε συνέβη άλλο ένα μικρό ατύχημα: «Το σύνολο των δύο αγαλμάτων, ακουμπώντας στο έδαφος, δέχτηκε ένα ελαφρό χτύπημα, και το κορυφαίο τμήμα έπεσε, ευτυχώς, στο επάνω μέρος, που σημαίνει ότι η μορφή της Νίκης δεν έπαθε τίποτα. Προφανώς το μάρμαρο είχε διαρραγεί εκεί από καιρό, και τα κομμάτια ίσα-ίσα που κρατιόνταν μαζί, όπως μπορέσαμε να δούμε από το σπάσιμο».


Η αμφιπρόσωπη στοά των Ειδώλων

Μολονότι το άνω επιστύλιο και τ’ αγάλματα κατέβηκαν τελικά, για να μεταφερθούν στο λιμάνι έπρεπε μια ομάδα από οκτώ βουβάλια να πορευτεί μέσ’ από πολυδαίδαλα σοκάκια γεμάτα αυλακιές, λάσπες και σκουπίδια. Περνώντας μέσ’ από το παζάρι τα ζώα άνοιξαν δρόμο ανάμεσα σε κουφάρια που σάπιζαν και στις «δυσώδεις οσμές» τους. Αναγουλιασμένος, πολύ αγχωμένος, ταλαιπωρημένος από την αϋπνία, αποκαμωμένος από τη συνεχή παρουσία του πλήθους που τους ακολουθούσε παντού, ο Μιλέρ και τα ζώα του έκαναν μιάμιση ώρα να βγουν στο λιμάνι, όπου τ’ αγάλματα φορτώθηκαν στο μεταγωγικό πλοίο La Truite χωρίς δυσκολία, μαζί με τ’ αποκτήματα της Θάσου. Οι μαρμάρινες λιθόπλινθοι πάνω στις οποίες ακουμπούσαν οι Καρυάτιδες ήταν ακόμα βαρύτερες, και οι Βούλγαροι αραμπατζήδες ανησύχησαν για τα βουβάλια τους. Μια απότομη στροφή παραλίγο να τα νικήσει· έπειτα, φτάνοντας μπροστά σ’ έναν βαθύ, λασπερό βόθρο, που έκανε τα ζώα να γλιστράνε και να χάνουν τη στήριξή τους, σταμάτησαν. Αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν ένα λίθο στο παζάρι όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα χρειάστηκαν πέντε ζευγάρια βουβάλια για να τον πάνε ως το καράβι, και ο Μιλέρ άρχισε ν’ απελπίζεται ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να μετακινήσει και τα υπόλοιπα.

Δεν είχε εγκαταλείψει το στόχο του να αποστείλει όλο το μνημείο [«Δεν υπάρχει, πιστεύω, στο Παρίσι άλλο αρχαίο μνημείο τέτοιου μεγέθους»], όταν έμαθε πως η Γαλλία δε θα ’στελνε άλλα πλοία. «Αυτό δεν θα πείραζε», παραπονέθηκε,


«στην αρχή, όταν το μνημείο ήταν ακόμα ακέραιο, αλλά τώρα η κατάβαση δεν είναι η ίδια, γιατί όλα τα μάρμαρα είναι μέσα στο δρόμο και δεν μπορούμε να τ’ αφήσουμε εκεί. Θα ’πρεπε να τα σπάσω για να ελευθερώσω το δρόμο-αλλά τι δυσάρεστη αναγκαιότητα! Τότε θα είχαν δίκιο να μας πουν βαρβάρους. Θα ’ταν προτιμότερο να ’χαμέ αφήσει το μνημείο και να είχαμε αρκεστεί στην αφαίρεση των αγαλμάτων. Το να το καταστρέψουμε, να κατεβάσουμε όλα τα κομμάτια που το αποτελούν, κι ύστερα να τα σπάσουμε, αυτό είναι πράξη βανδάλων».

Πλησίαζε ο χειμώνας: μετά τις βροχές είχε πλακώσει παγωνιά, και οι αγωγιάτες με τα βουβάλια αρνιόνταν να εμφανιστούν. Είχε βάλει τα υπόλοιπα μάρμαρα κατά μήκος του τοίχου ώστε να μην εμποδίζουν την κυκλοφορία κι είχε αφήσει τέσσερις μεγάλες πλάκες στη μια πλευρά. Είτε θα τα παιρναν κάποιαν άλλη στιγμή, είτε μπορούσαν να τα δώσουν για την οικοδόμηση της νέας εκκλησίας του Αγ. Νικολάου, που χτιζόταν τότε εκεί κοντά. Ο Μιλέρ ήταν πια εξαντλημένος, νοσταλγούσε την πατρίδα του και δεν άντεχε άλλο. Στα μέσα Δεκεμβρίου έφυγε με το καράβι για το Παρίσι, αναγκασμένος ν’ αφήσει πίσω του τα μεγαλύτερα κομμάτια, τις περισσότερες κολόνες και τα διαμελισμένα λείψανα του πιο εντυπωσιακού ίσως αρχαιολογικού μνημείου της πόλης.

Στη διάρκεια του επόμενου αιώνα οι πυρκαγιές και η αστική ανάπλαση απάλειψαν ολοσχερώς κάθε ίχνος του χτίσματος. Δεδομένου ότι ο Μιλέρ δε σημείωσε τη θέση του μνημείου ούτε έφτιαξε τοπογραφικό σχέδιο, δεν μπορούμε να ξέρουμε πού βρισκόταν ούτε ποια ήταν η λειτουργία του.


Law Incantadas . Μουσείο του Λούβρου.

Και οι καρυάτιδες; Αρχικός προορισμός τους ήταν να εμπλουτίσουν τη βασιλική συλλογή του Ναπολέοντα Γ’, ηγεμόνα από τους τελευταίους που αναμίχθηκαν στην υπόθεση των μουσείων όταν όμως η ιδέα ενός αυτοκρατορικού Musee Napoleon III εγκαταλείφθηκε, απλώς τις απόθεσαν στο Λούβρο. Δεδομένου ότι ο Μιλέρ δεν αρίθμησε τα κομμάτια που παρέδωσε τελικά, οι έφοροι έπρεπε ν’ αποκαταστήσουν το σύνολο στα τυφλά. «Όταν τα Μιλέρια μάρμαρα στάλθηκαν στη Γαλλία και μεταφέρθηκαν στο Λούβρο», έγραψε στα 1920 ο τότε conservateur des Antiques [έφορος αρχαιοτήτων], «δε συνοδεύονταν δυστυχώς από καμιά κανονική απογραφή». Μάλιστα ο αρχικός κατάλογος του ίδιου του Λούβρου επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, γιατί ανακάτεψε κομμάτια από τη Θεσσαλονίκη με άλλα από τη Θάσο και δεν επισήμανε ότι ορισμένα κομμάτια που είχε συλλέξει ο Μιλέρ στη Θεσσαλονίκη είχαν παραπέσει. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η αποκατάσταση διαλύθηκε και τα κομμάτια σκόρπισαν σε διάφορα σημεία του μουσείου.

Από το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ – Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων . Εκδότης: Αλεξάνδρεια
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!